
Τα «ζόμπι» θα πάρουν την εκδίκησή τους
Πρόκειται για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται περίπου 1,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Είναι αυτές οι επιχειρήσεις που η πανδημία της έχει καταστήσει ζωντανές – νεκρές. Σήμερα μιλάμε με την Άννα, που διατηρεί κατάστημα με είδη δώρων και τέχνης.
-
19.03.2021 Ελένη Μπέλλου
Σύμφωνα με την περιβόητη έκθεση Πισσαρίδη στην Ελλάδα διαβιούν περίπου 820.000 «ζόμπι». Μην πανικοβάλλεστε! Μετά τους λιμούς, τους σεισμούς και τους καταποντισμούς – αν και έτοιμοι για να τα ζήσουμε όλα πια – δεν είμαστε μάρτυρες της Αποκάλυψης, όπως την αποτύπωσε στον κινηματογραφικό φακό ο Τζορτ Ρομέρο, το μακρινό 1968.
Πρόκειται απλά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται περίπου 1,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι, ως αυτοαπασχολούμενοι ή μισθωτοί και σύμφωνα με το «δόγμα» Πισσαρίδη θα πρέπει να τις «θανατώσουμε» γιατί μας είναι «άχρηστες». Είναι αυτές οι επιχειρήσεις για τις οποίες ο υφυπουργός Εργασίας Παναγιώτης Τσακλόγλου, που συνυπογράφει την έκθεση Πισσαρίδη, έχει δηλώσει από την αρχή της πανδημίας ότι «δεν θα αντέξουν» και πως «αρκετές μπορεί να εξαγορασθούν από μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου τους», χωρίς αυτό να αποτελεί κάτι το αρνητικό.
Είναι αυτές οι επιχειρήσεις που η πανδημία της έχει καταστήσει ζωντανές – νεκρές. Και είναι ή πανδημία που έχει δώσει τη δυνατότητα στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να κάνει την κρίση… ευκαιρία για την υποτιθέμενη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, θανατώνοντας τα απανταχού «ζόμπι», με το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος.
Η εργασία που απελευθερώνει
Η Άννα είναι ένα από τα «ζόμπι» που διατηρεί κατάστημα με είδη δώρων και τέχνης. Πρόκειται για μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
«Όταν τελείωσα το Πανεπιστήμιο είχα την τύχη να δουλέψω εξαρχής στον κλάδο μου και υποτίθεται ότι έκανα μία καλή καριέρα σε αυτόν. Με την ανεργία να χτυπάει ανελέητα τους νέους και τους περισσότερους φίλους μου να αναγκάζονται να κάνουν δουλειές του ποδαριού, θεωρούσα τότε ότι είχα σταθεί πραγματικά τυχερή. Μετά από περισσότερα από 15 χρόνια ως υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα κατάλαβα, όμως, ότι δεν επρόκειτο για τίποτα παραπάνω από μια τρύπα στο νερό», λέει.
Όλα αυτά τα χρόνια δούλευε ως διαφημίστρια, μια δουλειά ιδιαίτερα απαιτητική, τόσο σε χρόνο όσο και σε κόπο. «Ξόδεψα τόσα χρόνια δουλεύοντας ατελείωτες υπερωρίες, ανάλωσα τη δημιουργικότητά μου σε κάτι που κατέληξα να απεχθάνομαι βαθιά, λογοδοτούσα σε ανωτέρους που σκόρπιζαν αφειδώς εκφοβισμό και δώρισα την υπεραξία της εργασίας μου στα αφεντικά μου. Αυτά, ήταν τα μεγάλα μου επιτεύγματα…», εξηγεί. «Ο μεγαλύτερος μισθός που πήρα ποτέ ήταν 1.300 ευρώ, για λίγο όμως γιατί όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση γύρισα πίσω ολοταχώς στα 750 ευρώ. Περικοπές στο πορτοφόλι των εργαζομένων, αλλά όχι και σε αυτό των εταιρειών. Όταν δε παραιτήθηκα έπαιρνα πια 800 ευρώ στο χέρι και 200 ευρώ σε προπληρωμένα κουπόνια για το σουπερμάρκετ. Και όχι, ο εργοδότης που μας μοίραζε τα κουπόνια δεν ήταν σίγουρα κομμουνιστής…», θα πει με ειρωνεία.
Πήγαινα και καθόμουν στο μαγαζί μου με κλειστά ρολά και μετρούσα την καταστροφή.
Κάπως έτσι η Άννα ερχόμενη σε ένα εργασιακό αδιέξοδο, όταν πριν 3 χρόνια έφτασε πια η ώρα να συνταξιοδοτηθούν οι γονείς της, αποφάσισε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. «Ήταν η μεγάλη μου ευκαιρία για να απελευθερωθώ, όχι μόνο από τις εργασιακές γαλέρες των διαφημιστικών εταιρειών, αλλά και από έναν χώρο που δεν μου ταίριαζε», σημειώνει. «Ήξερα ότι δεν θα γίνω πλούσια και δεν με ένοιαζε καθόλου αυτό. Θα έβγαζα το μεροκάματό μου με αυτό που εγώ ορίζω ως αξιοπρέπεια», σημειώνει και τονίζει πως ακόμη και τώρα που τα συνεχή lockdown την έχουν φέρει στο χείλος του οικονομικού γκρεμού, πρόκειται για μια απόφαση για την οποία δεν μετάνιωσε ποτέ.
«Όταν ανακοινώθηκε το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Ελλάδα, κατάλαβα αμέσως τι επρόκειτο να συμβεί. Αν και πίστευα ακράδαντα ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση ήταν ανίκανη να διαχειριστεί την κρίση που επέρχετο, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα κατάφερνε, όχι μόνο να μην με διαψεύσει, αλλά και να κάνει πραγματικότητα τα χειρότερα σενάρια που μπορούσαν να περάσουν από το νου μου», λέει η Άννα. «Το βράδυ της 23ης Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία ανακοινώθηκε το πρώτο lockdown, έμεινα να παρακολουθώ τα ρολά του μαγαζιού μου να κατεβαίνουν και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που κατέβαιναν από τα μάτια μου», θυμάται.
Ο θάνατος του εμποράκου
«Πέρασα όλα τα στάδια του πένθους για την εργασιακή κανονικότητα που έχασα. Στην αρχή ένιωθα άρνηση. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι θα περάσει γρήγορα αυτή η περιπέτεια. Μετά ακολούθησε ο θυμός. Παρακολουθούσα τα δελτία ειδήσεων και αγγίζοντας τα όρια της γραφικότητας έβριζα την τηλεόραση. Όσο ο αριθμός των νεκρών της πανδημίας μεγάλωνε και τα κρεβάτια στις ΜΕΘ μειώνονταν, με κυρίευσε ο φόβος μην συμβεί κάτι κακό σε κάποιον δικό μου άνθρωπο κι αποφάσισα να το διαπραγματευτώ και να αφήσω κατά μέρους το εργασιακό μου κόστος. Και ύστερα ήρθε η βαθιά θλίψη. Πήγαινα και καθόμουν στο μαγαζί μου με κλειστά ρολά και μετρούσα την καταστροφή», λέει η Άννα. «Το στάδιο της αποδοχής δεν ήρθε ποτέ όμως. Τώρα, όχι μόνο δεν μπορώ να αποδεχτώ την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει, αλλά νιώθω ότι δεν υπάρχει διέξοδος, ο θυμός μου έχει γίνει οργή, ο φόβος έχει μετατραπεί σε τρόμο, και η θλίψη σε κατάθλιψη», σημειώνει.
Είχαμε πτώση τζίρου 90% σε σχέση με το 2019. Οι γονείς μου άφησαν στα χέρια μου μια υγιή επιχείρηση και τώρα την συντηρώ όπως – όπως από την πενιχρή σύνταξή τους.
Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε και η Άννα λειτούργησε το κατάστημά της τυπικά έξι μήνες. «Όταν λέμε για καταστροφή, μιλάμε για ολική καταστροφή. Για το κατάστημά μου που είναι 20 τ.μ. πληρώνω 1.000 ευρώ ενοίκιο, 220 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές, 200 ευρώ ΔΕΗ, 45 ευρώ τηλεφωνία, 15 ευρώ ΕΥΔΑΠ και 50 ευρώ τον λογιστή μου. Αν συνυπολογίσεις και το κεφάλαιο του εμπορεύματος, αυτό σημαίνει ότι εγώ είτε ανοίξω, είτε δεν ανοίξω, η μέρα ξεκινάει με πάγια έξοδα της τάξης των 70 ευρώ», μου εξηγεί. «Τώρα που έκλεισε κι επισήμως το φορολογικό έτος, μπορώ να σου πω ότι είχα πτώση τζίρου 90% σε σχέση με το 2019», λέει. «Οι γονείς μου άφησαν στα χέρια μου μια υγιή επιχείρηση και τώρα την συντηρώ όπως – όπως από την πενιχρή σύνταξή τους», θα συμπληρώσει.
Όταν την ρωτάω για τα μέτρα της κυβέρνησης προς τις επιχειρήσεις, με διορθώνει και μου επισημαίνει ότι δεν υπήρξαν μέτρα, αλλά δάνεια της κυβέρνησης προς τις επιχειρήσεις. «Εγώ είχα καταφέρει ως επιχειρηματίας να μην χρωστάω ούτε ένα ευρώ πουθενά. Είχα πάντα πληρωμένα τα ενοίκιά μου, τους λογαριασμούς μου, την εφορία μου, το ασφαλιστικό μου ταμείο και τους προμηθευτές μου», λέει. «Ξαφνικά έρχεται μια παγκόσμια κρίση, κλείνεις την επιχείρησή σου με κρατική εντολή και αντί να υπάρξει μία πρόνοια ώστε να μην καταρρεύσει ο κλάδος, έρχεται η κυβέρνηση και σου λέει πάρε επιστρεπτέα προκαταβολή. Δανείσου δηλαδή ουσιαστικά από τον εαυτό σου και επέστρεψε τα χρήματα αυτά – που είναι οι φόροι που έχεις πληρώσει – στα κρατικά ταμεία με τόκο. Μικρό τόκο μεν, αλλά τόκο», σημειώνει.
«Όσο για τα μέτρα περί αναστολής πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών ή τυχόν δόσεων δανείων που έχει μια επιχείρηση, δεν αποτελούν παρά ένα ακόμη δάνειο, αυτή τη φορά χρόνου. Δεν μιλάμε για ελάφρυνση, αλλά για συσσώρευση των χρεών και μετάθεση της αποπληρωμής τους», συνεχίζει. «Το δε μέτρο της επιδότησης μέρους του ενοικίου, είναι απλά αστείο. Σε διαβεβαιώ ότι οι περισσότεροι επιχειρηματίες συνεχίζουν να καταβάλλουν ενοίκιο, αν όχι ολόκληρο τουλάχιστον ένα μέρος του κανονικά και μαύρα», συμπληρώνει.
Έχω φτάσει στο σημείο να λέω, ευτυχώς που δεν είχα υπάλληλο γιατί δεν θα άντεχα να πάρω στον πάτο αυτής της οικονομικής καταστροφής κι άλλον άνθρωπο μαζί μου.
Πάντα όμως υπάρχουν και χειρότερα. «Η τραγωδία είναι μεγαλύτερη για τους εργαζόμενους σε αναστολή που υποτίθεται δικαιούνται μείωση στα ενοίκια που καταβάλουν για το σπίτι που ζουν. «Εχθές στεκόμουν στην ουρά του ταχυδρομείου, όταν άκουσα μια γυναίκα πίσω μου να μιλάει στο τηλέφωνο κλαίγοντας. Από ό,τι κατάλαβα στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού στο οποίο μένει, ο οποίος ήθελε να τους κάνει έξωση. Η γυναίκα πάσχιζε να του εξηγήσει ότι με την ίδια να έχει μείνει άνεργη λόγω πανδημίας και τον σύζυγό της σε αναστολή, αν τους βγάλει από το σπίτι θα καταλήξουν τα παιδιά της στον δρόμο. Αν δεν ήταν τα υγειονομικά μέτρα θα ήθελα να την έχω πάρει μια αγκαλιά για να την ηρεμήσω και αν είχα ένα δεύτερο σπίτι θα ήθελα να της δώσω τα κλειδιά να πάει να μείνει με την οικογένειά της ήρεμη», διηγείται η Άννα. «Έχω φτάσει στο σημείο να λέω, ευτυχώς που δεν είχα υπάλληλο γιατί δεν θα άντεχα να πάρω στον πάτο αυτής της οικονομικής καταστροφής κι άλλον άνθρωπο μαζί μου», σημειώνει.
Ίδια σταθμά, ίδια μέτρα;
Η Άννα ως φυσικό πρόσωπο πίσω από μία πολύ μικρή και ατομική επιχείρηση βρίσκεται στην κατώτερη κλίμακα επιδοτήσεων. Αυτό σημαίνει ότι έλαβε στην αρχή ένα επίδομα 840 ευρώ που δόθηκε για τους 2 πρώτους μήνες τoυ lockdown, έκανε χρήση 3 κύκλων επιστρεπτέας προκαταβολής ύψους 1.000 ευρώ και του τελευταίου, όπου η επιδότηση έπεσε στα 500 ευρώ. «Με το lockdown να συνεχίζεται εις το διηνεκές και την αγορά να βράζει, βγήκε μετά ο Γεωργιάδης και ο Σταϊκούρας και είπαν ότι θα λάβει τη μορφή επιδότησης το 30- 50% των επιστρεπτέων. Το ίδιο είναι να χαρίσει – εντός πολλών εισαγωγικών – σε εμένα 2.000 ευρώ, το ίδιο να χαρίσει τα μισά από τα 100.000 ευρώ που τράβαγαν σε κάθε κύκλο οι μεγάλες επιχειρήσεις;», αναρωτιέται η Άννα και κάνει λόγο για οριζόντια μέτρα που στόχο είχαν καθαρά, όχι μόνο την επιβίωση αλλά και την επέκταση των μεγάλων παικτών της αγοράς.
Όπως σημειώνει, άλλωστε, η επιδότηση που δόθηκε μέσω ΕΣΠΑ με φορέα την Περιφέρεια Αττικής ήταν φωτογραφική. Η ίδια απευθύνθηκε στον λογιστή της και της είπε ότι δεν άξιζε καν να χάσει χρόνο συγκεντρώνοντας τα απαραίτητα έγγραφα. Ήταν εκτός. Τονίζει, επίσης, ότι η κάνουλα της τραπεζικής ρευστότητας έδωσε τη δυνατότητα στους μεγαλοεπιχειρηματίες να κάνουν τις επενδύσεις τους με επιτόκια που θα είχαν «ντραπεί» ακόμη και να τα ξεστομίσουν ως ευσεβείς πόθους.
Δεν είναι click away, είναι δώρο άδωρον
Πρώην διαφημίστρια η ίδια, όταν η συζήτηση έρχεται στο click away, click in shop και τους λοιπούς ευφάνταστους όρους που έχουν κάνει τον Μπαμπινιώτη να γίνει το πιο trendy meme στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, απλά γελάει. «Λίγο πριν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά η κυβέρνηση διέρρεε μέσω των επιδημιολόγων ότι θα άνοιγε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τη μέθοδο του clickaway, αλλά όχι τα μεγάλα εμπορικά κέντρα για να αποφευχθεί συνωστισμός. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και με τη συνήθη πρακτική της η κυβέρνηση ανακοινώθηκε ότι θα ανοίξουν κατά τον ίδιο τρόπο τα malls και οι μεγάλοι όμιλοι του λιανεμπορίου. Ποιος δούλεψε τελικά νομίζω ότι το είδαμε στις τεράστιες ουρές έξω από τα μεγάλα πολυκαταστήματα του κέντρου, μιας και οι ταχυμεταφορές είχαν ήδη γονατίσει εξυπηρετώντας τις παραγγελίες αυτών των ίδιων μεγάλων πολυκαταστημάτων», λέει η Άννα.
Σε lockdown βρίσκονται μόνο οι κλάδοι του λιανεμπορίου και της εστίασης στην πραγματικότητα.
Το μαγαζί της δεν διαθέτει e-shop γιατί όπως λέει πρόκειται για ένα είδος εμπορίου που απαιτεί τη φυσική παρουσία. «Όταν ένας άνθρωπος θέλει να κάνει ένα δώρο σε κάποιον, θέλει να δει, να αγγίξει, να ζητήσει την άποψή σου για το ποια θα μπορούσε να είναι η καλύτερη επιλογή. Αγοράζει στα αλήθεια αγάπη και χαρά για κάποιον. Είναι μια μικρή ιεροτελεστία και όχι ένα ψυχρό κλικ σε ένα πληκτρολόγιο. Αυτή η συναναστροφή με ανθρώπους που περνούν το κατώφλι του καταστήματός μου, με την καλή διάθεση για να προφέρουν στους αγαπημένους τους, είναι και αυτό που μου έχει λείψει περισσότερο από την καθημερινότητα της δουλειάς μου», σημειώνει η Άννα. «Εκμεταλλεύομαι τον χρόνο της καραντίνας για να στήσω ένα e-shop, αλλά λόγω της εμπειρίας μου στον χώρο δεν έχω αυταπάτες. Δεν είναι αυτή η λύση. Δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστώ στο πεδίου του ηλεκτρονικού εμπορίου γιατί αφενός οι καταναλωτές συνηθίζουν να αγοράζουν από μεγάλες αλυσίδες, αφετέρου δεν μπορώ να διαθέσω τα χιλιάδες ευρώ που δαπανούν αυτές οι αλυσίδες στις διαφημιστικές τους δαπάνες», λέει. «Άνοιξα κι εγώ το μαγαζί μου για μια εβδομάδα πριν τις γιορτές, αλλά μηδέν εις το πηλίκον. Το μόνο που κατάφερα ήταν να θέσω την υγεία μου σε κίνδυνο επειδή έμπαινα στο μετρό», σημειώνει και συμπληρώνει ότι τα έξοδα ήταν μεγαλύτερα από τα έσοδα κι έτσι δεν μπήκε ξανά στη διαδικασία. Δώρο, άδωρον σαν να λέμε…
Το ακορντεόν και το βιολάκι
Σχολιάζοντας τους κυβερνητικούς χειρισμούς επί της πανδημίας, η Άννα απορεί πρώτα από όλα για ποιο lockdown συζητάμε. «Σε lockdown βρίσκονται μόνο οι κλάδοι του λιανεμπορίου και της εστίασης στην πραγματικότητα. Το δημόσιο, οι βιομηχανίες, οι βιοτεχνίες, οι μεγάλες εταιρίες και τα παντός είδους γραφεία υπηρεσιών δουλεύουν κανονικά και με τον νόμο. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που συνωστίζονται καθημερινά στα μέσα μαζικής μεταφοράς, για τα οποία η κυβέρνηση δεν φρόντισε να πάρει κανένα απολύτως μέτρο. Lockdown σημαίνει ότι αγοράζουμε χρόνο ώστε να ενισχυθεί το δημόσιο σύστημα Υγείας, για να μπορέσει στη συνέχεια να ανταποκριθεί επαρκέστερα στις αυξημένες ανάγκες της πανδημίας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τους 7.000, τα ημερήσια κρούσματα τα 3.000, οι διασωληνωμένοι τους 600 και οι ελεύθερες κλίνες ΜΕΘ μετριούνται στα δάχτυλα. Μια στέλνουμε τα παιδιά μας στα σχολεία για να συγχρωτιστούν επί 7 ώρες με άλλα 25 παιδιά στην ίδια τάξη, επειδή οι λοιμοξιωλόγοι ισχυρίζονται ότι δεν κολλάνε, μια ο ιός διασπείρεται ενδοοικογενειακά και τα έχουμε εγκλωβισμένα μέσα σε τέσσερεις τοίχους να προσπαθούν όταν έχει ίντερνετ να κάνουν τηλεκπαίδευση. Εμείς απαγορεύεται να πάμε μια βόλτα μέχρι την πλατεία της γειτονιάς μας γιατί μπορεί ξαφνικά να βρεθούμε χτυπημένοι και φορτωμένοι με τον μισό ποινικό κώδικα από την αστυνομία, και ο πρωθυπουργός σπάει κάθε τρεις και λίγο την καραντίνα, ενώ ο αντιπρόεδρος του κόμματος του παίρνει κατ’ εξαίρεση άδειες για να κάνει κουμπαριές. Κι αν κάνεις το λάθος να ανοίξεις την τηλεόραση, έχεις όσους μιλούν εκεί να σου λένε ότι όλα πάνε καλά!», λέει.
«Δεν εμπιστεύομαι την κυβέρνηση. Απέδειξαν ότι δεν είναι μόνο ανίκανοι αλλά και επικίνδυνοι», θα σημειώσει η Άννα. «Υγεία, οικονομία, χάνονται όλα. Τώρα κινδυνεύουμε να χάσουμε και όση Δημοκρατία μας είχε απομείνει», θα συμπληρώσει. «Υποτίθεται ότι παίρνουν μέτρα ακορντεόν, αλλά εγώ αυτό που βλέπω είναι το βιολί… βιολάκι τους».
Η επόμενη μέρα των ζωντανών – νεκρών
Η Άννα δεν είναι αισιόδοξη για την επόμενη μέρα. «Αυτή τη στιγμή είμαστε ζωντανοί – νεκροί και δεν μπορούμε να κάνουμε καμία πρόβλεψη για το τι έπεται», λέει. Σχολιάζοντας την επερχόμενη άρση του lockdown για το λιανεμπόριο, απορεί… «Μας έκλεισαν όταν είχαμε 50 κρούσματα και θα μας ανοίξουν στην κορύφωση του τρίτου κύματος της πανδημίας;», λέει.
Δεν εμπιστεύομαι την κυβέρνηση. Απέδειξαν ότι δεν είναι μόνο ανίκανοι αλλά και επικίνδυνοι.
«Αν έκανε κανείς μια βόλτα στη γειτονιά που διατηρώ το κατάστημά μου και έπιανε κουβέντα με καταστηματάρχες προ πανδημίας, θα διαπίστωνε ότι πολλοί εκ των συναδέλφων μου, των λεγόμενων “ζόμπι”, πίστεψαν ότι αποτελούν τη μεσαία τάξη και ψήφισαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη που τους έταζε λαγούς με πετραχήλια», λέει η Άννα δηκτικά. «Από όσα ακούω όμως τώρα πια, νομίζω ότι αυτά τα ζόμπι στις επόμενες εκλογές θα πάρουν την εκδίκησή τους».
«Για εμένα, που έχω το γνώθι σαυτόν ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι για πάντα μια εργάτρια, η εκδίκηση θα είναι το ότι θα παλέψω με νύχια και με δόντια για να κρατήσω την μικρή μου επιχείρηση ζωντανή. Δεν θέλω ποτέ ξανά να δουλέψω για κάποιο αφεντικό», λέει η Άννα. «Μπορεί να μην τα καταφέρω, αλλά θα σίγουρα θα προσπαθήσω», θα καταλήξει.