ΕΡΕΥΝΑ ROSA
Το ποδόσφαιρο ως μέσο κοινωνικής ένταξης και αλληλεγγύης
Με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ, στο rosa.gr μιλήσαμε με ανθρώπους που καταφέρνουν και αναδεικνύουν μέσα από το έργο τους τις κοινωνικές διαστάσεις του ποδοσφαίρου και επαληθεύουν ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι, ότι «it is more than a game», όπως μας λένε. Ανταπόκριση από το Λονδίνο.
-
02.12.2022 Δημήτρης Ραπίδης

Με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ, στο rosa.gr μιλήσαμε με ανθρώπους που καταφέρνουν και αναδεικνύουν μέσα από το έργο τους τις κοινωνικές διαστάσεις του ποδοσφαίρου και επαληθεύουν ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι, ότι «it is more than a game», όπως μας λένε. Ανταπόκριση από το Λονδίνο.
-
02.12.2022 Δημήτρης Ραπίδης
Όταν, το 2015, η FIFA πήρε τελικά την απόφαση ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022 θα διεξαγόταν χειμώνα για να «προστατεύσει την ασφάλεια των παικτών και των οπαδών», όπως σημείωσαν τότε στελέχη της διοικούσας επιτροπής στη Ζυρίχη της Ελβετίας, επιβεβαίωσε αυτό που όλοι όσοι παρακολουθούν στενά το ποδόσφαιρο γνώριζαν ήδη: μία από τις βασικές προϋποθέσεις της υποψηφιότητας, η θερινή ημερομηνία έναρξης, ήταν αβάσιμη. Η εθνική ομάδα του Κατάρ δεν είχε προκριθεί ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, το εγχώριο πρωτάθλημα ήταν από εντελώς αδιάφορο ως προβληματικό και μεγάλο μέρος της ποδοσφαιρικής υποδομής της χώρας έπρεπε να κατασκευαστεί από το μηδέν, ένα εγχείρημα που άφησε πίσω χιλιάδες εργάτες νεκρούς ή σοβαρά τραυματισμένους. Ακόμα και ο Ζεπ Μπλάτερ, ένας άνθρωπος που δεν φημίζεται για την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, παραδέχτηκε ότι το τουρνουά στο Κατάρ ήταν «λάθος» και «κακή επιλογή», αν και όχι, κατά τη γνώμη του, λόγω των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας, αλλά επειδή «το ποδόσφαιρο και το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι πολύ μεγάλα» για το μικροσκοπικό εμιράτο.
Αν οι αντιδράσεις για το φετινό Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν ακόμη πιο έντονες σε σχέση με το προηγούμενο πριν τέσσερα χρόνια στη Ρωσία, αυτό οφείλεται σε ένα βαθμό στο γεγονός ότι η FIFA δεν μπόρεσε ποτέ να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο σκεπτικό για την επιλογή του Κατάρ που να μην έχει οικονομικές προεκτάσεις. Παρά τις τακτικές οχλήσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων κι αρκετά δημοσιεύματα πριν ακόμη «ξηλωθεί» το εκτελεστικό όργανο της FIFA, το Κατάρ κέρδισε αρχικά την υποψηφιότητά του με την υπόσχεση ότι ο κλιματισμός στα γήπεδα θα επιτρέψει τη διεξαγωγή του τουρνουά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι παίκτες και φίλαθλοι θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται έξω σε θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών Κελσίου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τους αγώνες.
Το «ξέπλυμα του αιώνα» και η «ντροπή του ποδοσφαίρου»
Ναι, και για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου από τη Ρωσία υπήρξαν αντιδράσεις, ειδικά μετά την ψήφιση από τη ρωσική Βουλή μίας ντροπιαστικής, ομοφοβικής νομοθεσίας το 2013, την έναρξη του πολέμου στο Ντονμπάς και την προσάρτηση της Κριμαίας τον επόμενο χρόνο, ωστόσο η FIFA κατάφερε τουλάχιστον να διατηρήσει μια μίνιμουμ αθλητική λογική στην απόφασή της. Η Ρωσία είχε συμβάλει στην παραγωγή σπουδαίων ομάδων σε διεθνές επίπεδο ως μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, φτάνοντας σε έναν ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και σε τρεις προημιτελικούς, είχε ένα εγχώριο πρωτάθλημα με μεγάλη προσέλευση και είχε ήδη δείξει ότι μπορούσε να φιλοξενήσει ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια γεγονότα του ποδοσφαίρου, μετά τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 2008 που διεξήχθη στη Μόσχα. «Αυτές οι προϋποθέσεις, οι καθαρά ‘ποδοσφαιρικές’ και οργανωτικές προϋποθέσεις, δεν υπήρχαν στην περίπτωση του Κατάρ, και μαζί με αυτές είχαμε και τις κλιματολογικές συνθήκες, είχαμε το αυταρχικό καθεστώς και τη δίωξη των ΛΟΑΤΚΙ+, με τις γυναίκες να βρίσκονται στο περιθώριο. Μετά προέκυψαν και οι θάνατοι χιλιάδων εργαζόμενων μεταναστών. Βγήκε και το ντοκιμαντέρ του Neflix έπειτα από το πλήθος των αποκαλύψεων από ΜΜΕ, όπως ο Guardian. Ε, τι άλλο να πούμε πια;», λέει στο rosa.gr ο Φιλ Σάιζλ, οπαδός της Άρσεναλ, ένας από τους πολλούς Βρετανούς που στέκονται κριτικά απέναντι στη φετινή διοργάνωση από το Κατάρ.
«Το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ δεν είναι τόσο εξαιρετικό όσο φαίνεται, όπως μας λέει η FIFIA. Ας το παραδεχτούμε. Τα καταπιεστικά καθεστώτα χρησιμοποιούν εδώ και δεκαετίες το τουρνουά για να βελτιώσουν την εικόνα τους, καθώς η χρυσή λάμψη του τροπαίου θαμπώνει προσωρινά όσους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό βλέπουν την αδικία, τη σκληρότητα και την κακομεταχείριση», προσθέτει ο Φιλ, φέρνοντας στη συζήτηση και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, όταν ο φασίστας Μπενίτο Μουσολίνι χρησιμοποίησε το τουρνουά για να «ξεπλύνει»το φασισμό, αλλά και το τουρνουά του 1978 στην Αργεντινή, την εποχή που η στρατιωτική χούντα του Βιντέλα δολοφονούσε δεκάδες χιλιάδες πολίτες της χώρας. «Η FIFA έδωσε το ‘πράσινο φως’ και στη Ρώμη και στο Μπουένος Άιρες, γνωρίζοντας τι ακριβώς συνέβαινε και στις δύο χώρες. Πόσο ντροπιαστικό είναι αυτό; Αυτό ακριβώς κάνει και τώρα. Αν δεν είναι αυτό το τουρνουά το ‘ξέπλυμα του αιώνα’, τότε ποιο είναι;», αναρωτιέται.
Ο Φιλ εργάζεται στην οργάνωση Shelter στο Λονδίνο, η οποία δραστηριοποιείται στο ζήτημα της αστεγίας, και τον ελεύθερο χρόνο του βρίσκεται στο γήπεδο, κοντά την αγαπημένη του Άρσεναλ, αλλά και σε πρωτοβουλίες για τη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων μέσα από τις τράπεζες τροφίμων (food banks), που «φυτρώνουν» σαν τα μανιτάρια στην βρετανική επικράτεια, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Όλο και περισσότερος κόσμος καταφεύγει σε τράπεζες τροφίμων γιατί δεν μπορεί να πληρώσει τα απαραίτητα, δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στα βασικά τρόφιμα. Η φτώχεια δυναμώνει καθημερινά, με την όλη κατάσταση να κορυφώνεται ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία», προσθέτει στο rosa.gr.
Πώς συνδέεται όμως το ποδόσφαιρο με το ζήτημα της αστεγίας και τις τράπεζες τροφίμων; «Κι όμως συνδέεται», θα μας πει. «Το ποδόσφαιρο έχει βαθιά κοινωνικές διαστάσεις, επηρεάζει τις τοπικές κοινότητες, δίνει δύναμη σε ανθρώπους που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Μακριά από την ‘ντροπή του ποδοσφαίρου’ που διεξάγεται στο Κατάρ, το ποδόσφαιρο διαμορφώνει ένα αίσθημα ταυτότητας. Εμείς που βρισκόμαστε σήμερα εδώ και δίνουμε στήριξη για στέγη και τροφή σε συνανθρώπους μας, αύριο θα παρακολουθήσουμε ένα παιχνίδι μαζί, θα παίξουμε μπάλα μαζί, θα πάμε στο γήπεδο, θα πιέσουμε την ομάδα μας να δώσει πρόσβαση σε όσους έχουν ανάγκη για να δουν από κοντά τους παίκτες που θαυμάζουν μέσα από την τηλεόραση. Χτίζονται έτσι σχέσεις», υπογραμμίζει ο Φιλ.

Η επιρροή των Εργατικών στη ανάδειξη των κοινωνικών διαστάσεων του ποδοσφαίρου
Μετά την εκλογή της κυβέρνησης των Εργατικών το 1997, το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές διαστάσεις του αθλητισμού, ιδίως του ποδοσφαίρου, αυξήθηκε. Πολλά προγράμματα με επίκεντρο τις τοπικές κοινότητες χρηματοδοτήθηκαν από την κυβέρνηση και τους δήμους, που στόχευαν πλέον στην αξιοποίηση του ποδοσφαίρου για την επίτευξη κοινωνικών στόχων. «Το έργο της πρώτης κυβέρνησης Τόνι Μπλερ στο πεδίο αυτό ήταν σημαντικό, καθοριστικό θα λέγαμε», σημειώνει στο rosa.gr ο Τζακ Νιούτον, κοινωνιολόγος, οπαδός της Τότεναμ, που εργαζόταν για χρόνια σε προγράμματα του Ανατολικού Λονδίνου που αφορούσαν τη σύνδεση ποδοσφαίρου και τοπικής κοινωνίας. «Είχα την τύχη να συμμετάσχω σε προγράμματα χρηματοδότησης της κυβέρνησης, μέσω του Football Task Force και του Supporters Direct, μέσα από τα οποία το ποδόσφαιρο αξιοποιήθηκε για να ‘τραβήξει’ νέα παιδιά μακριά από την εγκληματικότητα ή την αντικοινωνική συμπεριφορά, παιδιά κυρίως που προέρχονταν από αδύναμα οικονομικά στρώματα και ΄τραυματισμένες΄ οικογένειες». Τα προγράμματα αυτά ενθάρρυνα την εκπαίδευση, την προώθηση μίας συμμετοχικής συμπεριφοράς και την στήριξη της κοινωνικής συνοχής, με τον Τζακ να προσθέτει ότι «σήμερα δυστυχώς, οι κυβερνήσεις των Τόρις περιόρισαν πολλά εργαλεία χρηματοδότησης και αξιολόγησης, με ιδιωτικές πρωτοβουλίες, κάποιους δήμους με προοδευτικές πολιτικές ηγεσίες και συλλογικότητες να ‘τραβούν κουπί’ πλέον. Δεν υπάρχει δηλαδή μία κεντρικά κατευθυνόμενη πολιτική, όπως υπήρχε παλαιότερα».
Στη Μεγάλη Βρετανία, κατά τη δεκαετία του 1980 και στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, όταν οι συνέπειες των πολιτικών της Μάργκαρετ Θάτσερ είχαν αποτυπωθεί με τον πλέον σκληρό τρόπο για ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το ποδόσφαιρο εξεταζόταν σχεδόν αποκλειστικά από το πρίσμα της δυναμικής του στη δημιουργία θέσεων εργασίας, με τα πρώτα σημάδια της ακραίας εμπορευματοποίησης να κάνουν τότε την εμφάνισή τους. Με την Επιτροπή για την Ανάπτυξη του Αθλητισμού, που συστήθηκε το 1998, το ποδόσφαιρο ξεκίνησε να μπαίνει και σε νέα πεδία πολιτικής, να αναλύεται η πολυποίκιλη διάστασή του και να αναδεικνύεται ο ευεργετικός του χαρακτήρας στην ψυχική υγεία και τις πολιτικές ενσωμάτωσης, στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, καθώς και στην καταπολέμηση όχι μόνο της φτώχειας, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και της αντίληψης της φτώχειας ως κοινωνικού φαινομένου. «Πλέον πολλοί άνθρωποι που πράγματι ήταν φτωχοί εισοδηματικά, βγήκαν από το σπίτι τους και τη μοναξιά τους, μοιράστηκαν το πρόβλημά τους με άλλους γείτονες και συντοπίτες τους, το πρόβλημα έγινε κοινό τόσο στην αντίληψη, στο πώς το αντιλαμβανόμαστε δηλαδή, όσο και στο πώς το αντιμετωπίζουμε, όχι πλέον κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας, αλλά μέσα στο γήπεδο, μέσα στη κοινότητα, μέσα στο παιχνίδι», τονίζει ο Τζακ. «Παράλληλα», σημειώνει, «το ποδόσφαιρο επεκτάθηκε και σε σφαίρες που είναι δύσκολο να προσεγγιστούν μέσα από παραδοσιακές πολιτικές δραστηριότητες, όπως ήταν για παράδειγμα η συμμετοχή σε μία πορεία, σε μία κινητοποίηση ή η παρουσία σε μία ομιλία ενός πολιτικού προσώπου, αλλά βρήκε χώρο μέσα από το γήπεδο και το παιχνίδι, με τους ανθρώπους να ανταλλάσσουν τις θέσεις και τις απόψεις τους για την πολιτική και την κοινωνική δράση παίζοντας μπάλα».
«Το ποδόσφαιρο είναι μέσο κοινωνικής κινητικότητας»
Ο αντίκτυπος της πανδημίας στο Λονδίνο, κυρίως στα υποβαθμισμένα προάστια, υπήρξε σημαντικός, με τις συνέπειες της καραντίνας, της απότομης αλλαγής του εργασιακού τοπίου, της έκρηξης της στεγαστικής κρίσης και τώρα της ακρίβειας να είναι ορατές. Για πολλούς έφηβους και νέους, οι δυσκολίες προσαρμογής σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν και παραμένουν ανυπέρβλητες. «Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ταραχώδη, με τους νέους να περνούν μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός σχολείου», δηλώνει στο rosa.gr ο Τζέιμς Ριβς, υπεύθυνος ανάπτυξης στην οργάνωση Football Beyond Borders.

«Όσοι ασχολούνται με την εκπαίδευση έχουν εργαστεί ακούραστα για να διασφαλίσουν ότι οι νέοι παρακολουθούν το σχολείο κι ότι έχουν πρόσβαση στη μάθηση, ακόμα κι όταν τα σχολεία ήταν κλειστά. Αν η πανδημία του κορονοϊού μας δίδαξε κάτι, είναι ότι τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν σχολείο και ότι η εκπαίδευση είναι το κλειδί για την ανάπτυξή τους», προσθέτει ο Τζέιμς.
Η οργάνωση συνεργάζεται με δασκάλους και προπονητές ποδοσφαίρου, με εξωτερικούς συμβούλους και επαγγελματίες του χώρου για να καταφέρει να φέρει τους νέους κοντά στο σχολείο και τη γνώση μέσα από το ποδόσφαιρο. «Συνεργαζόμαστε με παιδιά από κοινωνικά και οικονομικά αδύναμες περιοχές, όχι μόνο στο Λονδίνο, αλλά και σε άλλα μέρη της Αγγλίας, όπως το Μάντσεστερ για παράδειγμα, τα οποία είναι παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, αλλά δεν θέλουν να πηγαίνουν στο σχολείο και να παρακολουθούν τα μαθήματα. Εμείς θέλουμε να τους βοηθήσουμε να τελειώσουν το σχολείο με τις δεξιότητες και τους βαθμούς που χρειάζονται για μια επιτυχημένη μετάβαση στην ενήλικη ζωή. Αυτό το πετυχαίνουμε παρέχοντας μακροπρόθεσμη, εντατική υποστήριξη, η οποία βασίζεται στο ποδόσφαιρο, στις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα από αυτό, το χώρο και χρόνο για αλληλεπίδραση και επικοινωνία που δίνει το άθλημα», μας λέει ο Τζέιμς.
Τα στοιχεία είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά μέχρι τώρα. Όπως αναφέρεται στην ετήσια έκθεση της οργάνωσης, σε σύνολο 2.000 παιδιών που συμμετέχουν στα προγράμματα του Football Beyond Borders, το 95% περνά την τάξη στο σχολείο και προχωρά στην επόμενη τάξη, με το ποσοστό των μαθητών που δυσκολεύονται στα δύο πιο κομβικά μαθήματα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αγγλική γλώσσα και τα μαθηματικά, να πέφτει σημαντικά. «Φέτος, για παράδειγμα, μόλις το 7% των νέων που δεν πέρασαν την τάξη τους κατέγραψαν καλές επιδόσεις στα αγγλικά και τα μαθηματικά, πράγμα που σημαίνει ότι με λίγη περισσότερη προσπάθεια και στα υπόλοιπα μαθήματα, θα καταφέρουν να περάσουν την τάξη και σε αρκετά μαθήματα να καταγράψουν και καλύτερες επιδόσεις», τονίζει ο Τζέιμς. «Είμαστε ανήσυχοι για το πού πηγαίνει η κατάσταση συνολικά, με τις οικονομικές δυσκολίες, την ακρίβεια, τον πληθωρισμό, ωστόσο είμαστε αισιόδοξοι για το έργο του οργανισμού. Το ποδόσφαιρο μπορεί να ματασχηματίσει τους ανθρώπους, να τους αλλάξει προς το καλύτερο. Ας κρατήσουμε αυτό ως αισιόδοξο μήνυμα για τη συνέχεια κι ας συνεχίσουμε την προσπάθειά μας».