Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας;
Πολλά είναι τα ερωτήματα και τα διλήμματα για την προεκλογική στρατηγική, με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να καλείται να ισορροπήσει και να προχωρήσει μέσα σε μια κινούμενη άμμο.
-
19.09.2022 Δημήτρης Ραπίδης
«Σε κάθε άλλη χώρα θα είχαμε την παραίτηση του πρωθυπουργού και την αντικατάστασή του. Δεν θα με συνέφερε εμένα αυτό. Εγώ θέλω να πάω σε εκλογές έχοντας τον κ. Μητσοτάκη απέναντί μου, ως πολιτικό μου αντίπαλο», τόνισε μεταξύ άλλων ο Αλέξης Τσίπρας στην χθεσινή συνέντευξη Τύπου της 86ης ΔΕΘ.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει αποδείξει πολλές φορές αυτά τα χρόνια, ήδη από την περίοδο της διακυβέρνησής του, ότι έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, στη ρητορική του δεινότητα και το πρόγραμμά του. Δεν έχει διστάσει ποτέ να προσκαλέσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε debate, νιώθοντας πάντοτε έτοιμος να κατατροπώσει τον πολιτικό του αντίπαλο live, από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Όσο, μάλιστα, δεν πραγματοποιείται αυτό το περιβόητο debate, τόσο μεγαλώνει η ανυπομονησία όλων μας να δούμε τους δύο πολιτικούς να μάχονται ο ένας απέναντι στον άλλο, να δούμε τη γλώσσα του σώματος, την ενέργεια που βγάζουν, το βλέμμα τους, όσα θα πουν και τον τρόπο με τον οποίο θα τα πουν. Να δούμε, τελικά, ποιος «έχει» τον άλλο και ποιος μπορεί να κερδίσει και την ουσία και τις εντυπώσεις.
Μέχρι να γίνει όμως αυτό το debate, αν ποτέ γίνει, οι δύο πολιτικοί άνδρες θα συνεχίζουν να προσπαθούν να πείσουν το εκλογικό ακροατήριο ότι το δικό τους πρόγραμμα είναι το καλύτερο, ότι είναι εκείνο που θα πάει τη χώρα και την κοινωνία μπροστά, για να κερδίσουν στις επόμενες εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη ΝΔ να χάνει δυνάμεις, ωστόσο συνεχίζει να διατηρεί μια σημαντική διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που δεν καλύπτεται εύκολα. Το επόμενο διάστημα αναμένεται να σημαδευτεί από μια οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση για να πειστεί το κρίσιμο εκείνο τμήμα του εκλογικού σώματος που θα καλύψει ή θα ανοίξει την ψαλίδα των δύο μεγάλων κομμάτων και θα στηρίξει ή θα απορρίψει την κυβερνητική πρόταση της μίας ή της άλλης πλευράς.
Σε αυτούς τους μήνες μέχρι τις εκλογές, με απώτερο ορίζοντα το τέλος της άνοιξης του 2023, ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να αλλάξει πολλά αν θέλει να διεκδικήσει τη νίκη και τη δημιουργία μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, όπως ο ίδιος την ονομάζει. Οι αλλαγές αυτές δεν αφορούν τόσο στο πρόγραμμα, το οποίο σε γενικές γραμμές, όπως παρουσιάστηκε το περασμένο διήμερο στη Θεσσαλονίκη, μπορεί να πείσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και να συσπειρώσει ένα εκλογικό ακροατήριο απογοητευμένο από την κυβερνητική πολιτική, όσο με τον τρόπο και τα εργαλεία με τα οποία το πρόγραμμα αυτό θα φτάσει στην κοινωνία.
Η εμπειρία αυτών των τριών χρόνων διακυβέρνησης της ΝΔ έχει αποδείξει ότι ο τοξικός λόγος δεν πείθει τους εκλογείς. Τα δήθεν πιασάρικα, αντιπολιτευτικά «τσιτάτα» και η πόλωση επί παντός επιστητού δεν αποδίδουν όπως απέδιδαν παλαιότερα, αντίθετα οδηγούν σε παλινωδίες, μπερδεύουν την κοινωνία και μάλιστα ευνοούν την ανάδειξη στελεχών που δεν αρέσουν σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία με ατυχείς δηλώσεις τους καθηλώνουν τα ποσοστά του κόμματος και θολώνουν τα πολιτικά μηνύματα που θα μπορούσαν να συσπειρώσουν τους πολίτες.
Η συνεχής, επίσης, αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων δεν βοηθά την αξιωματική αντιπολίτευση, ειδικά από τη στιγμή που δεν μπορούν τα στελέχη της να επαληθεύσουν τις όποιες αιτιάσεις τους. Η αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων ήταν αποδεδειγμένα σωστή το 2014 και το 2015, όχι όμως το 2019 όπου οι εκτιμήσεις και προβλέψεις των περισσότερων εταιριών επαληθεύτηκαν, οπότε κανείς σήμερα, πέραν του εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν «ακούει» αυτές τις αιτιάσεις.
Ένα μεγάλο ακόμα ερώτημα είναι ποια στρατηγική θα ακολουθήσει ο Αλέξης Τσίπρας για να καταφέρει να διεισδύσει στο κρίσιμο εκείνο τμήμα των ψηφοφόρων που βρίσκονται μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, των λεγόμενων «κεντρώων ψηφοφόρων», πως θα τραβήξει πίσω το μεγαλύτερο μέρος των «απωλειών» προς το ΜέΡΑ25 και, επίσης, πως θα καταφέρει να στείλει το μήνυμα στη νεολαία και στο πιο ριζοσπαστικό τμήμα της κοινωνίας ότι δεν αποτελεί απλά το μη χείρον βέλτιστον σε σύγκριση με τον Μητσοτάκη, μια ήπια αλλαγή σκυτάλης δηλαδή στη διακυβέρνηση του τόπου, αλλά μια επιλογή που μπορεί πραγματικά να φέρει αλλαγές σε νοοτροπίες και πολιτικές.
Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα προσκλήσεων, ένα ακόμη ζήτημα το οποίο μπαίνει στην ημερήσια προεκλογική ατζέντα της Κουμουνδούρου είναι εκείνο της απόδοσης του άμεσου πολιτικού αντιπάλου το επόμενο διάστημα. Η ΝΔ ξεκινάει την «επιχείρηση συσπείρωσης» από σαφώς καλύτερη αφετηρία σε σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ, λαμβάνοντας ως βάση είτε τα αποτελέσματα των εκλογών του 2019, είτε τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Η ζημιά από το σκάνδαλο των υποκλοπών είναι μεγάλη, αλλά μπορεί να γίνει διαχειρίσιμη από την κυβέρνηση, ειδικά αν καταφέρει ο πρωθυπουργός να αλλάξει την ατζέντα και να πάει τη συζήτηση – πάντα με τη στήριξη των ΜΜΕ – σε άλλα πεδία που μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα.
Πολλά είναι, λοιπόν, τα ερωτήματα και τα διλήμματα για την προεκλογική στρατηγική το αμέσως επόμενο διάστημα, με τον Αλέξη Τσίπρα να καλείται να ισορροπήσει και να προχωρήσει μέσα σε μια κινούμενη άμμο. Ήττα στις εθνικές εκλογές, η 4η κατά σειρά ήττα σε εκλογική αναμέτρηση από το 2019, θα αποτελέσει καίριο χτύπημα και για τον ίδιο προσωπικά και θα θέσει αναπόφευκτα για ένα δημοκρατικό κόμμα και ζήτημα ηγεσίας για την επόμενη μέρα.