
Περασμένα μεγαλεία
Σαν είδος έχουμε αποδείξει ότι είμαστε μαθημένοι να εθελοτυφλούμε. Ίσως να είναι μέρος των εργοστασιακών μας ρυθμίσεων να υπερτονίζουμε τις επιτυχίες και να αποσιωπούμε τις αποτυχίες.
-
27.03.2021 Κατερίνα Μπουγδάνη
Οι ιστορικοί καλούμαστε να λειτουργήσουμε περίπου ως μάντεις, στον βαθμό βέβαια που η κοινή γνώμη δίνει δεκάρα για τη γνώμη μας. Κουβαλάμε και ενίοτε νιώθουμε το χρέος να διακρίνουμε στο παρελθόν τα σημάδια αυτά που θα μας βοηθήσουν να ερμηνεύσουμε καλύτερα το παρόν και να ρίξουμε λίγο φως στο σκοτεινό μέλλον. Αν και κανείς δε φαίνεται να στεναχωριέται για τη μηδαμινή επαγγελματική μας αποκατάσταση, για να κάνω τα παράπονά μου σε δημόσιο βήμα, παρόλ’ αυτά είμαστε επιφορτισμένοι να αναπτύξουμε ένα σπάνιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό: καλούμαστε για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας να μάθουμε από τα λάθη της. Υπάρχουν, όμως, πέρα από τις ανάλογες δημόσιες εκκλήσεις, πραγματικά ευήκοα ώτα;
Σαν είδος έχουμε αποδείξει ότι είμαστε μαθημένοι να εθελοτυφλούμε. Ίσως να είναι μέρος των εργοστασιακών μας ρυθμίσεων να υπερτονίζουμε τις επιτυχίες και να αποσιωπούμε τις αποτυχίες, αλλιώς θα οδηγούμασταν διαρκώς στην ματαιότητα, αντιμέτωποι με εκούσιο αφανισμό. Κι αυτό είναι ένα μονοπάτι που ακολουθούμε πιστά τόσο σαν μεμονομένες, αόριστες ιδιοσυγκρασίες όσο και σαν κονωνικό σώμα. Πότε κλήθηκε μια χώρα να αποφασίσει με βάση την εμπειρία του παρελθόντος και το έκανε πραγματικά; Μια ανθρωπότητα που βίωσε με πλήρη καταγραφή ένα Ολοκαύτωμα -γιατί υπάρχουν και ολοκαυτώματα που μόνο τα υποψιαζόμαστε, οι μαρτυρίες αφανίστηκαν για πάντα μαζί με τα θύματά τους- με τις μνήμες ακόμα νωπές και τα ιστορικά υποκείμενα μέχρι πρόσφατα ζωντανά και δε λέει να μάθει, βαδίζει ολοταχώς προς τα ίδια μίση με το ίδιο πάθος, όπως πρώτα. Ίσως και με κλειστά μάτια, λόγω προτέρας εμπειρίας.
Ίσως μερικά σφάλματα είναι αδύνατον να τα αποφύγουμε, ίσως είναι κομμάτι ζυμωμένο με το DNA μας, αναπόσταστο μέλος μας. Και κάπως έτσι γίνονται στοιχεία της προσωπικής ή της εθνικής μας τραγωδίας. Να πάρουμε ως ζωντανό παράδειγμα ένα πρόσωπο της εβδομαδιαίας επικαιρότητας, τη Μαρίνα Πατούλη. Πολλοί επικεντρώνονται μόνο στο προσωπικό της στυλ, τη δύναμη τους συζύγου της και την πολιτισμική νοοτροπία που το ζεύγος κουβαλά και προωθεί εδώ και χρόνια, αδυνατώντας να δουν ότι αυτή η γυναίκα είναι ένα τραγικό πρόσωπο, με την κλασική έννοια του όρου, όχι μόνο τώρα, που πρωταγωνιστεί σε ένα δημόσιο ιδιωτικό δράμα, αλλά πάντα. Και όλα όσα ανέφερα, όλα αυτά στα οποία, άλλοτε εύλογα, άλλοτε όχι, στεκόμαστε, συνήθως σκωπτικά ή επικριτικά, θέλουμε και παραβλέπουμε ότι είναι κομμάτι της προσωπικής της τραγωδίας και δε θα μπορούσαν παρά να την είχαν οδηγήσει σε αυτό το σημείο στο οποίο βρίσκεται τώρα. Η δημόσια εικόνα της δεν είναι το μέσον, αλλά η ουσία της, ακόμα και αν δεχτούμε πως είναι κατασκευασμένη, γιατί η ίδια τη δέχτηκε και την ενσωμάτωσε σε αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε ως Μαρίνα Πατούλη. Και τα ζόρια που τωρα κουβαλάει για μένα είναι αληθινά, δεν ακολουθούν κανένα σενάριο, παρά μόνο το σενάριο της ίδιας της ζωής και αποτελούν μια αναπόφευκτη εξέλιξη της προσωπικής της τραγωδίας, γι’ αυτό και δε μπορώ να αναπαράγω απερίσκεπτα το «καλά να πάθει». Το μόνο που κρατάω από αυτή την ιστορία είναι ότι τα μεγαλεία δεν είναι παντονινά και ούτε πρέπει να μας ξεγελούν, γιατί τις πιο πολλές φορές κρύβουν τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας και στους άλλους και η απότομη άνοδος συνοδεύεται σχεδόν πάντα από απότομη πτώση. Με πολύ πάταγο και πολλές παράπλευρες απώλειες.
Αν αυτή η συνθήκη ισχύει για τις προσωπικές καταστροφές, σκεφτείτε τι γίνεται με τις εθνικές τραγωδίες. Μόνο που εκεί δεν την πληρώνουν συνήθως οι υπαίτιοι. Μόνο κάτι δίκες παρωδίες και κάτι αποδιαπομπαίους τράγους θα βρούμε ψάχνοντας στην ελληνική ιστορία. Και ξανά προς τη δόξα τραβάμε. Όλοι όσοι πέρασαν από το τιμόνι της χώρας ενδιαφέρονταν μόνο για το πώς θα γραφτεί το όνομά τους με χρυσά γράμματα. Χρυσοποίκιλτοι τίτλοι σε βιβλία γεμάτα μαύρες σελίδες. Με το βλέμμα στραμμένο στις χρυσές μέρες του Γένους, υπαρκτές ή κατασκευασμένες, όχι σαν μπούσουλα για όσα δύσκολα είναι στον δρόμο, αλλά σαν μέσον αυτόματης εξαργύρωσης κύρους και αίγλης. Οι ίδιοι που έραψαν την επίσημη ιστορία του τόπου κοστούμι στα μέτρα τους, οι ίδιοι καμώνονται τους καλοντυμένους.
Αυτό είναι το σισύφειο δράμα μας. Καλύπτουμε τα πάντα με μέταλλο και ύστερα στέκουμε μπροστά θαμπωμένοι. Το παρελθόν είναι ένδοξο, οι εθνικές τραγωδίες σβησμένες, το μέλλον λαμπρό, το παρόν σβησμένο από τη λάμψη. Δεκαεφτά χρόνια πέρασαν από τη μεγαλειώδη φιέστα των Ολυμπιακών Αγώνων, ένα ακριβοπληρωμένο πανηγύρι μιας φεσωμένης χώρας για να πείσει και να πειστεί πόσο καλά στέκει. Την επαύριο η χώρα βρέθηκε στα βράχια και δεν λογοδότησε ποτέ κανείς. Και χτες, στην ιδανικότερη ευκαιρία που θα μπορούσαμε να έχουμε ως έθνος για ενδοσκόπηση και ιστορική αναδρομή, καλύψαμε πάλι τα σκατά με δανεικό χρυσάφι και πάμε για νέα βράχια. Και τόσο χρυσάφι, δε θέλει πολύ να σε τραβήξει στον βυθό.
Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ευεργετικά είναι να κοιτάξουμε τις χίμαιρές μας κατά πρόσωπο και να τις προσπεράσουμε. Ίσως τότε μόνο μπορέσουμε να αφήσουμε στην άκρη και τα δημόσια και τα ιδιωτικά, ζωτικά μας ψεύδη και να βγούμε, έστω και λαβωμένοι, μπροστά σε μια σκληρή, αλλά ζωτική πραγματικότητα. Θέλει αρετή και τόλμη η αλήθεια.