
Αλίμονο αν από το debate μας έμεινε μόνο η «Παναγιά-γκέισα»
Το ντιμπέιτ ήταν συνολικά ανούσιο κι αδιάφορο. Και σε αυτό οι ευθύνες είναι ευρύτερες, καθώς όλοι με τον τρόπο τους έβαλαν το λιθαράκι τους.
-
11.05.2023 Δημήτρης Ραπίδης
Το χθεσινό debate των πολιτικών αρχηγών στην τηλεόραση της ΕΡΤ δεν μας έφερε προ εκπλήξεων. Οι όροι και το πλαίσιο οδήγησαν σε μία συντηρητική διαδικασία ερωταπαντήσεων, χωρίς αλληλεπίδραση των πολιτικών μεταξύ τους, διαμορφώνοντας ένα προνομιακό, ασφαλές πεδίο για όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, κάνοντας άκρως βαρετή έως κουραστική τη διαδικασία για τους τηλεθεατές. Αυτά όμως είναι θέματα της ΕΣΗΕΑ, είναι θέματα της τηλεοπτικής μας κουλτούρας και, ας μην το κρύβουμε, αποτυπώνουν έναν συστημισμό που θέλει περισσότερο τους πολιτικούς να διαμορφώνουν ένα προστατευτικό πλαίσιο απέναντι στους δημοσιογράφους, παρά έναν ζωηρό διάλογο με δυσκολίες κι ανατροπές, όπως γίνεται στο εξωτερικό, στην Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ ή τη Βραζιλία για παράδειγμα.
Στα θέματα πολιτικής τώρα, το ντιμπέιτ δεν έβγαλε κάποια είδηση και ενδεχομένως να μην άλλαξε και πολύ τους δημοσκοπικούς και εκλογικούς συσχετισμούς. Αυτό μένει να το δούμε βέβαια στις νέες έρευνες για να είμαστε σίγουροι.
Ο απερχόμενος πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσπάθησε να βγάλει το προφίλ του statesman, όντας ήρεμος και προσεκτικός στις διατυπώσεις του, παρότι πολλές φορές δεν μπορούσε να απαντήσει με ευθύτητα και ουσία στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, κυρίως για όσα περιλαμβάνει η κυβερνητική πρόταση της ΝΔ για την επόμενη τετραετία και τα πολλά κακώς κείμενα αυτής της τετραετίας. Μίλησε για τη «φθορά» που προκάλεσε στο κόμμα του η τραγωδία των Τεμπών, λέξη που δείχνει σκληρό πολιτικό αμοραλισμό και σίγουρα δεν τον φέρνει εγγύτερα στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικιακές ομάδες.
Ο Αλέξης Τσίπρας από την πλευρά του κινήθηκε πιο δυναμικά και επιθετικά, χωρίς ωστόσο να ξεπεράσει τα όρια. Τάχθηκε υπέρ του φράχτη στον Έβρο, απέφυγε να καταδικάσει τα pushbacks -παρότι ρωτήθηκε σχετικά-, επέμεινε στο σκάνδαλο των υποκλοπών και στη θεσμική διολίσθηση, ξεκαθάρισε ότι αν εκλεγεί θα σεβαστεί τις αμυντικές συμβάσεις της χώρας, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι μετά τις εκλογές «αλλάζουν τα πράγματα», αναφορικά με το σενάριο της προοδευτικής διακυβέρνησης.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης απέφυγε για ακόμη μία φορά να ξεκαθαρίσει τη θέση του για μετεκλογική συνεργασία είτε με τη ΝΔ, είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, προτιμώντας να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα. Άφησε αιχμές εναντίον τόσο του Μητσοτάκη όσο και του Τσίπρα, συμπλήρωσε ότι δεν εμπιστεύεται το πολιτικό σύστημα για την υπόθεση των υποκλοπών, ζήτημα το οποίο τον αφορά και προσωπικά, ωστόσο όταν ρωτήθηκε αν πρέπει να αντιμετωπίσει ποινικές ευθύνες ο κ. Μητσοτάκης, δεν απάντησε με αμεσότητα.
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας ζορίστηκε σε διάφορες ερωτήσεις, ξέφυγε πολλές φορές από το χρονικό περιθώριο των απαντήσεων, υπογράμμισε ότι δεν σκοπεύει να απαντήσει θετικά στην πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για προοδευτική διακυβέρνηση (την αποκάλεσε «μούφα προοδευτική διακυβέρνηση»), ενώ πρόσθεσε ότι το ΚΚΕ δεν έχει αρνηθεί τον έλεγχο των οικονομικών του και ότι το μόνο που δεν δέχονται στον Περισσό είναι την καταγραφή των προσωπικών δεδομένων όσων παίρνουν κουπόνια του κόμματος για οικονομική ενίσχυση.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης κινήθηκε σχετικά άνετα στις ερωτήσεις, ωστόσο δεν ήταν λίγες οι φορές που κλήθηκε να διευκρινίσει στοιχεία και προτάσεις του προγράμματός του, όπως για το σχέδιο «Δήμητρα», όπου ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για ψηφιακό σύστημα πληρωμών και όχι τελικά για παράλληλο νόμισμα. Ανάλογες διευκρινήσεις κλήθηκε να δώσει και για κάποια θέματα που μας πήγαν πάλι πίσω στη διαπραγμάτευση του 2015, ενώ δεν έκλεισε την πόρτα στην προοδευτική διακυβέρνηση, παρότι άφησε αιχμές για τους επικεφαλής και των δύο μεγάλων κομμάτων.
Ο Κυριάκος Βελόπουλος κέρδισε πολλά σχόλια και προβολή στα social media για την «Παναγιά-γκέισα», άσκησε κριτική προς όλους, αξιοποίησε στο έπακρο κάθε πρόταση από τα πολιτικά εγχειρίδια της alt-right για το πώς κερδίζεις τις εντυπώσεις με άφθονο λαϊκισμό, επίκληση στο συναίσθημα και τον εθνοπατριωτισμό. Όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί μπήκαν λίγο-πολύ σε αυτό το τριπάκι του λαϊκισμού, ας είμαστε ειλικρινείς, ωστόσο ο επικεφαλής της Ελληνικής Λύσης το «τερμάτισε».
Το ντιμπέιτ ήταν συνολικά ανούσιο κι αδιάφορο. Και σε αυτό οι ευθύνες είναι ευρύτερες, καθώς όλοι με τον τρόπο τους έβαλαν το λιθαράκι τους. Καμία κουβέντα για τη στεγαστική κρίση, για την εργασιακή φτώχεια, για την οικονομική κρίση και τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας, για τα ζητήματα φύλου και ταυτότητας. Όπως επίσης ήταν και απογοητευτικό σε πολλές περιπτώσεις, όταν στην τελευταία ενότητα, για τη νέα γενιά, όπου αποκαλύφτηκε η πλήρης έλλειψη ρεαλιστικών προτάσεων τόσο για τους χιλιάδες συμπολίτες μας που έχουν φύγει από τη χώρα τα τελευταία χρόνια και πονάει η ψυχή τους γι’αυτό, όσο και για όσους έχουν μείνει πείσει πίσω και «ματώνουν», βλέποντας το ταβάνι των ονείρων τους να χαμηλώνει απότομα.
Η επιλογή της ψήφου είναι δύσκολη υπόθεση. Πάντα ήταν, όμως τώρα, με όσα έχουμε περάσει ως κοινωνία τα τελευταία 15 χρόνια, είναι ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση.