
Είναι κατανοητή η χτεσινή ανακούφιση από πολλούς καλούς ανθρώπους για την εισαγγελική αγόρευση στη δίκη Τοπαλούδη. Έχει τόσο τσουρουφλιστεί η γούνα μας από την εμπειρία μας με τις διωκτικές και τις δικαστικές αρχές που δεν θα μας παραξένευε αν ακούγαμε την εισαγγελέα να κάνει ερωτήματα του τύπου: “και γιατί πήγε το θύμα για φαγητό με τους κατηγορούμενους;”, “και γιατί φλέρταρε με τον έναν;”, “και μήπως τους κουνήθηκε και τους προκάλεσε;” και λοιπά πολλά. Τα χουμε δει και τα χουμε ζήσει αυτά, δεν τα βγάζουμε από το μυαλό μας…
Γράφει ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης
Τουναντίον η εισαγγελική πρόταση ήταν κρυστάλλινη όσον αφορά αυτό: το θύμα είπε “όχι”. Η νεαρή γυναίκα είπε “όχι”. Και οι κατηγορούμενοι την εκδικήθηκαν: τη βίασαν μετά από τεράστια αντίσταση του θύματος, τη σκότωσαν, την πέταξαν γυμνή σαν σακί στη θάλασσα για να τη φάνε τα ψάρια και να παρασυρθεί το σώμα της στα ανοιχτά της θάλασσας, καθάρισαν μεθοδικά τον τόπο του εγκλήματος και εξαφάνισαν τα πειστήρια. Πρόκειται για ένα από τα φριχτότερα εγκλήματα στα πρόσφατα ποινικά χρονικά. Και η εισαγγελέας αποκωδικοποίησε και κάποιες κοινωνικές πτυχές του εγκλήματος: ο πλούτος του ενός κατηγορούμενου, ελληνικής καταγωγής από τη Ρόδο, που “δεν είχε ακούσει ποτέ ένα όχι”, ο συμπληρωματικός ρόλος του δεύτερου, αλβανικής καταγωγής, ως “δολώματος”, η συνάντηση μιας νεαρής φοιτήτριας από την Ορεστιάδα με τα ήθη της ροδίτικης κοινωνίας που ζει εδώ και δεκαετίες στους ρυθμούς του χρήματος και του τουρισμού, η υποτίμηση του γυναικείου φύλου. Όλα αυτά τα στοιχεία ήταν που δημιούργησαν έναν στεναγμό ανακούφισης.
Όμως. Υπάρχει όμως. Για να τα υποστηρίξουμε όλα αυτά, δεν χρειάζεται να κάνουμε τα στραβά μάτια σε όσα ήταν καταφανώς λαθεμένα. Το θύμα του βιασμού δεν χρειάζεται να είναι “αφίλητη παρθένα” για να στοιχειοθετήσει την υπόθεσή του. Οι χαρακτηρισμοί των κατηγορούμενων ως “τεράτων” απενοχοποιούν τελικά την κοινωνία που τους δημιούργησε: δεν γεννήθηκαν, αλλά γίνανε βιαστές. Οι φυσιογνωμιστικοί αφορισμοί και ο Λομπρόζο δεν έχουν θέση σε αγορεύσεις εισαγγελικών λειτουργών μιας φιλελεύθερης έννομης τάξης. Και η αμφισβήτηση του ρόλου του συνηγόρου υπεράσπισης ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για την απονομή της. Το χειρότερο: κάθε δικαστική ή εισαγγελική υπέρβαση δίνει δυνατότητες στους κατηγορούμενους να θυματοποιηθούν. Και αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται σ’ αυτή την υπόθεση.
Η μορφή της Ελένης Τοπαλούδη μας στοιχειώνει και ζητάει δικαιοσύνη. Αυτό μόνο προέχει.
*Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην προσωπική σελίδα του αρθρογράφου στο facebook και αναδημοσιεύεται στον ιστότοπό μας με την σύμφωνη γνώμη του.