
Η ακροδεξιά δεν κυριαρχεί αριθμητικά στις διαδηλώσεις κατά της «δικτατορίας της κορώνας», αλλά είναι σαφές ότι προσπαθεί να κυριαρχήσει πολιτικά, θέτοντας τη δική της ατζέντα, εκμεταλλευόμενη τη «γενναιοδωρία» ενός φιλελεύθερου κράτους.
του Κώστα Αργυρού
Το να ακούς τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Αριστεράς στη γερμανική Βουλή να επαινεί έναν αστυνομικό για το θάρρος του και να ζητά την παρασημοφόρησή του, δεν είναι και κάτι που συμβαίνει συχνά.
Αυτό όμως ζήτησε ο Ντίτμαρ Μπαρτς, μιλώντας την Κυριακή στη γερμανική τηλεόραση, βλέποντας την εικόνα ενός από τους τρεις αστυνομικούς, χωρίς κράνος μάλιστα, να προσπαθεί να αποτρέψει την εισβολή στο Μπούντεσταγκ μιας ομάδας ακροδεξιών, που κρατούσαν τις σημαίες του Ράιχ, μετά τη διαδήλωση κατά των μέτρων περιορισμού του κορωνοϊού.
Αποδείχτηκε λοιπόν αυτό που πολλοί έλεγαν από καιρό. Δεν είναι όλοι ακροδεξιοί αυτοί που διαδηλώνουν κατά της «δικτατορίας της κορόνας» όπως την αποκαλούν, αλλά είναι οι ακροδεξιοί που προσπαθούν να δώσουν τον τόνο και να κερδοσκοπήσουν πολιτικά από την δυσθυμία ενός μέρους του πληθυσμού, κάνοντας ξανφνικά λάβαρο τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Είναι αυτοί που προσπαθούν ακριβώς να εκμεταλλευτούν τις «αδυναμίες» της Δημοκρατίας για να επιτεθούν εναντίον της. Αυτό αξίζει να το έχουν κατά νου και κάποιοι που προσπαθούν να ανακαλύψουν μέσα σε ένα εντελώς ετερόκλητο πλήθος διαδηλωτών το σπόρο για την γέννηση κάποιου καινούριου «ανυπόταχτου» κινήματος αμφισβήτησης.
Ακόμα και αν ήταν δεκάδες χιλιάδες οι διαδηλωτές του περασμένου Σαββάτου στο Βερολίνο, δεν παύουν να είναι εκπρόσωποι μιας μικρής μειοψηφίας, που κυμαίνεται γύρω στο 10% με 15% και δε μπορεί να θεωρηθεί «αντιπροσωπευτική» της λαϊκής διάθεσης. Και φυσικά δεν είναι όλοι ακροδεξιοί.

Αλλά δεν είναι και οι πιο αξιόπιστοι για να αποφασίσουν για τις τύχες των υπολοίπων. Οπως δε γίνεται αυτοί που μπορεί να αμφισβητούν με επιχειρήματα συγκεκριμένα μέτρα και αποφάσεις να δοθούν ως λάφυρο στον ακτιβισμό κάποιων ακροδεξιών γκρουπούσκουλων.
Βεβαίως και στη Γερμανία όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης υπάρχουν κριτικές φωνές για αντιφάσεις, που υπήρξαν τους τελευταίους μήνες, για αλλαγή πλεύσης σε ζητήματα κλειδιά, για αποφάσεις που δεν αιτιολογήθηκαν, για την στήριξη προς μεγάλες επιχειρήσεις, που δεν συνοδεύτηκε από αναλόγως γενναία μέτρα για τους εργαζόμενους ειδικά για εκείνους που κάνουν επισφαλή και περιστασιακή εργασία.
Και εδώ οι ευθύνες της πολιτικής είναι φυσικά μεγάλες. Σε κάποιες χώρες μάλιστα, όπως η Ελλάδα, όπου κυριάρχησε η λογική του «βλέποντας και κάνοντας», ακόμα μεγαλύτερες. Αλλά ειδικά στην περίπτωση της Γερμανίας, η αίσθηση του «αλαλούμ» συχνά διογκώθηκε και από το γεγονός ότι λόγω του ομοσπονδιακού χαρακτήρα της υπήρξε διαφορετική αντιμετώπιση για το ίδιο θέμα από τα διαφορετικά κρατίδια.
Και αυτό ήταν το καλύτερο λίπασμα για να δυναμώσει το δέντρο των αρνητών και συνωμοσιολόγων. Οταν μια αντιπροσωπευτική εξουσία δείχνει αντιφατική, αμήχανη, χωρίς προσανατολισμό είναι λογικό να προκαλεί αμφιβολίες. Και όταν αρχίζει να προσφεύγει σε προληπτικό αυταρχισμό δίνει την καλύτερη δικαιολογία σε ακραίους να την προκαλέσουν να καταπατήσει η ίδια τις αρχές της Δημοκρατίας.
Ωστόσο δε μπορεί να ελπίζει κανείς σοβαρός προοδευτικός άνθρωπος, ότι ένα τέτοιο συνοθύλευμα από νοσταλγούς του παρελθόντος, συνωμοσιολόγους, αντι-εμβολιαστές, μεταφυσιστές, αντι-τεχνολογιστές και κάποιους ίσως καλοπροαίρετους αμφισβητίες της «υπερβολής των μέτρων», μπορεί να είναι η απάντηση στα σύγχρονα ζητήματα της δημοκρατίας και τις όποιες δυσλειτουργίες της.
Εδώ και καιρό κάποιοι κάνουν ότι μπορούν για να μεταμορφωθούν σε «μάρτυρες» και να δικαιολογήσουν στη συνέχεια τα γκριζόμαυρα σχέδια τους.
Αν κάποιοι Αριστεροί, απελπισμένοι από την χρόνια παθητικότητα της κοινωνίας απέναντι στην εξουσία, πιστέψουν σε τέτοιους μάρτυρες, προσδοκώντας κάποιο ξέσπασμα «λαϊκής αγανάκτησης» που θα ανατρέψει το κατεστημένο θα έχουν προσφέρει την καλύτερη υπηρεσία στον αυταρχισμό των νεοφιλελεύθερων, που προσπαθεί να απαξιώσει και συχνά και να ποινικοποιήσει προκαταβολικά οποιαδήποτε διαφορετική γνώμη.