
Τηλεκπαίδευση: Η μοίρα των παιδιών που έγινε αβάσταχτη
Πώς να εξηγήσεις στα παιδιά γιατί βρίσκονται φυλακισμένα σε ένα σπίτι επί έναν ολόκληρο χρόνο; Πώς να αιτιολογήσουν ότι οι γονείς τους δεν πηγαίνουν στη δουλειά ή γιατί την έχασαν; Σήμερα μιλάμε με την Έλενα, εκπαιδευτικό σε δημόσιο δημοτικό σχολείο στο κέντρο της Αθήνας.
-
17.03.2021 Ελένη Μπέλλου
Μέσα σ’ αυτή τη φοβερή στιγμή της παγκόσμιας κρίσης πλήθυνε το κακό, που ήτανε πάντα πολύ, μεγάλωσε η αθλιότητα των απαθλιωμένων ανθρώπων. Ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο μικροεπαγγελματίας, ο υπάλληλος ζούνε μέσα σε μια αδιάκοπη αγωνία. Άγριος πόλεμος κοινωνικός έχει ξεσπάσει και οι πεινασμένοι διεκδικώντας τα πιο απλά δικαιώματά τους στη ζωή, γίνονται θύματα κι από τούτη την πλευρά. Μα απ’ όλους τους κυνηγημένους και τους απόκληρους τα τραγικότερα θύματα είναι τα παιδιά. Το παιδί του προλετάριου, το παιδί του φτωχού αγρότη, το παιδί του βιοπαλαιστή ήτανε πάντα σε θέση σκληρή και μειονεκτική. Μα τώρα έγινε πια η μοίρα του αβάσταχτη.
Πόσο τραγικά επίκαιρα φαντάζουν τα λόγια που έγραψε ο αγωνιστής δάσκαλος Δημήτρης Γληνός το 1932, σε ένα γράμμα του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι». Τότε η ανθρωπότητα είχε βυθιστεί στη δίνης μίας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και σαν μολυσματικός ιός εξαπλώθηκε στα πέρατα, οδηγώντας μέχρι και την Ελλάδα να «καταλήξει» σε μία ανυπολόγιστη πτώχευση. Σήμερα ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται ξανά σε κρίση κι αυτή τη φορά είναι στα αλήθεια υγειονομική, όμως οι εκφάνσεις της είναι τόσο οικονομικές αλλά και τόσο βαθιά κοινωνικές. Και τα μεγαλύτερα θύματά της για άλλη μια φορά θα είναι τα παιδιά.
Ζωή σε τέσσερις τοίχους
Πώς να εξηγήσεις στα παιδιά γιατί βρίσκονται φυλακισμένα σε ένα σπίτι επί έναν ολόκληρο χρόνο; Πώς να αιτιολογήσουν ότι οι γονείς τους δεν πηγαίνουν στη δουλειά ή γιατί την έχασαν; Πώς να καταλάβουν γιατί ο παππούς και η γιαγιά τους στέλνουν αγκαλιές και φιλιά από το μπαλκόνι; Τι να απαντήσεις όταν σε ρωτούν πότε θα ξαναπάμε στο πάρκο να παίξουνε; Γιατί η τάξη τους συρρικνώθηκε στις λίγες ίντσες μιας οθόνης και γιατί δεν χωράνε όλοι οι συμμαθητές τους σε αυτή;
Η τηλεκπαίδευση δε δημιουργεί μόνο θλιμμένα παιδιά, αλλά εντείνει και τις κοινωνικές ανισότητες
«Η ζωή μέσα σε τέσσερις τοίχους είναι εξαιρετικά δύσκολη, πολύ περισσότερο για τα παιδιά που σε αυτή την τρυφερή ηλικία έχουν ανάγκη να παίξουν, να δουν τους φίλους τους, να χαρούν, να γελάσουν και να κοινωνικοποιηθούν. Ο περιορισμός των παιδιών μέσα στο σπίτι σε συνδυασμό με την απουσία του σχολικού περιβάλλοντος το μόνο που μπορεί να φέρει είναι άγχος, θλίψη, μοναξιά κι αβεβαιότητα», λέει η Έλενα, που είναι δασκάλα.
Τάξη και κοινωνικές τάξεις
Η Έλενα διδάσκει σε ένα από τα εκατοντάδες δημόσια δημοτικά σχολεία του κέντρου της Αθήνας. Εδώ κι έναν χρόνο τάξη της είναι το λάπτοπ της και παιδιά της, όπως συνηθίζει να λέει τους μικρούς μαθητές της, η ψηφιακή τους αποτύπωση. Το τμήμα της θα μπορούσε να αποτελεί μια έμπρακτη απόδειξη ότι η παιδεία είναι ένα οικουμενικό δημοκρατικό εγχείρημα, που χωράει παιδιά διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, διαφορετικών εθνοτήτων, διαφορετικού χρώματος, διαφορετικής θρησκείας. Η τηλεκπαίδευση όμως έχει χαράξει μια βαθιά τομή, η οποία δεν είναι όπως πολλοί νομίζουν ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα εποχή, αλλά καθαρά ανάμεσα στα προνομιούχα και μη προνομιούχα παιδιά.

«Η τηλεκπαίδευση δε δημιουργεί μόνο θλιμμένα παιδιά, αλλά εντείνει και τις κοινωνικές ανισότητες», υπογραμμίζει η Έλενα. «Τα προβλήματα που προκύπτουν από την τηλεκπαίδευση είναι πάρα πολλά και εμείς οι εκπαιδευτικοί καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε σε μια τόσο πρωτόγνωρη για όλους μας συνθήκη με πρώτο μέλημά μας το να μην αφήσουμε κανέναν μαθητή μας να αισθανθεί μόνος του», σημειώνει. «Αν είσαι σωστός δάσκαλος δεν μπορείς στην παρούσα συγκυρία να μην σκέφτεσαι τα παιδιά που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες που έτσι και αλλιώς η “κανονικότητα τους” ήταν πολύ δύσκολη. Σκεφτείτε λοιπόν τώρα, εν μέσω πανδημίας, να έρχεται και να προστίθεται μια ακόμα δυσκολία. Όσο ξένο κι αν ακούγεται αυτό σε κάποιους, υπάρχουν παιδιά που μένουν σε σπίτια χωρίς internet, χωρίς υπολογιστές, χωρίς καν ρεύμα…», λέει η Έλενα.
Το lockdown έχει ήδη πάρει παράταση και κανείς δεν ξέρει αν, πότε και πώς θα ανοίξουν ξανά τα σχολεία. «Η τηλεκπαίδευση δυστυχώς ήρθε για να μείνει και εδώ ξεκινούν και τα μεγάλα προβλήματα. Όσο και να θέλουν να πείσουν την κοινή γνώμη και τον μέσο πολίτη ότι η τηλεκπαίδευση είναι ισάξια της δια ζώσης κάνουν πάρα πολύ μεγάλο λάθος, διότι η ίδια η πραγματικότητα έρχεται και το αναιρεί», πιστεύει η Έλενα.
Αγώνας δρόμου μετ’ εμποδίων
Αν κάποιος έχει παιδί ή παιδιά ξέρει πολύ καλά ότι η φράση «μαμά, μπαμπά, έπεσε η τηλεκπαίδευση» είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Οι γονείς, ενώ πιθανόν κι αυτοί δουλεύουν από το σπίτι, έχουν επίσης συνηθίσει να ακούν παράλληλα από κάπου μέσα στο σπίτι μια δασκάλα ή έναν δάσκαλο να προσπαθεί με πολύ μεγάλη δυσκολία να εξηγήσει ότι 1+1 κάνουν 2 και παράλληλα πώς ανοίγει το μικρόφωνο και πως κλείνει. «Οι δυσκολίες είναι μεγάλες τόσο από υλικοτεχνική υποδομή, όσο και από την ίδια την πλατφόρμα η οποία δεν αντέχει. Η σύνδεση τις περισσότερες των φορών χάνεται, οι μαθητές μας και οι γονείς αυτών δεν είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, αρκετοί γονείς εργάζονται και δεν έχουν δεύτερο μέσο να παρέχουν στα παιδιά τους ή δε μπορούν να τα βοηθήσουν να συνδεθούν», περιγράφει η Έλενα.
Και δεν είναι μόνο τα παιδιά και οι γονείς που έχουν έρθει αντιμέτωποι με τις δυσκολίες της τηλεκπαίδευσης. «Εμείς οι εκπαιδευτικοί αναγκαστήκαμε σε ένα κλίμα τρόμου και άγχους να αυτομορφωθούμε και να διαχειριστούμε μια άγνωστη σε μας πλατφόρμα, καθώς δεν υπήρχε από το κράτος και από το υπουργείο καμία τέτοια μέριμνα. Ό,τι στήθηκε και ό,τι έγινε, έγινε χάρη στο φιλότιμο εκατοντάδων εκπαιδευτικών που ακόμα φωνάζουμε για ανοιχτά σχολεία με όλα τα προβλεπόμενα για την υγεία μέτρα», λέει η Έλενα.
Το χρονικό της απόλυτης αποτυχίας
Τα σχολεία άνοιξαν λίγο μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου, με πρόσφατη την εμπειρία της τηλεκπαίδευσης από την περασμένη άνοιξη, που είχε προλάβει να ξεσκεπάσει κάθε της πρόβλημα. Η εκπαιδευτική κοινότητα είχε καταστήσει ήδη από το καλοκαίρι σαφές ότι επιθυμούσε τα σχολεία να παραμείνουν ανοιχτά και ζητούσε επιτακτικά από την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως και την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να λάβει μέτρα ώστε να διασφαλίσει και να θωρακίσει την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι εκπαιδευτικοί ζητούσαν εξαρχής να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη, την πρόσληψη επαρκούς διδακτικού προσωπικού και προσωπικού καθαρισμού, επάρκεια πόρων για τα κατάλληλα αναλώσιμα υγειονομικά υλικά και τη διενέργεια δωρεάν προληπτικών τεστ σε εκπαιδευτικούς και μαθητές.

Αντί αυτού η Νίκη Κεραμέως άνοιξε τα σχολεία με 25 παιδιά ανά τάξη, τους έδωσε από 2 μάσκες όπου θα χώραγαν άνετα 2 παιδιά στην καθεμία κι ένα παγούρι – δωρεά μεγαλοεπιχειρηματία – το οποίο δεν χώραγε ούτε ένα ποτήρι νερό. Την ίδια στιγμή η επιτροπή λοιμωξιολόγων, με επικεφαλής των Σωτήρη Τσιόδρα, διερύγνυε τα ιμάτιά της ότι τα παιδιά έχουν καλύτερη άμυνα απέναντι στον κορονοϊό και έφτασε μάλιστα στο σημείο να σιγοντάρει την κυβερνητική πολιτική διατυπώνοντας την άποψη ότι όσο περισσότερα παιδιά σε έναν χώρο τόσο το καλύτερο. Κάπως έτσι οι γονείς υποχρεώθηκαν να στείλουν υγιή παιδιά στο σχολείο, μη γνωρίζοντας αν θα τα παραλάμβανε από το σχολείο υγιή.
Ο φόβος και το άγχος μας ήταν μεγάλος κυρίως λόγω της μη μέριμνας από το κράτος
Με τα κρούσματα να καλπάζουν τόσο σε μαθητές και εκπαιδευτικούς όσο και ενδοοικογενειακά, στις 11 Νοεμβρίου τα σχολεία έκλεισαν ξανά. Η απόφαση της κυβέρνησης που ελήφθη με το πρόσχημα των μετακινήσεων και του συνωστισμού γονέων κατά την προσέλευση και αποχώρηση των μαθητών, δίχως να γίνεται η παραμικρή αναφορά στα εκατοντάδες τμήματα και σχολεία που είχαν κλείσει ως αποτέλεσμα της πολιτικής των πολυπληθών τμημάτων και της ανεπαρκέστατης στήριξης των σχολικών μονάδων, ήταν μια ξεκάθαρη ομολογία κυβερνητικής ολιγωρίας, ανικανότητας και αποτυχίας. Μιας αποτυχίας της πολιτικής που η κυβέρνηση εφάρμοσε εν γένει, αφού μπροστά στο αναμενόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας, άφησε τα νοσοκομεία αθωράκιστα, δεν πήρε μέτρα για την αποφυγή του συνωστισμού στα μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν πήρε ουσιαστικά μέτρα για την προστασία των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, αλλά και του συνόλου των πολιτών.
«Και βέβαια είχαμε κρούσματα σε σχολεία .Ήταν κομμάτι της καθημερινότητας μας. Και στο δικό μου και σε όλα τα σχολεία της Ελλάδας», επιβεβαιώνει η Έλενα. «Ο φόβος και το άγχος μας ήταν μεγάλος κυρίως λόγω της μη μέριμνας από το κράτος», σημειώνει και όπως λέει η ίδια αναγκάστηκε να κάνει τεστ ιδιωτικά, κάθε φορά που κάποιος μαθητής ή συνάδελφός της διαγιγνώσκοταν θετικός.
Έστω και τώρα…
«Το υπουργείο Παιδείας έπρεπε να είχε ακούσει χιλιάδες μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς, αφού αρνούνταν πεισματικά να ικανοποιήσουν έστω και ένα από τα αιτήματα, που από την πρώτη στιγμή τα σωματεία, τα μαθητικά συμβούλια και οι φορείς των γονιών διατύπωσαν και διεκδίκησαν δυναμικά μέσα από πολύμορφες κινητοποιήσεις», υπογραμμίζει η Έλενα. «Ας το κάνει έστω και τώρα», λέει.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει το μάτι στραμμένο στα ιδιωτικά συμφέροντα σε βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης
«Το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων έχει καταστροφικές συνέπειες για τους μαθητές, στην κρίσιμη ηλικία που βρίσκονται, στο γνωστικό, κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο. Το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων και η παρουσία των μαθητών και εκπαιδευτικών στο φυσικό τους χώρο, τα σχολεία, αποτελεί αίτημα του κόσμου της εκπαίδευσης από την αρχή της πανδημίας. Τα σχολεία θα μπορούσαν να λειτουργούν με μειωμένο αριθμό μαθητών ανά τάξη και όχι στοιβάζοντας 25 παιδιά ανά σχολική αίθουσα, με επιπλέον μέτρα για το αερισμό των αιθουσών, με λιγότερο χρόνο παραμονή στις τάξεις και αύξηση του χρόνου διαλείμματος , με προσλήψεις εκπαιδευτικών για να καλύψουν τις νέες ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί, με προσλήψεις καθαριστών (στριών) ώστε να καλύπτονται σε όλη την διάρκεια λειτουργίας τους τα σχολεία με δυο βάρδιες, με δωρεάν διάθεση του αναγκαίου υλικού προστασίας στα σχολεία (μάσκες, γάντια, αντισηπτικά, υλικά καθαριότητας) με έκτακτη επιχορήγηση στις σχολικές επιτροπές και με δωρεάν επαναλαμβανόμενα τεστ μαθητών και εκπαιδευτικών, με παρακολούθηση των σχολείων με τεστ σε εβδομαδιαία βάση», τονίζει η Έλενα.
«Όπως καταλαβαίνουμε όμως δεν υπήρχε και δεν υπάρχει δυστυχώς κανένα σχέδιο για την ομαλή λειτουργία των σχολείων», λέει και συμπληρώνει πως αυτό συμβαίνει γιατί «η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει το μάτι στραμμένο στα ιδιωτικά συμφέροντα σε βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης». «Αυτό φάνηκε άλλωστε, από το γεγονός ότι εργαλειοποιώντας για άλλη μια φορά την πανδημία, η κυβέρνηση ψήφισε ένα βαθιά αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο που θέτει φραγμούς στην πρόσβαση στα Α.Ε.Ι. και καταργεί πανεπιστημιακά τμήματα και το οποίο προβλέπει μια σειρά αυταρχικών μέτρων, όπως για παράδειγμα η πανεπιστημιακή αστυνομία», θα πει η Έλενα. «Είναι η Παιδεία που θέλουν, αλλά όχι αυτή που θέλουμε εμείς ως κοινωνία», θα σημειώσει.
Είναι αβάσταχτο!
Όταν την ρωτώ μετά από όλους αυτούς τους μήνες τηλεκπαίδευσης ποιο περιστατικό είναι εκείνο που δεν θα ξεχάσει, μου λέει: «Κάθε μέρα προκύπτουν περιστατικά με μαθητές μας. Άλλοτε μας φέρνουν μεγάλη χαρά, άλλοτε μας προβληματίζουν και άλλοτε μας στεναχωρούν».

«Δε θα ξεχάσω, όμως, έναν μαθητή μου απ την Συρία που όσο τα σχολεία ήταν ακόμη ανοιχτά αγωνιούσε για το κλείσιμο τους, καθώς στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε υπολογιστής, ούτε internet, εννίοτε ούτε και ρεύμα. Η αγωνία του μεγάλη, η στεναχώρια η δική μου ακόμα μεγαλύτερη. Τι να πεις και τι να εξηγήσεις σε εκείνα τα παιδιά… Είναι αβάσταχτο!», λέει η Έλενα και συμπληρώνει πως «δεν είναι ένα, αλλά χιλιάδες». «Χιλιάδες παιδιά μένουν έξω απ την περιβόητη τηλεκπαίδευση και εμείς οι εκπαιδευτικοί των τάξεων ξέρουμε», λέει εκφράζοντας μια κραυγή αγωνίας.
«Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να στέκεσαι αλληλέγγυος στα παιδιά και να μην σταματάς να αγωνίζεσαι για ίσες ευκαιρίες και για το δικαίωμα της γνώσης και της μόρφωσης που δε χωρά φραγμούς», θα καταλήξει η Έλενα.
Όπως άλλωστε έγραφε στο ίδιο γράμμα του ο Δημήτρης Γληνός: «Όταν ο εργάτης, ο αγρότης, ο φτωχός εργαζόμενος λαός νιώσει μιαν ολοκληρωτική αλληλεγγύη να τον ενώνει με όλους τους συντρόφους του στη δυστυχία και μέσα στα σύνορα της χώρας κι όξω απ’ αυτή σ’ όλες τις χώρες της γης, και όταν κινηθεί ομόψυχα και ολόψυχα να βοηθήσει τον εαυτό του και τους άλλους, τότε θα βρει το δρόμο της ανακούφισης και της σωτηρίας. Αλληλεγγύη των δυστυχισμένων! Να το σύνθημα μιας καινούργιας δράσης, που μπορεί να φέρει τα πιο χειροπιαστά αποτελέσματα».