
Η παντοδυναμία κράτους και πολυεθνικών για τις οποίες μιλήσαμε, κανονικά θα χρειαζόταν ως «αντίβαρο» έναν ισχυρό και ανεξάρτητο Τύπο.
Του Κώστα Αργυρού
Δημοσιογράφοι, που χρειάζονται «χαρτί» για να μετακινηθούν. Συνεντεύξεις Τύπου που γίνονται μέσω ίντερνετ, χωρίς δικαίωμα δεύτερης διευκρινιστικής ερώτησης. Βομβαρδισμός από Δελτία Τύπου και ανακοινώσεις. Απαγορεύσεις φωτογράφισης της αστυνομίας. Επιθέσεις από αρχηγούς κυβερνήσεων κατά συντακτών και ρεπόρτερ που μεταδίδουν δυσάρεστα νέα. Εξοστρακισμός της αντίθετης άποψης από τα δημόσια Μέσα. Και μέσα σε όλα αυτά προσπάθειες εξαγορών ή και κλεισίματος ανεξάρτητων ΜΜΕ, σε μια περίοδο που μια άνευ προηγουμένου κρίση χτυπά αλύπητα όλους του κλάδους της οικονομίας και φυσικά και αυτόν της ενημέρωσης.
Τα παραδείγματα είναι τόσο πολλά, που θα μπορούσε κανείς να γράψει βιβλίο. Από τις συκοφαντικές επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά δημοσιογράφων, μέχρι το νόμο του Μακρόν για την «προστασία» των αστυνομικών εν υπηρεσία. Από το κλείσιμο λόγω οικονομικής ασφυξίας αντιπολιτευόμενων μέσων στην Ουγγαρία, μέχρι την εξαγορά ενός μιντιακού ομίλου με 20 περιφερειακές εφημερίδες και πάνω από 500 sites στην Πολωνία από την κρατικά ελεγχόμενη εταιρία πετρελαίου Orlen. Και να μην ξεχνάμε φυσικά και ελληνική πατέντα με τη «λίστα Πέτσα». Αν και ανάλογες γενναιόδωρες εκστρατείες μάθαμε ότι ετοιμάζει και ο Κουρτς στην Αυστρία.
Σε μια εποχή, που η εμφάνιση ενός εντελώς «νέου» προβλήματος για την υγεία και την καθημερινότητα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη καθιστά την πρόσβαση σε αξιόπιστες και ανεξάρτητες πληροφορίες ακόμα πιο επιτακτική, τα ΜΜΕ μοιάζουν με ασθενείς, που αναμένουν μια θέση στην εντατική. Την ώρα που κυβερνήσεις και πολυεθνικές εκμεταλλεύονται τις «έκτακτες συνθήκες», αποφασίζουν συχνά στο… ημίφως και υπογράφουν «συμφωνίες εμπιστευτικότητας» η ενημέρωση μοιάζει να κρέμεται όλο και περισσότερο από την παροχή οξυγόνου από τον κρατικό αναπνευστήρα.
Κάποιοι ελπίζουν (και οι πιο αισιόδοξοι πιστεύουν πραγματικά) ότι αυτό το κενό ενημέρωσης, που δημιουργεί ο ασφυκτικός κλοιός της εξουσίας, οικονομικής και πολιτικής μπορεί να αντισταθμιστεί από τα κοινωνικά δίκτυα και την «δυνατότητα», που έχει ο καθένας να «ξεδώσει», πληκτρολογώντας «αλήθειες» στο πληκτρολόγιο. Σίγουρα τα κοινωνικά δίκτυα έχουν αλλάξει κάπως τα δεδομένα και έχουν συμβάλει στην αποκάλυψη γεγονότων, που αλλιώς μπορεί να έμεναν για πάντα κρυφά. Αλλά παραμένει τεράστια ψευδαίσθηση, συχνά επικίνδυνη να νομίζει κανείς ότι κάποιες αναρτήσεις στο twitter ή στο facebook ή έστω σε κάποιο blog μπορούν να αντικαταστήσουν την δημοσιογραφική έρευνα και παρουσίαση των γεγονότων. Είναι σα να πιστεύεις ότι με σφεντόνες και μπόλικο θάρρος θα μπορέσεις να κατατροπώσεις μια προελαύνουσα στρατιά με συνοδεία άρματα μάχης και βομβαρδιστικά.
Πάρτε για παράδειγμα το rosa.gr. Πώς μπορεί ένα μικρό και ανεξάρτητο site να ανταγωνιστεί τους «κολοσσούς» του χώρου με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδιοκτητών τους να εκτείνονται σε μια σειρά από άσχετους μεταξύ τους τομείς; Μπορεί να έχει επαγγελματίες για όλα τα είδη του ρεπορτάζ; Μπορεί να πληρώσει για γραφεία, αποστολές, μετακινήσεις, ταξίδια; Να σηκώσει λειτουργικά και άλλα έξοδα; Να έχει την ασφάλεια ότι θα μπορέσει να αντέξει οικονομικά μια δικαστική διαμάχη για παράδειγμα με κάποιον «ισχυρότερο» αντίπαλο;
Η δημοσιογραφία είναι ένα συχνά επικίνδυνο και ανέκαθεν ακριβό σπορ. Η δημοσιογραφία, όχι η αναπαραγωγή ανακοινωθέντων ή η μετάφραση κάποιων χαριτωμένων ειδήσεων από ξένες ιστοσελίδες…
«Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δημοκρατίας» λέει το σύνθημα. Η μη δημοσίευση είναι η χαρά της εξουσίας όμως. Πολύ συχνά, όπως αποδείχθηκε τους τελευταίους μήνες. Η κατάσταση του Τύπου παγκοσμίως δεν εμπνέει ιδιαίτερη αισιοδοξία. Ο έλεγχος των δημόσιων Μέσων από τις κυβερνήσεις και των παλιών παραδοσιακών ιδιωτικών, που κάποτε συνδιαμόρφωναν την κοινή γνώμη, από ανθρώπους που ουδεμία εκτίμηση τρέφουν για το επάγγελμα είναι μια κατάσταση που εμφανίζεται παντού, φυσικά με διαβαθμίσεις, ανάλογες του βαθμού ωριμότητας κάθε δημοκρατίας και των πολιτών της. Στην Ελλάδα όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει. Ειδικά οι άνθρωποι του χώρου, που εδώ και χρόνια απλώς καταγράφουν την απαξίωση προς τη δουλειά τους σε δημοσκοπήσεις ή σε… συνθήματα. Και συνεχίζουν με μοναδικό σκεπτικό την… επιβίωση, που τώρα αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Κάποτε ήταν η ελευθεροτυπία.
Το 2020 ήταν μια χρονιά πράγματι αποκαλυπτική. Εβγαλε στον αφρό ακόμα περισσότερες αδυναμίες της «λειτουργίας» του Τύπου από αυτές, που όλοι λίγο πολύ γνώριζαν. Αλλά όπως θα έπρεπε να ξέρουν οι παλιοί δημοσιογράφοι οι αποκαλύψεις δε σταματούν ποτέ. Οπότε ας καλωσορίσουμε το 2021. Ερχεται ορεξάτο, όπως όλα δείχνουν. Και κρατάει μπουναμάδες για όσους διαβάζοντας τα παραπάνω μάλλον θα με πουν γραφικό.