Κρίστοφερ Κινγκ: «Η ηπειρώτικη δημώδης μουσική έγινε κομμάτι του εαυτού μου»
Ο Αμερικανός μουσικός παραγωγός, βραβευμένος με Γκράμι, και μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου βρήκε στην Ηπειρο τον τόπο που η μουσική γίνεται μυσταγωγία και θεραπεία.
-
10.08.2022 Newsroom
Ακόμη και για όσους δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη δημώδη μουσική, το οδοιπορικό του Κρίστοφερ Κινγκ στην ηπειρώτικη μουσική συγκινεί και ενημερώνει. Για τους Ηπειρώτες αποτελεί τον παλμό της Ηπείρου, που δίνεται θαυμάσια από έναν ξένο. «Δεν είναι από τη Βιρτζίνια. Είναι από την Ήπειρο», θα έλεγε ο Θωμάς Χαλιγιάννης για τον Κρίστοφερ Κινγκ, με τον Αμερικανό να γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» (εκδόσεις Δώμα) ότι «…οι κριτικοί δυσκολεύτηκαν να κατατάξουν το βιβλίο: άλλοι το είδαν σαν φιλοσοφικό έργο, άλλοι σαν μουσικολογική μελέτη, ενώ για άλλους επρόκειτο για ιστορικό πόνημα, ταξιδιωτικό χρονογράφημα ή προσωπικές αναμνήσεις. Καμία απ’ αυτές τις ταξινομήσεις, όμως, δεν είναι σωστή. Το βιβλίο είναι πολύ απλά ένα ερωτικό γράμμα στη μουσική και στους ανθρώπους της Ηπείρου». «Κάθε φορά που επισκεπτόμουν αυτόν τον τόπο… ανακάλυπτα ότι στην Ήπειρο η μουσική έχει μια ιαματική, θεραπευτική λειτουργία».
Ο Κινγκ δεν είναι μόνος σε αυτό το «οδοιπορικό». Κι άλλοι ακολουθούν τους ίδιους δρόμους, όπως ο Τζιμ Ποττς, Βρετανός, μορφωτικός ακόλουθος του βρετανικού διπλωματικού σώματος με σπουδές στην Οξφόρδη, ο οποίος δημοσίευσε το 2010 ένα βιβλίο βιβλίο για τα νησιά του Ιονίου και την Ήπειρο, τονίζοντας για τη μουσική της περιοχής ότι είναι «βαθύτερη από τα πιο βαθειά μπλουζ, πιο συγκινητική και πλημμυρισμένη με περισσότερη νοσταλγία από τα ρεμπέτικα». Κοινές οι εντυπώσεις του με τον Κινγκ, ενώ στους ίδιους δρόμους περπάτησαν από πολύ παλιά ο Παναγιώτης Αραβαντινός με τα «Δημοτικά Τραγούδια της Ηπείρου» (Α’ έκδ. 1880), αλλά και οι Κώστας Λαζαρίδης Γιώργος Κοκώνης και Κώστα Λώλης.
Ο Κρίστοφερ Κινγκ έμαθε για πρώτη φορά για την Ήπειρο από τα συναισθήματα που του προκάλεσε ο ήχος του βιολιού του Αλέξη Ζούμπα (1886-1946) από το Γραμμένο Ιωαννίνων, με τον οποίο ήρθε πρώτη φορά σε επαφή χάρη στους δίσκους 78 στροφών που ανακάλυψε σε ένα παλαιοπωλείο της Κωνσταντινούπολης, και το κλαρίνο του Κίτσου Χαρισιάδη (1885-1973) από τη Βήσσανη Πωγωνίου. Ο πρώτος μετοίκησε στις ΗΠΑ και πέθανε στην ξενιτιά, ενώ ο δεύτερος πέρασε όλη του τη ζωή στην Ήπειρο, στην Κληματιά, ένα χωριό της Ζίτσας.
Οι ερμηνείες του Ζούμπα, κομμάτια όλα ηχογραφημένα στη Νέα Υόρκη από το 1926 μέχρι το 1928, είναι επηρεασμένες από τον πόνο της ξενιτιάς. Συνόδεψε με το βιολί του σε κέντρα και σε ηχογραφήσεις μερικές από τις πιο μεγάλες φωνές του δημοτικού τραγουδιού και του σμυρνέικου που ήταν γνωστές εκείνη την εποχή στην Αμερική, όπως η Μαρίκα Παπαγκίκα και η Αμαλία Βάκα.
Στον Χαρισιάδη είναι διάχυτη η γαλήνη και μια μουσική που γιατρεύει ηχογραφημένη τη δεκαετία του ‘30 σε δίσκους γραμμοφώνου, με την παράδοση να ακολουθούν νεότεροι μουσικοί, όπως ο Τάσος Χαλκιάς, ο Γρηγόρης Καψάλης, ο Ναπολέων Ζούμπας, ανηψιός του Αλέξη, ο Χαράλαμπος Μπούρμπος, γαμπρός του Χαρισιάδη, ο Γιάννης Χαλδούπης, ο Θωμάς Χαλιγιάννης, ο Κώστας Καραπάνος κι άλλοι για τους οποίους έχει έναν καλό λόγο να πει ο Αμερικανός συγγραφέας και μουσικολόγος.
«Την πρώτη φορά, που έβαλα ν’ ακούσω το ‘Ηπειρώτικο Μοιρολόι’ του Αλέξη Ζούμπα, άνοιξε μέσα μου μια σκοτεινή άβυσσο. Όταν η βελόνα βυθίστηκε στο αυλάκι του δίσκου, ένιωσα ν’ αποδομούμαι: άρχιζε η εξερεύνηση ενός εσωτερικού, ιδιωτικού χώρου. Ένιωθα σαν να παρακολουθούσα μια βασανιστική σταύρωση, αλλά δεν ήμουν βέβαιος ποιος σταυρωνόταν. Εγώ; Η ανθρωπότητα ολόκληρη; Ο Ζούμπας; Οι θλιμμένες παραλλαγές αυτών των πέντε νοτών άγγιξαν μέσα μου έναν τόπο που δεν ήξερα πως υπήρχε. Ξύπνησαν μέσα μου νοσταλγία, θύμηση, καημό. Ήταν μια μεταρσιωμένη μελαγχολία, που δεν την είχα νιώσει ποτέ πριν. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το μοιρολόι του Ζούμπα ήταν ο ήχος ενός αστεροειδή λίγο πριν συντριβεί πάνω στη γη, βάζοντας τέλος σε κάθε ζωή, σε κάθε ελπίδα. Αυτός ήταν ο αντίλαλος του παράλογου και του βάναυσου», γράφει στο βιβλίο του ο Κινγκ. «Αν είναι να παίξω ένα στενόχωρο κομμάτι, πρέπει πρώτα να νιώσω στενοχώρια», εκμυστηρεύεται στον Κινγκ ο Ναπολέων Ζούμπας, τον οποίο έψαξε και βρήκε ο συγγραφέας στο Γραμμένο Ιωαννίνων στην έρευνά του για συγγενείς και στοιχεία για τη ζωή του Αλέξη Ζούμπα.
Τα μοιρολόγια, κατά τον Κρίστοφερ Κινγκ, είναι θρήνοι που τραγουδιούνται στον ελληνόφωνο κόσμο για χιλιάδες χρόνια. Βρίσκονται στον Όμηρο (ως κομμοί) ή εγχάρακτα σε επιτάφιες επιγραφές. Και φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν για να προσφέρουν κάθαρση, με το τραγούδι πάνω από τον τάφο των νεκρών. Στην Ήπειρο, το μοναδικό παγκοσμίως στοιχείο είναι ότι αυτά τα τραγούδια, με τα λόγια, μετασχηματίστηκαν σε ορχηστρικά. Και ακούγονταν στην αρχή και το τέλος των πανηγυριών, φέρνοντας ακόμη και δάκρυα στα μάτια.
Ο Κινγκ δεν παραμένει απαθής θεατής στα ηπειρωτικά δρώμενα. Συμμετέχει. Γίνεται Ηπειρώτης που θλίβεται με το μοιρολόι του Αλέξη Ζούμπα, χαίρεται στο πανηγύρι της Βίτσας Ζαγορίου με το κλαρίνο και τον ζαγορίσιο χορό, ενθουσιάζεται με ένα αργόσυρτο «στρωτό πωγωνίσιο» και τη «διπλή γκάιντα – ηπειρώτικο» του Χαρισιάδη, ανακαλύπτει το τσίπουρο στη Βίτσα, το οποίο, όπως γράφει, «είχε ψυχοτρόπο δράση» θεωρώντας την απόσταξή του σχεδόν μυσταγωγία στην οποία συμμετέχει κι ο ίδιος, μελετώντας παράλληλα την όλη διαδικασία. Ο Κινγκ μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Δυτικής Βιρτζίνια και Ηπείρου γιατί, όπως λέει ο ίδιος, «η μουσική της Ηπείρου μας θεραπεύει και μας ολοκληρώνει».