Έχοντας διαβάσει πολλές διχαστικές κριτικές και γίνει μάρτυρας ανελέητου «κραξίματός» του στα social media, αποφάσισα ότι είχε έρθει επιτέλους η ώρα να δω κι εγώ το Beckett.
Το αποθαρρυντικό, ομολογουμένως, τρέιλερ είχε ήδη λειτουργήσει αποτρεπτικά. Ωστόσο όταν έχεις μπροστά σου μια ταινία με τόσο μεγάλα ονόματα στο cast και τους συντελεστές και στην παραγωγή τον Luca Guadagnino, λες δεν μπορεί, δεν γίνεται να είναι τόσο κακή όσο λένε!
Κι η αλήθεια είναι πως όντως δεν είναι. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα της 7ης τέχνης. Σίγουρα όμως δεν της άξιζε το “ξύλο” που έφαγε. Που σε ένα μεγάλο βαθμό φυσικά απορρέει από τη ματαίωση των μεγάλων προσδοκιών που είχε το ελληνικό κοινό από την πρώτη ταινία που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. Το γεγονός ωστόσο ότι δεν είναι αυτό που περιμέναμε ή που θα θέλαμε, δεν την κάνει και αυτομάτως κακή.
Ξεκινάω λοιπόν με αυτά που μου άρεσαν. Βασικό στοίχημα ενός θρίλερ είναι να κρατά αμείωτη στον θεατή την αγωνία για τη συνέχεια. Και ως προς αυτό πετυχαίνει τον στόχο της. Πιάνεις δε τον εαυτό σου να νιώθει ανά στιγμές άγχος για την κατάληξη του πρωταγωνιστή, ενώ ανυπομονείς να φτάσεις στο τέλος προκειμένου να λυθεί επιτέλους το μυστήριο και να αποκαλυφθεί γιατί ένας αθώος, όπως όλα δείχνουν, τουρίστας έχει γίνει στόχος δολοφονίας.
Πολύ προσεγμένη, και ίσως το πιο δυνατό χαρτί της τεχνικά, είναι η φωτογραφία της. Κι εδώ τα credits πάνε στον Ταϊλανδό Sayombhu Mukdeeprom, υποψήφιο για Όσκαρ για τη δουλειά του στο «Call me by your name» του Luca Guadagnino, που κατάφερε μέσα από την κινηματογράφησή του να αιχμαλωτίσει όλη την επιβλητικότητα και την άγρια ομορφιά του τοπίου της ορεινής Ηπείρου.
Στα συν φυσικά και η μουσική του κορυφαίου Ryuichi Sakamoto (Όσκαρ για τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα» του Bertolucci), που δίνει τον ρυθμό και την απαραίτητη έμφαση, εντείνοντας την αγωνία όπου χρειάζεται, συνδέοντας αρμονικά τις σκηνές μεταξύ τους.
Κι ερχόμαστε στα προβληματικά της σημεία, αρχής γενομένης από το cast. Μεγάλα ονόματα, που δυστυχώς δεν είχαν καμία χημεία μεταξύ τους. Το δε ζευγάρι Washington και Vikander -ο ορισμός του αποτυχημένου ταιριάσματος- δεν πείθει ούτε μια στιγμή για τον έρωτά του. Είναι δε τόσο αμήχανο αυτό που βιώνεις βλέποντάς τους μαζί, που σχεδόν ανακουφίζεσαι όταν –spoiler alert!- …………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
η Vikander σκοτώνεται.
Κι εδώ έρχεται για ακόμη μια φορά να επιβεβαιωθεί το «εν αρχή ην ο λόγος». Και εν προκειμένω, το σενάριο. Εδώ λοιπόν το σενάριο έχει προβλήματα και οι διάλογοι δεν είναι καλοδουλεμένοι. Για την ακρίβεια, δεν είναι καν ρεαλιστικοί. Γι’ αυτό και η αρχή της ταινίας, το «ρομαντικό» κομμάτι της όπου σκιαγραφείται η σχέση του ζευγαριού, είναι μακράν και το χειρότερό της, με τις ερμηνείες των δύο ηθοποιών να «πνίγονται» δυστυχώς μέσα στη γραφικότητα των διαλόγων τους. Το σενάριο, λοιπόν, είναι η μεγάλη «πληγή» της ταινίας. Γιατί πέραν του ότι είναι οριακά αφελές, αφήνει και αρκετά κενά (γιατί το ζευγάρι τσακώθηκε, τι ρόλο έπαιξαν τα χάπια κλπ), προδίδοντας ότι μάλλον γράφτηκε «στο πόδι».
Ο δε Washington έχει τις καλές στιγμές του, ειδικά στα πιο δραματικά κομμάτια, και συνολικά είναι αξιοπρεπής. Όμως, ένας τέτοιος ρόλος ενός action hero απαιτούσε έναν άλλον πρωταγωνιστή κι όχι τον JohnDavid, που δυστυχώς για τον ίδιο δεν διαθέτει το star quality του πατέρα του, ώστε να πάρει πάνω του την ταινία και να την απογειώσει. Ο δε ενδυματολόγος, που του φόρεσε ό,τι είχε ξεμείνει από τους σεισμοπαθείς της Καλαμάτας το 1986, μάλλον δεν πρέπει να τον συμπαθούσε και ιδιαίτερα…
Αν κάποιος ξεχωρίζει από τους ηθοποιούς, αυτός είναι ο Πάνος Κορώνης, ο οποίος πείθει απόλυτα ως διεφθαρμένος αστυνομικός. Ένας σκηνοθέτης και ηθοποιός που ξεκίνησε την καριέρα του στο εξωτερικό, έχοντας σπουδάσει κινηματογράφο στο Λος Άντζελες, και έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό μέσα από τις ταινίες «Before Midnight» του Richard Linklater και «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, αλλά και τη σειρά «The Durrells».
Φαντάζομαι ότι τόσο οι ηθοποιοί, όσο και το Netflix, πόνταραν τα λεφτά τους στο γεγονός ότι για την ταινία «εγγυήθηκε», ως παραγωγός, ο Guadagnino. Τώρα, αν εκ των υστέρων χτύπησαν το κεφάλι τους, δεν θα το μάθουμε ποτέ… Όμως ο τελευταίος έκανε ό,τι θα έκανε ένας σωστός μέντορας: Βοήθησε τον επί χρόνια συνεργάτη και βοηθό σκηνοθέτη του να βγει μπροστά με μια δική του ταινία. Κι αυτό μόνο κατακριτέο δεν είναι.
Το ερώτημα επομένως είναι το εξής: Αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία όπως θα έπρεπε ο Filomarino με το Beckett; Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Παρά το γεγονός ότι διαφαίνεται πως έχει μια κάποια ματιά πάνω στα πράγματα, εντούτοις υποκύπτει σε λάθη σοβαρά για σκηνοθέτη της δικής του εμπειρίας.
Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Κάποιες τελείως «αψυχολόγητες» action scenes; Το σε slow motion, από άλλη εποχή, ξυλίκι Washington vs Κιτσοπούλου -σημειώσατε 1-; Ή τις καθόλου κολακευτικές για τους πρωταγωνιστές σκηνές, που θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να είχαν κοπεί; Όλα δείχνουν ότι ο Filomarino δεν ήταν ακόμα έτοιμος για να σηκώσει ως επικεφαλής μια ταινία μεγάλης εμβέλειας στις πλάτες του.
Συζητώντας για την ταινία με έναν φίλο, όταν τον ρώτησα αν του άρεσε, μου απάντησε με μία κάποια ενοχή : “Ενδόμυχα ναι, σαδισμός!”. Η γνωστή «ένοχη απόλαυση», σκέφτηκα. Αυτή που νιώθεις όταν πιάνεις τον εαυτό σου να αρέσκεται σε κάτι, την ίδια ώρα που μέσα στο μυαλό σου ηχεί ένα δυνατό «αλήθεια τώρα;!». Αυτό που μάλλον νιώσαμε οι περισσότεροι βλέποντας το Beckett. Κι αν μη τι άλλο, είναι κι αυτό μια μορφή επιτυχίας.