
Η τρέχουσα πανδημία είναι το πρώτο παγκόσμιο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Με το «παγκόσμιο» εννοώ ότι έχει επηρεάσει σχεδόν όλους μας, ανεξάρτητα από τη χώρα διαμονής ή την κοινωνική τάξη. Όταν τελειώσει πλήρως αυτή η ιστορία και είμαστε ζωντανοί, θα συναντάμε φίλους από οποιαδήποτε άλλη γωνιά του κόσμου και όλοι θα έχουμε τις ίδιες ιστορίες και τα ίδια συναισθήματα για να μοιραστούμε: Φόβο, ανασφάλεια, απομόνωση, χαμένες δουλειές και μισθοί, κυβερνητικοί περιορισμοί και μάσκες προσώπου. Κανένα άλλο γεγονός δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που συμβαίνει σήμερα, ίσως μόνο σε κάποιο βαθμό οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι.
Πολλοί νέοι μπορεί να διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ τη δεκαετία του 1960, αλλά οι περισσότεροι δεν ένιωσαν καμία από τις επιπτώσεις του. Οι άνθρωποι ήταν εξοργισμένοι με την πολιορκία του Σεράγεβο τη δεκαετία του 1990, τον βομβαρδισμό της Γάζας ή του Ιράκ, το «σοκ και δέος» του Μπους. Αλλά για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας η οργή αυτή δεν άλλαξε καθόλου την καθημερινή μας ρουτίνα. Δεν είχαμε ιστορίες να μοιραστούμε με τους κατοίκους του Σεράγεβο, της Γάζας ή της Βαγδάτης, δεν είχαμε τίποτα κοινό για αυτά τα μεγάλα γεγονότα που συγκλόνισαν και στιγμάτισαν κάποιες χώρες και τις κοινωνίες τους.
Ο κορονοϊός, αντίθετα, θα μπει στα βιβλία ιστορίας ως το πρώτο πραγματικά παγκόσμιο γεγονός χάρη στην τεχνολογική μας ανάπτυξη. Όχι μόνο είμαστε σε θέση να επικοινωνούμε με ολόκληρο τον κόσμο, αλλά μπορούμε να παρακολουθούμε, σε πραγματικό χρόνο, τι συμβαίνει σχεδόν παντού. Όσο ανησυχητικό μπορεί να ακούγεται, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τεχνολογία και η επιστήμη μας οδηγούν μπροστά και παρέχουν τα μοναδικά αξιόπιστα εργαλεία «for good and for bad», όπως λένε οι Αμερικανοί.
Διαβάστε ακόμα: Τηλεργασία και το «δικαίωμα στην αποσύνδεση»
Ωστόσο, αυτό το παγκόσμιο γεγονός είναι επίσης κι ένα περίεργο γεγονός. Απαιτεί τα άτομα να μην αλληλεπιδρούν φυσικά μεταξύ τους. Έτσι αναδεικνύει μια άλλη, νέα διάσταση. Η πρώτη μας «παγκόσμια εκδήλωση» ήταν αυτή που δεν συναντήσαμε ζωντανά, σε πραγματικό χρόνο, άλλους ανθρώπους που έζησαν μέσα από αυτό, έζησαν τις ίδιες εμπειρίες με εμάς. Αυτό ακριβώς ήταν το αίσθημα της φετινής πρωτοχρονιάς.
Η τεχνολογία και η άμεση πρόσβαση σε παγκόσμια ενημέρωση είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η πανδημία είναι διαφορετική από εκείνη του προηγούμενου αιώνα. Οι πληροφορίες δεν μπορούσαν τότε να μεταδοθούν ή να κοινοποιηθούν εύκολα. Μέχρι τη στιγμή που οι άνθρωποι στην Ινδία πέθαιναν από ισπανική γρίπη, η Ευρώπη ανάκαμπτε, αγνόησε ή αδιαφορούσε για τους θανάτους στην Ινδία. Παράλληλα, η Ινδία δεν έμαθε για τους θανάτους στην Ευρώπη έως ότου η πανδημία εισέβαλε στην ίδια. Σήμερα αυτό μας φαίνεται εξωπραγματικό, κι όμως συνέβη πριν από μόλις 100 χρόνια.
Τι θα γίνει με την εργασία;
Τι θα απομείνει, εκτός από τις αναμνήσεις των ανθρώπων, από αυτό το παγκόσμιο γεγονός; Υπάρχουν μόνο λίγα πράγματα που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα. Η πανδημία έχει ήδη επηρεάσει καθοριστικά την εργασία. Ο κορονοϊός επιταχύνει τις εξελίξεις και μας κάνει να συνειδητοποιούμε τις δυνατότητες αποσύνδεσης της εργασίας από τη φυσική μας παρουσία στο χώρο εργασίας. Παρόλο που μετά το τέλος της πανδημίας ένα μέρος των εργαζομένων θα επιστρέψει σε φυσικά γραφεία, σε εργοστάσια και τους χώρους παραγωγής, ένα άλλο σημαντικό μέρος θα δουλεύει από το σπίτι, ή θα μετακινείται σαν «ψηφιακός νομάς». Μια νέα παγκόσμια αγορά εργασίας θα δημιουργηθεί χωρίς την ανάγκη μετανάστευσης.
Σε ορισμένα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας αυτή η αγορά υπάρχει ήδη. Αλλά αυτό το μοντέλο θα διευρυνθεί. Η πανδημία θα είναι ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός για την «κινητικότητα» της εργασίας – μια περίεργη κινητικότητα δηλαδή, όπου οι μεμονωμένοι εργαζόμενοι θα παραμένουν στον τόπο διαμονής τους αλλά θα εργάζονται σε «γραφεία» ή «εργοστάσια» μίλια μακριά.
Έχουμε μπει σε μια νέα περίοδο και θα κριθεί από τις πολιτικές ηγεσίες πόσο γρήγορα, δίκαια και με βιώσιμο τρόπο θα προχωρήσουμε μπροστά, ποιοι θα μείνουν πίσω και πως θα έχουμε πολιτικές που καταπολεμάνε αποτελεσματικά την ανισότητα. Πολλές, απαιτητικές προκλήσεις.
*Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς είναι οικονομολόγος, επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα. Το άρθρο δημοσιεύεται σε συνεργασία με το IPS Journal.