
Συμφωνία των Πρεσπών: Η μεγαλύτερη ελληνική διπλωματική επιτυχία
Περίπου δύο χρόνια μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο, ας αναψηλαφήσουμε τα σημαντικότερα σημεία της με μια πιο «καθαρή ματιά».
-
01.02.2021 Αντώνης Βράϊλας
Η περίοδος που διανύουμε στη χώρα κυριαρχείται από 3 πολύ κρίσιμα διακριτά ζητήματα, που θα κρίνουν εν πολλοίς το μέλλον της Ελλάδας μεσομακροπρόθεσμα. Αλλά και τη βιωσιμότητα της σημερινής κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και εν γένει τις πολιτικές εξελίξεις στην χώρα βραχυπρόθεσμα. Η χώρα αντιμετωπίζει την παγκόσμια υγειονομική κρίση που συσχετίζεται με Covid-19, η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρεάζει και την κρίση που περνάει εκ νέου η ελληνική οικονομία, με τη τελική έκταση των επιπτώσεων της, να μην είναι ακόμα πλήρως αποτυπωμένη στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων. Η τρίτη κρίση η οποία αντιμετωπίζουμε και είναι εξίσου σοβαρή, αν όχι υπαρξιακής φύσεως, είναι αυτή των εθνικών θεμάτων.
Ο Αντώνης Σαμαράς, πρώην πρωθυπουργός και σημαίνων στέλεχος της Δεξιάς παράταξης, ο οποίος εκφράζει καλώς ή κακώς και ένα μεγάλο τμήμα του «συντηρητικού» κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, έδωσε τη προηγούμενη Κυριακή μια πολύ σημαντική συνέντευξη στον Σ. Παπαντωνίου για την «Καθημερινή της Κυριακής». Οι απόψεις που εξέφρασε εκεί, έθεσαν ουσιαστικά μια τελείως διαφορετική στρατηγική στο τραπέζι, από αυτή που ακολουθείται αυτή τη στιγμή από τη ελληνική κυβέρνηση. Αν τώρα η δημόσια πλέον διαφωνία του πρώην πρωθυπουργού με τις κυβερνητικές πολιτικές θα γίνει καταλύτης πολιτικών εξελίξεων, θα φανεί στην πορεία του χρόνου. Το συνολικό σχόλιό μου για αυτή, μπορείτε να τη δείτε εδώ. Σε αυτό το σχόλιο θα ήθελα να προσθέσω ένα ακόμα σημείο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την βοήθεια των παντελώς υποταγμένων ΜΜΕ σήμερα, προσπάθησε όλη την προηγούμενη εβδομάδα να υποβαθμίσει την σημασία της συνεντεύξεως του κ. Σαμαρά, με τον οποίο είναι (ακόμα…) στο ίδιο κόμμα. Όταν όμως ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πίσω στο όχι τόσο μακρινό 2017, με αφορμή τη διαφωνία Καμμένου στην επικείμενη πρόθεση Τσίπρα-Κοτζιά να επιλύσουν το ονοματολογικό ζήτημα μεταξύ Σκοπίων και Αθήνας, βασιζόμενοι σε σύνθετη ονομασία, δήλωνε χαρακτηριστικά:
«Δεν γίνεται για ένα κορυφαίο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής ο υπουργός Άμυνας και ο υπουργός Εξωτερικών και ο πρωθυπουργός να έχουν διαφορετική άποψη. Αυτή η ετερόκλητη συμμαχία που έχετε οικοδομήσει έχει έναν συνεκτικό παράγοντα, την παραμονή στην εξουσία. Δεν μπορεί να είναι συμμαχία α λα καρτ. Τίθεται θέμα δεδηλωμένης».
Και εδώ είχε δίκαιο ο κ. Μητσοτάκης! Στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα τέθηκε «θέμα δεδηλωμένης», την οποία και επιβεβαίωσε στις 16 Ιανουαρίου 2019, λίγο πριν την ψήφιση επικύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών. Με τον κ. Σαμαρά, που δεν διαφωνεί απλώς σε ένα ζήτημα, αλλά συνολικά στη στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και ο οποίος δεν είναι «συνεργαζόμενος», δεν «τίθεται θέμα δεδηλωμένης»; Η «ετερόκλητη συμμαχία» μεταξύ των κκ. Μητσοτάκη και Σαμαρά δεν έχει «έναν συνεκτικό παράγοντα, την παραμονή στην εξουσία»; Ρητορικά τα ερωτήματα…
Με αφορμή λοιπόν τη παραπάνω συνέντευξη, κυρίως δε την απάντηση που έδωσε ο κ. Σαμαράς στην ερώτηση που του τέθηκε αναφορικά με τη στάση που προτίθεται να κρατήσει ο ίδιος στην ψήφιση των τριών μνημονίων συνεργασίας με την Βόρεια Μακεδονία (όταν τελικά αξιωθεί να τις φέρει στη Βουλή ο φοβικός κ. Μητσοτάκης), αλλά και μια ιστορία που προσπάθησε να «αναδειχτεί» στα μέσα της εβδομάδας, βασιζόμενη σε μια απαράδεκτη αναφορά του Προέδρου του βόρειου γείτονα μας, κ. Στέβο Πενταρόφσκι, νομίζω ότι αξίζει το κόπο να επισκεφτούμε ξανά την «ιστορική» Συμφωνία των Πρεσπών. Και περίπου 2 χρόνια μετά την ψήφισή της από το ελληνικό κοινοβούλιο, να αναψηλαφήσουμε τα σημαντικότερα σημεία της με μια πιο «καθαρή ματιά».
Όπως έγραψα και στο προηγούμενο άρθρο, το σύγχρονο πρόβλημα του Μακεδονικού ζητήματος μεταξύ ημών και του σημερινού κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, ξεκίνησε στο τέλος του 1991 από την απίστευτη ανεπάρκεια του, 40χρονου τότε, υπουργού εξωτερικών της χώρας μας, Αντώνη Σαμαρά. Μετά τη κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας και με την ΕΣΣΔ να βρίσκεται σε φάση διάλυσης, αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν σε όλα τα τότε κομμουνιστικά καθεστώτα της Ευρώπης. Ένα από αυτά ήταν η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Η ΣΟΔΓ αποτελούταν από έξι ξεχωριστές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της «Μακεδονίας», του Μαυροβουνίου, της Σλοβενίας και φυσικά της Σερβίας, που περιελάμβανε τις αυτόνομες επαρχίες του Κοσσυφοπεδίου και Βοϊβοδίνας. Το καλοκαίρι του 1991 λοιπόν, ξεκίνησε η αιματηρή διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και μία-μία οι Δημοκρατίες που την αποτελούσαν, άρχισαν να ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, με σχετικό δημοψήφισμα το έκανε και η «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στις 17 Νοεμβρίου 1991, με την ψήφιση του νέου Συντάγματος, ολοκληρώθηκαν οι (ειρηνικές) διαδικασίες απόσχισής της από την Γιουγκοσλαβία.
Γνωρίζοντας λοιπόν όλη αυτήν την κατάσταση, η Ελλάδα (μέσω του τότε Υπουργού Εξωτερικών, κ. Σαμαρά), υπέγραψε στις 2 Δεκεμβρίου 1991 τον ευρωπαϊκό κανονισμό 3567/91 ο οποίος καθόριζε τις εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με 4 από τις 6 πρώην Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες και στον οποίο η σημερινή Βόρεια Μακεδονία καταγραφόταν επισήμως σε ευρωπαϊκά έγγραφα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Και λίγες μέρες αργότερα, στις 16 Δεκεμβρίου 1991 η Ελλάδα υπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δήλωνε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδέχεται τη διάλυση της γιουγκοσλαβίκης ομοσπονδίας, αναγνωρίζοντας επί της ουσίας μεταξύ άλλων κρατών και το κράτος «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Και έτσι «καταφέραμε» (η Δεξιά του κ. Σαμαρά και του κ. Μητσοτάκη του πρεσβύτερου, για να ακριβολογούμε…) να δημιουργήσουμε το περίφημο «ονοματολογικό ζήτημα» μεταξύ των 2 δύο κρατών, που κράτησε για περισσότερο από 25 ολόκληρα χρόνια…
Την καυτή πατάτα του «Μακεδονικού» η κυβέρνηση Μητσοτάκη την παρέδωσε χωρίς να έχει καταλήξει ουσιαστικά σε τίποτα, στον Α. Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1993. Και πάλι, ήταν ο προοδευτικός κόσμος που έκανε βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος που δημιούργησε η Δεξιά στον τόπο, όταν ο υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Παπανδρέου, Κάρολος Παπούλιας, στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 στην Νέα Υόρκη, υπέγραψε την «Ενδιάμεση Συμφωνία». Με βάση αυτή, η Ελλάδα αναγνώρισε τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ) και ήρε το οικονομικό εμπάργκο που της είχε επιβάλλει. Εκείνη με τη σειρά της, άλλαξε τη σημαία του κράτους με τον «Ήλιο της Βεργίνας», άλλαξε την απεικόνιση του Λευκού Πύργου στα χαρτονομίσματα της, αναγκάστηκε σε σεβασμό των υφιστάμενων συνόρων των δύο χωρών και ξεκίνησαν ξανά οι διαπραγματεύσεις για την τελική ονομασία του γειτονικού κράτους, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ…
Το ζήτημα θα παρέμενε άλυτο και αγκάθι για τα Βαλκάνια, αλλά και για την ευρωπαϊκή πολιτική διεύρυνσης στην περιοχή, για ακόμα 23 χρόνια. Και τελικά, θα έπρεπε στο τιμόνι των δύο χωρών να βρεθούν ο Αλέξης Τσίπρας από την ελληνική πλευρά και ο Ζόραν Ζάεφ από την άλλη και βεβαίως στο τιμόνι της εξωτερικής πολιτικής της χώρας ο εξαιρετικός (κατά την προσωπική μου εκτίμηση) υπουργός εξωτερικών της και «αρχιτέκτονας» της λύσης, κ. Νίκος Κοτζιάς. Όταν ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τη συνάντηση των δύο Πρωθυπουργών στο Νταβός, στις 24 Ιανουαρίου 2018,κανείς δεν φανταζόταν ότι μόλις 5 μήνες μετά, στις 17 Ιουνίου 2018, θα υπογράφονταν στις Πρέσπες από τους Υπουργούς Εξωτερικών κκ. Κοτζιά και Ντιμιτρόφ, και από τον προσωπικό απεσταλμένο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, κ. Νίμιτς, ως μάρτυρα, παρουσία των Πρωθυπουργών των δύο χωρών κ. Τσίπρα και Ζάεφ, η «Τελική Συμφωνία για την επίλυση των διαφορών που περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 817 (1993) και 845 (1993), τη λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών».
Για πρώτη φορά διάβασα στην ηλεκτρονική έκδοση της «Καθημερινής», στις 13 Ιουνίου 2018, ολόκληρο το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών στο ρεπορτάζ «Ολόκληρη η συμφωνία για το Σκοπιανό». Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η Ελλάδα είχε καταφέρει να δικαιωθεί σχεδόν στα πάντα και να ανατρέψει όλη την προϊστορία των προηγούμενων 25 και πλέον ετών και σχεδόν όλα τα πρακτικά κεκτημένα που είχε «εξασφαλίσει» το γειτονικό μας κράτος από την απραξία των 8(!) προηγούμενων κυβερνήσεων, μετά την υπογραφή της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας». Είναι αλήθεια πως η σειρά των εξαιρετικών συνεντεύξεων του κ. Κοτζιά τους προηγούμενους μήνες στην ΕΡΤ και στο δημοσιογράφο Σεραφείμ Κοτρώτσο, μας είχε προϊδεάσει όλους πως γινόταν σοβαρή δουλειά και ότι υπήρχε διάθεση και από τις δύο πλευρές το ζήτημα επιτέλους να λυθεί! Επίσης, γνωρίζαμε πως το κείμενο της συμφωνίας αυτή τη φορά δεν θα ήταν προϊόν κάποιου «τρίτου» διαμεσολαβητή, αλλά θα διαμορφωνόταν αρχικώς από τον (μεγάλο) Έλληνα υπουργό εξωτερικών Νίκο Κοτζιά και θα έπαιρνε την τελική του μορφή μετά από την κατάληξη των απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο υπουργών εξωτερικών. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνη τη μέρα, που τηλεφώνησα στον πατέρα μου στην Θεσσαλονίκη και όταν τελείωσα να του διαβάζω το περιεχόμενο του παραπάνω ρεπορτάζ, να μονολογεί διακατεχόμενος από μια απροσδόκητη ευχάριστη έκπληξη, «δηλαδή τα κερδίσαμε όλα!»…
Ας δούμε όμως με λίγο μεγαλύτερη λεπτομέρεια, τι ακριβώς «κερδίσαμε»:
1. Υλοποιήθηκε η εθνική γραμμή, όπως αυτή εκφράστηκε στο Βουκουρέστι το 2008 από τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας κ. Κώστα Καραμανλή και την τότε υπουργό εξωτερικών κ. Ντόρα Μπακογιάννη για «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, για όλες τις χρήσεις». Θέση η οποία επιβεβαιώθηκε και στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Σαμαρά το 2012…
Το επίσημο όνομα του γειτονικού κράτους είναι πλέον «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και η πρώην ΠΓΔΜ αναγκάστηκε να προχωρήσει σε αλλαγές στο Σύνταγμα της χώρας της, πρωτοφανές για κράτος που δεν έχει ηττηθεί σε πολεμική αναμέτρηση. (Άρθρο 1, παρ. 3.α. και Άρθρο 1, παρ. 12)
Επιπλέον, το όνομα και οι ορολογίες του Άρθρου 1. παρ.3 θα «χρησιμοποιούνται για όλες τις χρήσεις και για όλους τους σκοπούς erga omnes, ήτοι, εσωτερικά, σε όλες τις διμερείς σχέσεις τους και σε όλους τους περιφερειακούς και διεθνείς Οργανισμούς και θεσμούς». (Άρθρο 1, παρ. 8).
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σημειώσω πως η σύνθετη ονομασία εκτός από «εθνική γραμμή», ήταν ταυτόχρονα αποδοχή, από την πλευρά μας, της πραγματικότητας. Ο ιστορικός και καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εξέχουσα φυσιογνωμία του Μακεδονικού Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, που όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης είναι «Ο γνωστής…Ο ειδικός», στο βιβλίο του «Η Μακεδονία στα πλαίσια της βαλκανικής πολιτικής (1830-1986), Εκδ. Μπαρμπουνάκης» μας πληροφορεί πως:
«…η μόνιμη εγκατάσταση (‘αβαροσλαβικών’ φυλών) στις βόρειες χώρες της χερσονήσου του Αίμου πραγματοποιείται κατά τα τέλη του 6ου αιώνα και ιδίως κατα τα πρώτα χρόνια του 7ου αιώνα…».
Επίσης, λίγα χρόνια μετά την δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους από την επανάσταση του 1821, ο συνολικός ο γεωγραφικός χώρος της «Μακεδονίας» (παρατίθεται σχετικός χάρτης που παρουσιάζεται στο παραπάνω βιβλίο), κατοικείται από παραπάνω από ένα έθνη. Σημειώνεται και πάλι στο ίδιο σύγγραμμα:
«…Αξιομνημόνευτος υπήρξε ο χάρτης του Τσέχου P.G. Safarik, που δημοσιεύθηκε στα 1842. Ο Safarikήταν ο πρώτος εθνολόγος, οποίος αναγνώρισε έξι μεγάλες εθνικές ομάδες στα Βαλκάνια, Τούρκους, Έλληνες, Σερβοκροάτες, Βούλγαρους, Ρουμάνους και Αλβανούς…».

Είναι νομίζω σαφέστατο από τα παραπάνω, πως ακραία συνθήματα και εθνικιστικά ευφυολογήματα, που ανέκαθεν διέδιδαν και καλλιεργούσαν στην ελληνική κοινωνία αμόρφωτοι και φανατισμένοι «υπερπατριώτες», όπως το «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», δεν είχαν ποτέ σχέση με την πραγματικότητα. Τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα μ.Χ. και μετά…Αυτό που ανέκαθεν ήταν το πραγματικό πρόβλημα, ήταν η πλαστογραφία και η οικειοποίησης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας του Βασιλείου της Μακεδονίας στους Ελληνιστικούς χρόνους, από την σλαβική προπαγάνδα των Βουλγάρων στον 19ο αιώνα και του Τίτο στον 20ο αιώνα.
2. Πουθενά στη Συμφωνία δεν γίνεται λόγος για «Μακεδονική» εθνότητα. Πουθενά! Η συμφωνία αναγνωρίζει «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» ιθαγένεια. Δηλαδή, νομικό όρο που ορίζει τη σχέση ενός πολίτη με ένα κράτος. Σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα που αναφέρεται η ιθαγένεια του κατόχου, θα αναγράφεται πλέον το παραπάνω και ΟΧΙ σκέτο «Μακεδονική». Κοινώς, τα διαβατήρια των χιλιάδων πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας που κατέκλυζαν κάθε χρόνο την Ελλάδα για διακοπές ή για σπουδές ή για οικονομικούς/επιχειρηματικούς λόγους, πλέον στα διαβατήρια τους ΔΕΝ θα αναγράφει μόνο την λέξη «Μακεδονική» στο σημείο που αναφέρεται η ιθαγένεια του κατόχου.
Επιπρόσθετα, στις τροποποιήσεις στις οποίες προχώρησε το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας στο Σύνταγμα του, διευκρίνισε ρητώς και κατηγορηματικώς στο άρθρο 2 πως:
«η ιθαγένεια…όπως προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα ορίζει ή προκαθορίζει την εθνότητα των πολιτών».
Ακόμα, στο κείμενο της ρηματικής διακοίνωσης του υπουργείου Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας που απεστάλη στην Ελλάδα όταν ολοκληρώθηκαν οι συνταγματικές αλλαγές που προέβλεπε η Συμφωνία, υπήρχε και αντίστοιχη σχετική διευκρίνιση πως:
«ο χαρακτηρισμός της ιθαγένειας (nationality) ως «μακεδονικής/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονία» δεν αναφέρεται σε «εθνότητα» (ethnic affiliation / ethnicity)…».
3. Η «Μακεδονική» γλώσσα, που όπως αναφέρεται και στην συμφωνία αλλά και όπως παραδέχονται σημαίνοντες προσωπικότητες του «Μακεδονικού ζητήματος» όπως ο κ. Μέρτζος – πρώην πρόεδρος της Εταιρίας Μακεδονικών σπουδών – με σχετική αρθρογραφία του στην Καθημερινή, έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ και από την Ελλάδα από το 1977. Και παρόλα αυτά, σ’ ένα “κεκτημένο” των γειτόνων μας, με «ιστορία» 40 και πλέον ετών, αποδέχτηκαν να αναγνωρίσουν και να συμπληρώσουν, πως πρόκειται για γλώσσα που «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών» .Επιπλέον, πως «η επίσημη γλώσσα (της Βόρειας Μακεδονίας)…δεν έχει σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του Πρώτου Μέρους (της Ελλάδος)» (Άρθρο 7, παρ. 4). Ακόμα, πως η «Μακεδονική» γλώσσα είναι διακριτά διαφορετική από αυτή «του Ελληνικού πολιτισμού, της ιστορίας, της κουλτούρας και της κληρονομιάς αυτής της περιοχής (Μακεδονίας) από την αρχαιότητα έως σήμερα» (Άρθρο 7, παρ. 3).
Επιπλέον, στο άρθρο 2 του Συντάγματος της Β. Μακεδονίας, μετά τις απαραίτητες από την Συμφωνία αλλαγές στις οποίες έπρεπε να προχωρήσει, αναγνωρίζει πως εκτός από την επίσημη «Μακεδονική» γλώσσα στα προσωπικά και ταξιδιωτικά έγγραφα η αναφορά της ιθαγένειας, για όσους δεν ομιλούν τη «μακεδονική γλώσσα», θα αναγράφεται και στο αλφάβητο που αυτοί χρησιμοποιούν. Με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζει πως υπάρχουν πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας που μιλούν άλλες γλώσσες.
4. Ξεκαθαρίζει με τον ποιο κρυστάλλινο τρόπο πως η ιστορία, ο πολιτισμός, η κληρονομιά και άλλα χαρακτηριστικά της Βόρειας Μακεδονίας «δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της» της ελληνικής Μακεδονίας. (Άρθρο 7, παρ. 3 και παρ. 4).
Με δυο λόγια, αποκαταστάθηκε με την Συμφωνία των Πρεσπών η ιστορική παραχάραξη που καλλιεργούνταν για πάνω από έναν αιώνα, αναφορικά με την αρχαία ιστορία και κληρονομιά της Μακεδονίας του Φιλίππου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη κτλ. Και μόνο αυτό να είχε πετύχει η Συμφωνία, θα ήταν μια τεράστια «νίκη» της αλήθειας. Μια πελώρια εθνική επιτυχία! Και μόνο αυτό…Αλλά δεν είναι μόνο αυτό…!
5. Όλοι οι οργανισμοί, εταιρίες, δημόσιες αλλά και ιδιωτικές οντότητες, οι οποίες σχετίζονται με το Κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, έχουν συσταθεί με νόμο και απολαμβάνουν οικονομικής υποστήριξης από το Κράτος για δραστηριότητες στο εξωτερικό, οφείλουν να «ευθυγραμμίσουν» το όνομα/τίτλο τους με το επίσημο πλέον όνομα του κράτους. Δηλαδή θα πρέπει να προστεθεί ο επιθετικός προσδιορισμός «Βόρεια» οπουδήποτε χρησιμοποιούνταν έως πρότινος ο όρος «Μακεδονία».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τίτλος «Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας». Η Βόρεια Μακεδονία δεν μπορεί να έχει πλέον κρατικό ή κρατικός επιχορηγούμενου ιδιωτικό πανεπιστημιακό ίδρυμα με αυτό τον τίτλο. Θα πρέπει να μετατραπεί σε «Πανεπιστήμιο της Βόρειας Μακεδονίας». Αντίστοιχα, για κρατικά αεροδρόμια ή ό,τι άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς. (Άρθρο 1, παρ. 3.ζ.)
6. Η Συμφωνία των Πρεσπών ΔΕΝ επηρεάζει την «παρούσα εμπορική χρήση» των «εμπορικών ονομασιών, εμπορικών σημάτων και των επωνυμιών και όλα των σχετικών ζητημάτων σε διμερές και διεθνές επίπεδο», μέχρι οι επιχειρηματικές κοινότητες των δύο χωρών να καταλήξουν σε αμοιβαίως αποδεκτές λύσεις. Για το σκοπό αυτό η Συμφωνία προβλέπει πως «θα δημιουργηθεί μία διεθνής ομάδα ειδικών η οποία θα αποτελείται από εκπροσώπους των δύο Κρατών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την κατάλληλη συμβολή των Ηνωμένων Εθνών και του ΔΟΤ (ISO)» η οποία στοχεύει στη λύση όλων των ανοιχτών θεμάτων μέχρι εντός του 2022, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι οποίες συζητήσεις δεν μπορούν να επεκταθούν πέραν αυτού του χρονικού ορίου αν αυτό κριθεί απαραίτητο. (Άρθρο 1, παρ. 3.θ.)
7. Εξασφαλίζεται η αναγνώριση και ο σεβασμός της κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας, των συνόρων και της πολιτικής ανεξαρτησίας και των δύο κρατών. Και μεταξύ τους αλλά και με τρίτα μέρη! Επίσης, τα δύο κράτη «δεσμεύονται να μην επιχειρούν, υποκινούν, υποστηρίζουν και/ ή ανέχονται οιεσδήποτε πράξεις ή δραστηριότητες μη φιλικού χαρακτήρα που στρέφονται κατά του άλλου Μέρους. Κανένα από τα Μέρη δεν θα επιτρέπει να χρησιμοποιείται η επικράτειά του κατά του άλλου Μέρους από οιοδήποτε τρίτο κράτος, Οργανισμό, ομάδα ή άτομο που προβαίνει ή αποπειράται να προβεί σε ανατρεπτικές, αποσχιστικές δράσεις ή δράσεις ή δραστηριότητες που απειλούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ειρήνη, τη σταθερότητα ή την ασφάλεια του άλλου Μέρους» (Άρθρο 3).
Και έτσι η Βόρεια Μακεδονία «αποχαιρέτησε» την Τουρκία και εμείς εξασφαλίσαμε τα βόρεια σύνορα μας. Ή τουλάχιστον τα είχαμε εξασφαλίσει μέχρι η κυβέρνηση Μητσοτάκη να τα κάνει μαντάρα με την Αλβανία και να φέρει την Τουρκία από εκεί…
Επιπλέον, εξασφαλίστηκε πως τίποτα στο Σύνταγμα τώρα ή στο μέλλον δεν θα μπορεί να αποτελέσει «τη βάση για παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου Μέρους σε οιαδήποτε μορφή και για οιοδήποτε λόγο, περιλαμβανομένης της προστασίας του καθεστώτος και των δικαιωμάτων οιωνδήποτε προσώπων δεν είναι πολίτες του (Άρθρο 4, παρ 3).
Αντίστοιχες προβλέψεις, που κάνουν λόγο για «προπαγάνδα από κρατικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες αμέσως ή εμμέσως ελεγχόμενες από το κράτος και για την πρόληψη δραστηριοτήτων που πιθανόν να υποδαυλίζουν τον σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό…» ή αντίστοιχες από «ιδιωτικές οντότητες που πιθανόν υποδαυλίζουν την βία, το μίσος ή την εχθρότητα εναντίον του άλλου μέρους» προβλέπονται από τη Συμφωνία (Άρθρο 6).
Όλα τα παραπάνω είναι προς απάντηση στις πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας που δήλωσε πως «έχουμε τους ανθρώπους που δηλώνονται ως Μακεδόνες και στην Ελλάδα. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν τους εγκαταλείπουμε». Η Συμφωνία των Πρεσπών ουσιαστικά απαγορεύει στο κ. Πενταρόφσκι να προβαίνει σε τέτοιες δηλώσεις και η ελληνική κυβέρνηση με βάση τις προβλέψεις του άρθρου 19 της Συμφωνίας μπορεί να πάει την Βόρεια Μακεδονία ακόμα και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την καταδίκη των σχετικών δηλώσεων. Και αυτό μπορεί να το κάνει και για τον κάθε «κ. Πενταρόφσκι» που μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον. Διότι, σύμφωνα με το άρθρο 20, παρ. 9 «Οι διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες»…Η νομική μας φαρέτρα πλέον είναι γεμάτη και έτοιμη προς χρήση.
Ας κάνει λοιπόν το χρέος της η σημερινή κυβέρνηση και ας χρησιμοποιήσει τα «όπλα» που της έδωσε η Συμφωνία των Πρεσπών, αντί να γκρινιάζει υποκριτικά είτε αυτή είτε ΜΜΕ φίλα προσκείμενα σε αυτή…Η ευθύνη για την εφαρμογή της συμφωνίας ανήκει στις εκάστοτε κυβερνήσεις!
8. Σύμφωνα με το άρθρο 8, παρ. 2 η Βόρεια Μακεδονία «θα επανεξετάσει το καθεστώς των μνημείων, δημόσιων κτιρίων και υποδομών στην επικράτειά του, και στο μέτρο που αυτά αναφέρονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική ιστορία και πολιτισμό που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς του Πρώτου Μέρους (Ελλάδας), θα προβεί στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες…».
Επιπλέον, στο ίδιο άρθρο, παρ. 3 η Συμφωνία απαγορεύει στο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας «να χρησιμοποιήσει ξανά καθ’ οιονδήποτε τρόπο και σε όλες τις μορφές του το σύμβολο που πριν απεικονιζόταν στην προηγούμενη εθνική σημαία του» και είναι αναγκασμένη να προχωρήσει στην «αφαίρεση του συμβόλου που απεικονιζόταν στην προηγούμενη εθνική σημαία του από όλους τους δημόσιους χώρους και δημόσιες χρήσεις στην επικράτειά του». Με δύο λέξεις ο «Ήλιος της Βεργίνας» πρέπει να φύγει από παντού άμεσα! Κατοχυρώθηκε πλέον ως trademark της ελληνικής ιστορίας και μόνο της ελληνικής ιστορίας…
Τέλος, η παράγραφος 5, του άρθρου 8, προβλέπει τη συγκρότηση Μεικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, η οποία θα εξετάσει μεταξύ άλλων και τα σχολικά εγχειρίδια, χάρτες, ιστορικούς άτλαντες, ακόμα και οδηγούς διδασκαλίας, ώστε να απαλειφθούν, οι αλυτρωτικές αναφορές που γνωρίζουμε πως υπήρχαν.
Αν κάποιος σε όλα αυτά τα παραπάνω βλέπει μία «εθνικά επιζήμια συμφωνία» είναι για τα «σίδερα»…Αν αυτοί που κατάφεραν να φέρουν σε πέρας την, πέρα για πέρα, πατριωτική Συμφωνία των Πρεσπών είναι «προδότες», τότε «προδότες» (της οθωμανικής αυτοκρατορίας προφανώς…) ήταν και οι πρόγονοι μας το 1821. Και εγώ θέλω παρά πολύ να σταθώ περήφανα και όρθια στο πλευρό αυτών των «προδοτών» και να τους πω ένα τεράστιο «Ευχαριστώ»! Και θα σταθώ «μέχρι τέλους»…
Ένα πλατύ τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και ένα τεράστιο τμήμα του πολιτικού κόσμου οφείλει να ζητήσει ένα μεγάλο «Συγνώμη» από τους 153 βουλευτές, που έβαλαν το εθνικό συμφέρον πάνω από το πρόσκαιρο κομματικό όφελος ή το φόβο, που δικαιολογημένα τους προκάλεσε ο απίστευτος εθνικιστικός παροξυσμός που καλλιεργήθηκε από πάρα πολλούς ιδίως μετά τις 17 Ιουνίου 2018 και επικύρωσαν στις 25 Ιανουαρίου 2019 τη μεγαλύτερη ελληνική διπλωματική επιτυχία των τελευταίων δεκαετιών!