
Τις τελευταίες μέρες όλοι μας θα ακούσαμε από αγνώστους, γνωστούς, ίσως ακόμη και από φίλους και συγγενείς τις γνωστές παραδοξολογίες περί κατασκευασμένου ιού ή “φουσκωμένων” θανάτων ή ακόμη και ανύπαρκτης απειλής που εξυπηρετεί κάποιο . . .μεγάλο σκοτεινό-πως γίνεται να το πήραν χαμπάρι αν είναι τέτοιο- σχέδιο. Δεν θα υπεισέλθω στην ουσία τέτοιων θεωρημάτων, ούτε θα εξετάσω σήμερα την υπαρκτή διάκριση μεταξύ συνωμοσίας και θεωρίας συνωμοσίας, αλλά θα εστιάσω κυρίως στον ρόλο των εγχώριων στην ελληνική περίπτωση ΜΜΕ. Αρχικά είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε πως η μιντιακή παραπληροφόρηση και τα fake news είναι μία από ‘’τις πηγές του κακού’’.
Γράφει ο Βαγγέλης Μαρινάκης, Πολιτικός Επιστήμονας και Διεθνολόγος
Ένας λόγος διάδοσης των θεωριών συνωμοσίας έχει να κάνει με την φύση του διαδικτύου του ίδιου. Η δυνατότητα δυνητικά του καθενός εξ ημών να γίνει μπλόγκερ ή μικρός αρθρογράφος του fbέδωσε χώρο σε ακροδεξιούς, θρησκόληπτους και κάθε λογής αντιδραστικούς να γράψουν την παλαβομάρα τους.
Ένας ακόμη παράγοντας είναι η πάγια τάση να γίνονται δημοφιλείς σε περιόδους κρίσεων τέτοια ιδεολογήματα. Από την δίωξη των Εβραίων την εποχή της πανδημίας της πανούκλας τον 14ο αιώνα έως τα κατασκευασμένα από τη μυστική τσαρική υπηρεσία Πρωτόκολλα των Αδελφών της Σιών και πιο πριν την εξέγερση του Παπουλάκου στην Ελλάδα του προπερασμένου αιώνα και τη ναζιστική θηριωδία του 20ου η ανθρώπινη ιστορία συνοδεύτηκε από εξάρσεις ξέφρενου αντιορθολογισμού. Η Ελλάδα που μετράει 3 Μνημόνια και απανωτές ταπεινώσεις μην λησμονούμε πως είδε ανθρώπους να συγκεντρώνονται στις ομιλίες του Σώρρα και να ψηφίζουν τον επαγγελματία απατεώνα Βελόπουλο. Είναι μάλιστα άξιο να σημειωθεί πως σύνηθες αυτές οι κρίσεις παραλογισμού να προσβάλουν δυσανάλογα τους μικρομεσαίους που νιώθουν την οικονομική κατάρρευση να συνταράσσει την αναπαραγωγή της υλικής τους ευδαιμονίας.
Ένας όμως σημαντικός παράγοντας στην περίπτωσή μας(που δεν συνιστά βέβαια ελληνική ιδιαιτερότητα) είναι η δυσπιστία μιας ευάριθμης μερίδας του πληθυσμού για τα συστημικά ΜΜΕ. Στα καθ΄ημάς, ήδη από τις πρώτες μέρες των περιοριστικών μέτρων έκαναν αισθητή την παρουσία τους ρεπορτάζ ανταποκριτών που καταδίκαζαν την ‘’ανευθυνότητα’’ των πολιτών εν μέσω υγειονομικής κρίσης ενώ οι πολίτες στα ίδια πλάνα τηρούσαν τις νόρμες κοινωνικές αποστασιοποίησης όπως ήταν εμφανές από τις τηλεοπτικές εικόνες. Το ίδιο συνέβη και όταν τις πρώτες μέρες μετά την άρση των μέτρων οι παρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων είδαν επικίνδυνη χαλάρωση και ασύδοτο συνωστισμό σε πολίτες συγκεκριμένων πλατειών, μα όχι μπροστά από το Μέγαρο Μαξίμου ή στα εγκαίνια της ανακαινισμένης Ομόνοιας. Και όσο χρόνο δεν διέθεσαν οι τηλεοπτικοί σταθμοί για έρευνα πάνω σε ζητήματα στελέχωσης των νοσοκομείων και επάρκειας του ιατρικού εξοπλισμού την είχαν για πορτρέτα κυβερνητικών στελεχών.
Η εξίσωση λύνεται γρήγορα αν σκεφτεί κανείς τα 40 εκατομμύρια σε φοροαπαλλαγές και διαφημίσεις που εισέπραξαν τα ΜΜΕ, κυριολεκτικά μιλάμε για ‘’μπούκωμα’’ με κρατικό χρήμα και έχουμε ανάγλυφο τον ορισμό της πελατειακής σχέσης . Το κακό όμως που γίνεται είναι πολλαπλάσιο αν σκεφτεί κανείς τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στον δημοσιογραφικό κόσμο. Είναι ακριβώς αυτή- η ακριβέστερα και αυτή- η δυσπιστία απέναντι στο τι βλέπει ο κόσμος σε συνδυασμό με την δράση συνωμοσιολόγων της Άκροδεξιάς, που κάνουν κομμάτια του πληθυσμού ευάλωτα σε εύπεπτες επιφανειακές μπουρδολογίες που δεν απαιτούν παρά 3 λεπτά στο youtube. Αυτή φυσικά η πλευρά δεν θίγεται στα συστημικά τηλεοπτικά δίκτυα τα οποία αντιμετωπίζουν τέτοια φαινόμενα ως εκκεντρικότητες συγκεκριμένων προσώπων αποσιωπώντας τις δικές τους ευθύνες και την βαθύτερη ουσία του προβλήματος.
Υπό αυτή την έννοια, τα μίντια των καναλαρχών δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να επιβάλουν ή να υποβάλουν τους δημοσιογράφους σε μια λογική αυτοπειθάρχησης. Όποιος δείξει καλύτερη διαγωγή προς την κυβέρνηση ευελπιστεί να ανταμειφθεί περαιτέρω γιατί ‘’έτσι λειτουργεί η πιάτσα’’. Η υποτιθέμενη ανεξαρτησία των ΜΜΕ πάει περίπατο όταν είναι να εξυπηρετηθεί η πολιτική εξουσία και ο στενός δεσμός ιδιοκτητών και κυβέρνησης μας υπενθυμίζεται ακόμη μια φορά και μας υπενθυμίζει ταυτόχρονα πως η κυρίαρχη αφήγηση διαμορφώνεται ως μια συμφωνία ‘’από τα πάνω΄΄ μεταξύ μεταπράτη καπιταλιστή και πολιτικού για να διαχυθεί ‘’προς τα κάτω’’ ως καθήκον κάθε μικροδημοσιογράφου. Η είδηση ραφινάρεται και η εικόνα της εθνικής ομοψυχίας αποπειράται να αμβλύνει τα διλήμματα της πολιτικής πραγματικότητας και της ταξικής πάλης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι ανάγκη περισσότερο από ποτέ ο συντονισμός των δυνάμεων της μαχητικής δημοσιογραφίας και η επιδίωξη να δημιουργηθεί ένα μέσο αντιπροσωπευτικό των καλύτερων παραδόσεων αυτής. Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν θα πάψουν ως φαινόμενο, αλλά το ζήτημα είναι σε τι βαθμό δύνανται να επηρεάσουν απόψεις, συμπεριφορές και στάσεις του πληθυσμού. Είναι υπόθεση όμως όσων δεν αρκούνται σε ρόλο πληρωμένου κονδυλοφόρου να χτίσουν άμυνες ανάμεσα στη Σκύλλα της καθεστωτικής δημοσιογραφίας και την Χάρυβδη των κομπογιαννιτών των ημερών μας.