
Όλες οι έρευνες φέρνουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις των σχετικών αξιολόγησεων για την ελευθεροτυπία και τον πλουραλισμό στην ενημέρωση. Οι “Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα” μας κατατάσσουν στην 65η θέση παγκοσμίως και στην 4η από το τέλος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Στην έρευνα της Bridging Europe η Ελλάδα βρίσκεται επίσης στο γκρουπ με τη χειρότερη επίδοση – μαζί με τις Βουλγαρία, Σλοβακία, Ουγγαρία και Πολωνία – αναφορικά με το πόσο συχνά προβάλλονται οι θέσεις της αντιπολίτευσης από τα ΜΜΕ. Μόλις 7 φορές ανά 100 θέματα ακούγονται οι θέσεις της αντιπολίτευσης, ποσοστό ανησυχητικά χαμηλό, που αντανακλά ίσως και σε κάποιο βαθμό την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Από τα στοιχεία της ίδιας έρευνας επαληθεύεται ακόμα ότι στην Ελλάδα, μαζί πάλι με την Ουγγαρία και την Πολωνία, τα ποσοστά εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα ΜΜΕ είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των 27 κρατών-μελών, γεγονός που αναπόφευκτα γεννά ερωτηματικά για το βαθμό εξάρτησης μέσων μαζικής ενημέρωσης από συμφέροντα που αλλοιώνουν τον πλουραλιστικό και αντικειμενικό χαρακτήρα της ενημέρωσής τους. Η αλυσίδα του προβληματισμού για την ανεξαρτησία των ΜΜΕ μεγαλώνει, όταν η κυβέρνηση επιλέγει να δώσει ένα αρκετά γενναιώδωρο “πακέτο” δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την εκστρατεία ενημέρωσης για τον κορονοϊό, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτό όλα τα μέσα, χωρίς να γνωρίζουμε με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν όσα τέλικα επιλέχθηκαν και τι ποσό έλαβε το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Τέτοιες ενέργειες δηλαδή έρχονται να ενισχύσουν και να επαληθεύσουν την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα ΜΜΕ, να τροφοδοτήσουν περαιτέρω ένα κλίμα καχυποψίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, κάθε προσπάθεια που στοχεύει στην ενίσχυση του πλουραλισμού και της ελευθεροτυπίας είναι θετική και κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρωτοβουλίες σαν τη Rosa, που στοχεύουν στην ανάδειξη μιας προοδευτικής ατζέντας στο δημόσιο διάλογο, στην προβολή θεμάτων που περνάνε “στα ψιλά” από μεγάλο μέρος του παραδοσιακού και διαδικτυακού Τύπου, δεν μπορεί παρά να ενισχύουν παραγωγικά την πολιτική αντιπαράθεση και να προκαλούν ρήγματα στη μονολιθική μιντιακή υπεροπλία της μιας πλευράς.
Οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας είναι πολλές και σύνθετες. Ο προοδευτικός πολιτικός χώρος σε Ελλάδα και Ευρώπη προσπαθεί να βρει έναν σταθερό και ισχυρό βηματισμό, και την ίδια στιγμή μεγαλώνει η ανάγκη να διαμορφώνονται κοινότητες “από τα κάτω” που θα ασκούν πίεση στην πολιτική εξουσία, θα πιέζουν για τη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, θα κινητοποιούνται για να προβάλλουν με ένταση τα αιτήματά τους. Ο κορονοϊός και η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται αναζωπυρώνει μια σειρά ζητημάτων που βρίσκονται στον πυρήνα της προοδευτικής πολιτικής διαχείρισης. Όσα τα αιτήματα αυτά παραμένουν ατελή ή χωρίς πολιτική έκφραση, τόσο θα στενεύουν τα περιθώρια ικανοποίησής τους, τόσο θα παραμένουν η κοινωνία και οι παραγωγικές δυνάμεις εγκλωβισμένες σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο συντηρητικό και αυταρχικό πολιτικό πλαίσιο.
Πρωτοβουλίες σαν τη Rosa στοχεύουν επίσης στη δημιουργία κοινότητας. Κοινότητας ενημέρωσης και έρευνας, που θα αφορά τη νεολαία, τον παραγωγικό κόσμο, όσες και όσους θέλουν να προχωράνε μπροστά με δικαιοσύνη, ισότητα και αλληλεγγύη. Κοινότητας που θα μεγαλώνει σε ευθέως ανάλογο βαθμό με την ποιότητα της ενημέρωσης, της θεματολογίας και των προτάσεων που φέρνει και αναδεικνύει. Κοινότητας τελικά που θα δουλεύει συνεργατικά για το μέγιστο δυνατό όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.