
Σε μερικές μέρες ο Βρετανός Πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον θα βγει από τις συνομιλίες για το Brexit με ή χωρίς συμφωνία. Δεν νομίζω ότι ο ίδιος προτιμά κάτι από τα δύο ή εάν έχει αποφασίσει. Δεν έχει όμως και μεγάλη σημασία, γιατί το αποτέλεσμα δεν θα είναι πολύ διαφορετικό, όποια απόφαση και εάν πάρει.
Του Πολ Μέισον
Η Μεγάλη Βρετανία υψώνει τελωνειακά τείχη με το εμπορικό κόσμο παγκοσμίως και γυρνά την πλάτη της στον πιο σημαντικό γεωπολιτικό της εταίρο, τη στιγμή που αυτός ο εταίρος – η ΕΕ – επιδιώκει να ανακτήσει τη στρατηγική του αυτονομία.
Η απόλυση του Ντομινίκ Κάμινγκς, στρατηγικού συμβούλου του Τζόνσον, αλλάζει τη δυναμική στη Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Κάμινγκς ενσάρκωνε το «όχι» σε κάθε πρόταση της ΕΕ αναφορικά με την ενιαία αγορά και τους μηχανισμούς επίβλεψής της. Ωστόσο, δεν είμαι βέβαιος ότι η αναχώρησή του θα αλλάξει σημαντικά τη διαπραγματευτική στάση του Λονδίνου.
Το Υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι στη πιθανότητα μερικής συμφωνίας που θα αφορά στη διακίνηση αγαθών, το κόστος για το ΑΕΠ της χώρας θα είναι 4.9% σε βάθος 15 ετών. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει καμία συμφωνία, το κόστος ανεβαίνει στο 7.7.% για την ίδια περίοδο. Αντίθετα, ήδη από τις αρχές του έτους, το κόστος της πανδημίας στο ΑΕΠ έχει αγγίξει το 9.7% του ΑΕΠ.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον, το κόστος της πανδημίας είναι μακράν μεγαλύτερο από μια μη συμφωνία. Δεύτερον, ακόμα και με συμφωνία, το κόστος είναι υψηλότατο. Ο Τζόνσον βέβαια έχει τον τρόπο να αντεπεξέλθει της κρίσης, όπως έκανε με το lockdown: Θα κλείσει το Κοινοβούλιο και θα διοικεί μέσα από το δικαστικό σώμα και μέσα από ΠΝΠ. Η μέχρι σήμερα πολιτική της κυβέρνησης δείχνει ότι υπάρχει πλάνο, απλά αυτό αφορά στη διαχείριση μιας αδιέξοδης κατάστασης που προκαλεί χάος στην κοινωνία και την οικονομία. Για πόσο ακόμα όμως;
Τα περισσότερα ΜΜΕ, πολλά εκ των οποίων αντανακλούν τις επιφυλάξεις του ξενοφοβικού τμήματος της βρετανικής κοινωνίας, δεν ασχολούνται με τις συνέπειες του Brexit, παρά με το κατά πόσο ο Τζόνσον θα φτάσει την κατάσταση στα άκρα, κατηγορώντας επίμονα μόνο την πλευρά της ΕΕ και τον Μπαρνιέρ, και στηρίζοντας την «σκληρή» διαπραγματευτική στάση της βρετανικής κυβέρνησης.
Εκτός τόπου και χρόνου
Εάν η βρετανική κυβέρνηση δείχνει να μην προβληματίζεται για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, αυτό είναι γιατί δεν έχει ξεκάθαρο στρατηγικό στόχο.
Ωστόσο, ο στόχος το 2018 ήταν σαφής. Η έξοδος από την ΕΕ και μια «ελεύθερη Βρετανία» σε μια παγκόσμια αγορά, με τις ευκαιριές για εμπόριο να είναι άφθονες, ειδικά στα κράτη της άλλοτε αγγλικής σφαίρας επιρροής, στην Ινδία και την Κίνα, για να καλυφθεί το κενό που δημιουργεί η έξοδος από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Σε αυτό το σχέδιο, οι απώλειες θα ήταν λίγες, όπως δήλωνε η Τερέζα Μέι, προκάτοχος του Τζόνσον.
Αναλαμβάνοντας την ηγεσία των Συντηρητικών πέρυσι, ο Τζόνσον άλλαξε άρδην τη στρατηγική διάσταση του Brexit. Έγινε ο «Βρετανός Τραμπ», υπογραμμίζοντας ότι η Βρετανία θα καταστεί μια νέο-μερκαντιλιστική δύναμη. Αυτό δήλωσε ο πρωθυπουργός τον περασμένο Φεβρουάριο σε ομιλία του στο βασιλικό ναυτικό κολέγιο, τονίζοντας ότι «δεν θα αφήσει τον κορονοϊό να βγάλει τη χώρα εκτός πορείας».
Ωστόσο ο κορονοϊός άλλαξε άρδην την πορεία της βρετανικής κυβέρνησης. Έπληξε κάθε λειτουργία της, κάθε στόχευση, κάθε επιλογή, σε σημείο που ο Μάικλ Γκόουβ, σκληρός υποστηρικτής του Brexit, άρχισε να υιοθετεί στοιχεία από την κριτική της Αριστεράς προς τον νεοφιλελευθερισμό. Ο Γκόουβ έφτασε στο σημείο να δηλώσει τον περασμένο Ιούλιο ότι ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε να στηρίξει τους χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες στήριξαν εκλογικά την Αριστερά, αλλά και την λαϊκιστική δεξιά. «Το οικονομικό μοντέλο που έχουμε υιοθετήσει εδώ και δεκαετίες δεν λειτουργεί, απέτυχε», σημείωσε ο Γκόουβ.
Παρά την αυτοκριτική, απέφυγε να αναφερθεί στα παχυλά συμβόλαια που εξασφάλισε το κράτος σε κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, από την πρόσβαση στον τομέα της Υγείας εν μέσω πανδημίας, μέχρι συμβόλαια για την «αναδιαμόρφωση» των ενόπλων δυνάμεων και των δημόσιων υπηρεσιών. Και στο μεσοδιάστημα, όσα ευαγγελιζόταν η ομάδα Τζόνσον διαλύθηκαν σαν χάρτινος πύργος, χωρίς καμία πρόνοια για την εγχώρια οικονομία, τις παραγωγικές δυνάμεις, την κοινωνία.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι προοδευτικές δυνάμεις στη πολιτική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά μια καθαρή στρατηγική σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε σχέση με την ΕΕ.
Στην παρούσα φάση η Αριστερά είναι κατακερματισμένη, κάτι που δίνει την πρωτοκαθεδρία κινήσεων στον Τζόνσον. Οι Εργατικοί είναι αμήχανοι και φοβισμένοι επειδή εκτιμούν ότι δεν θα ανακτήσουν ποτέ ξανά τα παραδοσιακά τους πολιτικά «κάστρα» στον βρετανικό βορρά. Το σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα ζητά νέο δημοψήφισμα για ανεξαρτησία, το ιρλανδικό Σιν Φέιν θέλει τη Βόρεια Ιρλανδία εκτός Μεγάλης Βρετανίας και οι Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί ακόμα παλεύουν να μαζέψουν τα κομμάτια τους από τη συντριβή των προηγούμενων εκλογών.
*Ο Πολ Μέισον είναι βραβευμένος συγγραφέας, δημοσιογράφος, παραγωγός ενημερωτικών εκπομπών και κινηματογραφιστής. Το άρθρο δημοσιεύεται σε συνεργασία με το IPS-Journal και το Social Europe.