Οι Γερμανοί Πράσινοι τα βάζουν με τους Κινέζους;
Το σενάριο ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός να έχει τους Πράσινους ως βασικό κυβερνητικό εταίρο είναι το πιο πιθανό κι αυτό αναμένεται να επηρεάσει την πολιτική ατζέντα συνολικά, με κυρίαρχο θέμα τις σχέσεις Γερμανίας-Κίνας.
-
07.04.2021 Newsroom
Η γερμανική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με την κακοδιαχείριση της κυβέρνησης Μέρκελ στο ζήτημα της πανδημίας, με το καλοκαίρι να αναμένεται «θερμό» στο επίπεδο των εξελίξεων αναφορικά με την επιδημιολογική εικόνα της μεγαλύτερης χώρας και οικονομίας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Μαζί με το ζήτημα της πανδημίας, οι Γερμανοί έχουν μπροστά τους μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, εκείνη των ομοσπονδιακών εκλογών του Σεπτεμβρίου. Ο σημερινός κυβερνητικός συνασπισμός CDU/CSU και SPD πρόκεται να δεχθεί αναταράξεις και να μην έχουμε ανανέωση αυτής της συμμαχίας στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα. Οι εσωτερικοί κλυδωνισμοί και στους Χριστιανοδημοκράτες και στους Σοσιαλδημοκράτες αναμένεται να επηρεάσουν τη ρητορική των δύο κομμάτων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, με αμφότερες τις πλευρές να αναζητούν μια νέα στρατηγική για το επόμενο διάστημα, αναθεωρώντας ίσως και τις υποχωρήσεις που έχουν κάνει για να συμπορευτούν στην κυβέρνηση.
Η επιβίωση του σημερινού κυβερνητικού ντουέτου εξαρτάται πλέον από την εκλογική απόδοση των Πράσινων, που εδώ και 1,5 τουλάχιστον χρόνο προπορεύονται στην πλειοψηφία των δημοσκοπήσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο και σε πολλά κρατίδια.
Το σενάριο ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός να έχει τους Πράσινους ως βασικό κυβερνητικό εταίρο είναι το πιο πιθανό κι αυτό αναμένεται να επηρεάσει την πολιτική ατζέντα συνολικά. Εάν σε κάποιο επίπεδο διαφαίνονται ήδη οι πρώτες τάσεις, αυτό είναι στην εξωτερική πολιτική και κυρίως στις σχέσεις Γερμανίας-Κίνας, με συνέπειες και στην υπόλοιπη ΕΕ.
Η προσέγγιση της σημερινής κυβέρνησης και η ήπια αντιμετώπιση του κινεζικού παράγοντα σε μια σειρά πολιτικών -από τις επενδύσεις στο εσωτερικό της ΕΕ και τις περιβαλλοντικές πολιτικές μέχρι τα ανθρώπινα δικαιώματα- αναμένεται να αλλάξει. «Οι Πράσινοι είναι το μοναδικό κόμμα στη Γερμανία που με συνέπεια δεν επιδοκιμάζει την προσέγγιση της κυβέρνησης απέναντι στην Κίνα, προσέγγιση η οποία βάζει πάνω από όλα το ζήτημα των επενδύσεων. Οι Πράσινοι ήδη από τη δεκαετία του 1980 θέτουν ως προτεραιότητα το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ένα από τα ιδρυτικά μέλη του κόμματος, την Πέτρα Κέλι, να υπερασπίζεται μεταξύ άλλων τους Θιβετιανούς στη κόντρα με το Πεκίνο» σημειώνει ο Νόα Μπάρκιν με άρθρο του στο Internationale Politik Quarterly.
Ανάλογα κριτική στάση είχε υιοθετήσει το κόμμα και επί ημερών Γιόσκα Φίσερ, όταν ήταν κυβερνητικός εταίρος στην κυβέρνηση Σρέντερ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πιέζοντας για τη μη άρση του εμπάργκο όπλων στην Κίνα, όπως επιδίωκαν οι Σοσιαλδημοκράτες.
Οι Πράσινοι ήταν επίσης το πρώτο κόμμα που δημοσίευσε το 2012 πολιτικό κείμενο με τη στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η γερμανική κυβέρνηση απέναντι στην Κίνα, στο οποίο ασκούσαν κριτική στην πολιτική ηγεσία επειδή έδιναν προτεραιότητα στα συμφέροντα του Πεκίνου στη Γερμανία, αγνοώντας το συλλογικό συμφέρον της ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια το κόμμα «σκλήρυνε» περαιτέρω τη στάση του, πιέζοντας τον περασμένο Δεκέμβριο την καγκελάριο Μέρκελ να μην υπογράψει την συμφωνία ΕΕ-Κίνας για τις επενδύσεις.
«Πολλά στελέχη των Πράσινων τονίζουν ότι η Γερμανία θα πρέπει να κάνει κάποιες θυσίες για να απεξαρτηθεί από την Κίνα και να ενισχύσει την κοινή πολιτική της ΕΕ, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες» προσθέτει ο Μπάρκιν. Μια τέτοια εξέλιξη εναρμονίζεται και με την πολιτική της διοίκησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ, που αναζητά συμμάχους στην ΕΕ για να «στριμώξει» το Πεκίνο και το γιγαντιαίο επενδυτικό του πρότζεκτ με τίτλο «Silk Road», που απλώνεται από την Κεντρική Ασία μέχρι την Ευρώπη κι από τη Μέση Ανατολή και την αραβική Χερσόνησο μέχρι την Κεντρική και Νότια Αφρική. Η ηγεσία Μπάιντεν είναι σε ανοιχτή γραμμή με τους Πράσινους, εκτιμώντας ότι στις γερμανικές εκλογές θα είναι εκείνη η πολιτική δύναμη που θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις και την πορεία της νέας κυβέρνησης.
Μια σκληρή στάση ωστόσο απέναντι στην Κίνα εμπεριέχει και πολλές προκλήσεις και για τη Γερμανία και για την ΕΕ. Οι Πράσινοι δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση η Γερμανία να βρεθεί εν μέσω πυρών στη νέα, μεγάλη γεωπολιτική μάχη που ετοιμάζονται να δώσουν Ουάσινγκτον και Πεκίνο – μια μάχη που έχει ήδη ξεκινήσει επί ημερών Τραμπ και την οποία ο Μπάιντεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να επεκτείνει και να «αναβαθμίσει». Σημαίνοντα στελέχη των Πράσινων, όπως ο Γιούργκεν Τρίτιν, υπογραμμίζουν ότι πρέπει η προσέγγιση απέναντι σε ΗΠΑ και Κίνα από την Γερμανία να διακατέχεται από ρεαλισμό και να παίξει το Βερολίνο τον «νεροκουβαλητή» των ΗΠΑ. Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Τρίτιν έφερε ως παράδειγμα μιας ρεαλιστικής προσέγγισης την θέση των Πράσινων υπέρ μιας στενής συνεργασίας με την Κίνα στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, της τεχνολογίας και του 5G, σε αντίθεση με τη σκληρή στάση της ηγεσίας της Ουάσινγκτον.
Εάν οι Πράσινοι κερδίσουν τις εκλογές ή σημειώσουν ένα υψηλό ποσοστό, ερχόμενοι δεύτεροι, θα χρειαστεί να λάβουν κάποιες δύσκολες αποφάσεις αναφορικά και με τη Huawei, με τη συμφωνία ΕΕ-Κίνας, αλλά και με τους ολυμπιακούς του Πεκίνου το 2022. Η στάση των Πράσινων σε αυτά τα κρίσιμα θέματα θα επηρεάσει θετικά ή αρνητικά και τις πολιτικές για το περιβάλλον, το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα συμφέροντα γερμανικών εταιριών που έχουν σχέσεις με την Κίνα.
Κρίσιμος παράγοντας σε αυτή την εξίσωση θα είναι και το εύρος της ύφεσης της γερμανικής οικονομίας και τα ποσά που θα απαιτηθούν για την αναζωογόνησή της. Με δεδομένα και τα προβλήματα που έχουν ήδη προκύψει με το Ταμείο Ανάκαμψης, ο ρόλος του Πεκίνου ως τροφοδότη της ευρωπαϊκής οικονομίας και αγοράς αναμένεται να είναι ακόμη πιο σημαντικός, ειδικά όσο η ΕΕ δεν μελετά την ιδέα δημόσιων επενδύσεων ευρείας κλίμακας, όπως εκείνων που προχωρά η διοίκηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.