
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «απέπεμψαν» ήδη τον Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτό δεν είναι αφορμή για πανηγυρισμούς αλλά μάλλον για σοβαρό προβληματισμό.
Του Κώστα Αργυρού
H χαρά ήρθε και αντάμωσε τον σαρκασμό, επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ εξορίστηκε από το twitter και το facebook. Θαρρείς και κάποιοι ηρέμησαν πια ότι αποκαταστάθηκε οριστικά η δημοκρατία, που τόσα χρόνια κινδύνευε από τα τιτιβίσματα και τις αναρτήσεις του προέδρου. Για μια στιγμή όμως. Τώρα που ο Τραμπ αποχωρεί αποφάσισαν οι κολοσσοί των κοινωνικών δικτύων να του δείξουν τα δόντια τους; Θα πείτε ειδικά το twitter είχε επανειλλημένα αμφισβητήσει την αξιοπιστία των λεγομένων του. Τώρα απλώς ξεχείλισε το ποτήρι. Αλλά τόσα χρόνια που χυνόταν το δηλητήριο, γιατί δεν αντέδρασε ανάλογα;
Είναι ακριβώς αυτή η εξέλιξη, που θέτει κάποια σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα της «ηλεκτρονικής μας δημοκρατίας». Η περίπτωση Τραμπ αποτελεί μια ακόμα ακρότητα ενός φαινομένου, που μας λέει ότι ο δημόσιος διάλογος έχει μεταφερθεί κατά ένα μεγάλο μέρος του σε φηφιακές πλατφόρμες, οι οποίες δεν γεννήθηκαν για να υπηρετήσουν τη δημοκρατία, αλλά για να αποφέρουν κέρδη στους «εφευρέτες» τους. Εχουμε μάλιστα να κάνουμε με ένα διάλογο, που είτε για τεχνικούς, είτε για λόγους ταχύτητας περιορίζεται σε μερικές δεκάδες το πολύ λέξεις. Το αποτέλεσμα είναι να βγαίνουν στον αφρό οι «λιγόλογοι», που όμως γνωρίζουν πώς να προκαλούν. Και ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος ήταν από τους μαέστρους σε αυτό τον τομέα. Για να αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι οτιδήποτε «ανεβαίνει» στο διαδίκτυο είναι απολύτως καταγράψιμο και ελέγξιμο.
Το ερώτημα λοιπόν είναι καταλυτικό: Σήμερα μπορεί η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών παγκοσμίως να συμφωνεί ότι «καλά του έκαναν». Ποιός όμως μας εξασφαλίζει ότι αύριο οι «διοικητές» αυτών των μέσων δεν θα αποκλείσουν κάποιον άλλο πολιτικό ή εκπρόσωπο μιας οργάνωσης ή ενός κινήματος, επειδή θα θεωρούν ότι ο λόγος του δεν τους αρέσει; Τι αύριο δηλαδή; Αφού αυτό έχει ήδη συμβεί. Εχουμε δει μάλιστα ότι τα κριτήρια ανά χώρα για το ποιός διορίζεται «ελεγκτής της αλήθειας» δεν είναι και τόσο αξιοκρατικά.
Με άλλα λόγια. Εχουν οι σημερινές μας κοινωνίες αναθέσει την «προστασία της αλήθειας» σε κάποιες ιδιωτικές εταιρίες, οι οποίες απλώς δηλώνουν ότι έχουν καλή προαίρεση;
Η κατάσταση όμως γίνεται ακόμα πιο προβληματική. Ακούω συχνά πολιτικούς να εξυμνούν τη δύναμη των κοινωνικών δικτύων και να μας καλούν να συντονίσουμε την δράση μας μέσα από αυτά, για να αντισταθούμε σε αντιλαϊκά, αντιδημοκρατικά, αντιδραστικά μέτρα, στο νεοφιλελευθερισμό γενικώς και πάει λέγοντας. Ειδικά στο χώρο της «Αριστεράς» βλέπω να πυκνώνουν αφελώς οι γραμμές εκείνων, που πιστεύουν ότι μπορεί να μετατρέψουν τα κοινωνικά δίκτυα σε επαναστατικό εργαλείο, για να εξισορροπήσουν αφενός την έλλειψη πρόσβασης στα παραδοσιακά ΜΜΕ, αλλά και τη δυσκολία άμεσης, πρόσωπο με πρόσωπο επαφής με τους πολίτες. Και αυτό όχι μόνο τώρα εν μέσω πανδημίας. Η ψευδαίσθηση αυτή αποκτά πλέον επικίνδυνες διαστάσεις. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι χρήσιμα και ενίοτε και διασκεδαστικά. Αλλά είναι αστείο να τα θεωρούν κάποιοι «πυλώνες της δημοκρατίας» ή «εργαλεία ανατροπής του κατεστημένου».
Η «Δημοκρατία των τιτιβισμάτων» μπορεί να βολεύει κάποιους ακραίους να εκφράσουν δημόσια απόψεις, που αλλιώς ίσως να παρέμεναν και περιθωριακές. Μπορεί για κάποιους να «έχει πλάκα». Αλλά όποιος πιστεύει ότι η δημοκρατία του μέλλοντος θα στηρίζεται σε τιτιβίσματα, χαμογελαστές φατσούλες, και υψωμένους αντίχειρες μάλλον ευνοεί τα σχέδια εκείνων, που θέλουν να την μετατρέψουν σε μια ανούσια γραφικότητα.