
Το σώμα του Κουφοντίνα και το κράτος δικαίου
Ποιο είναι επομένως το δίδαγμα που θα μπορούσε να βγει από την υπόθεση της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα; Ποια είναι η σχέση δικαίου και πολιτικής εξουσίας;
-
28.03.2021 Δημήτρης Τσαραπατσάνης
Η λήξη της μακράς απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα χωρίς – ευτυχώς – την απώλεια της ζωής του και η (πάντοτε σχετική) ύφεση των δημοσίως εκφρασμένων παθών που αυτή προκάλεσε μας παρέχει ίσως την ευκαιρία να στοχαστούμε πιο αποστασιοποιημένα πάνω σε μια από τις πτυχές της περίπλοκης σχέσης του σώματος με τη νομιμότητα και, πίσω από αυτήν, με την κυριαρχία ως de facto εξουσία λήψης απόφασης που κείται πέρα από κάθε νομιμότητα. Η υπόθεση της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα αποτελεί, στο πλαίσιο αυτό, μια ενδιαφέρουσα και, από κάποιες απόψεις, αποκαλυπτική αντιστροφή της υποτιθέμενα συγκροτητικής σχέσης του δικαίου με την πολιτική εξουσία.
Στην, ας την πούμε επίσημη και κατά τα φαινόμενα κυρίαρχη, νομιμοποιητική αφήγηση του κράτους δικαίου, το δίκαιο κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον ως πλέγμα αρχών πολιτικής ηθικής που κρυσταλλώνεται σε ένα γραπτό και τυπικό Σύνταγμα, «προϋπάρχει» του κράτους και επιτρέπει τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Το δίκαιο παρέχει, λοιπόν, το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η πολιτική εξουσία, η οποία και «εκνομικεύεται». Κάθε σχεδόν πράξη άσκησης εξουσίας στην οποία προβαίνει αξιωματούχος, όποια και αν είναι η θέση του στην κρατική ιεραρχία (υπουργός, δημόσιος υπάλληλος κλπ.) αποκτά νομική μορφή και προϋποθέτει την τήρηση κάποιου συναφούς και σαφώς καθορισμένου νομικού τύπου. Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ή διαφωνίας ως προς την τήρηση του νομικού τύπου από το όργανο που ασκεί εξουσία, αρμόδια για απόφαση και κρίση, σε τελική ανάλυση, είναι τα – τυπικώς – ανεξάρτητα από τα όργανα της πολιτικής εξουσίας και πάντως πολιτικά ουδέτερα δικαστήρια.
Εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως εκείνο που προκαλεί εντύπωση στην περίπτωση της υπόθεσης Κουφοντίνα είναι ότι το σχήμα αυτό φαίνεται πλήρως αντεστραμμένο. Ο Κουφοντίνας ο ίδιος, προτάσσοντας το μόνο όπλο διαμαρτυρίας που διαθέτει, δηλαδή το σώμα και, τελικά, την ίδια του τη ζωή, φαίνεται να ζητά την αυστηρή εφαρμογή του νόμου. Ανεξαρτήτως του αν, αυστηρά νομικά μιλώντας, ο νόμος του έχει δώσει «δικαίωμα» μετάβασης στις φυλακές Κορυδαλλού ή απλώς υφίσταται «υποχρέωση μεταγωγής» άνευ δικαιώματος, πάντως αυτό που ο ίδιος ο Κουφοντίνας φαίνεται να διεκδικεί είναι να εφαρμοστεί ο νόμος. Από την άλλη πλευρά το κράτος, διά των αντιπροσώπων του, φαίνεται αρχικώς να αδιαφορεί, στη συνέχεια να αμφισβητεί τη λεγόμενη «αρχή της νομιμότητας» της Διοίκησης αποκρινόμενο ότι, σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμη ο νόμος έχει παραβιαστεί, αρμόδια να αποφανθούν είναι τα δικαστήρια στα οποία ο Κουφοντίνας και οφείλει να προσφύγει, ενώ παράλληλα αρθρώνονται ένθεν κακείθεν δαιδαλώδη νομικά επιχειρήματα σχετικά με το αν, τελικώς, η ορθότερη δυνατή ερμηνεία του σχετικού νομικού πλαισίου όντως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υφίσταται/δεν υφίσταται υποχρέωση των κρατικών αρχών να ικανοποιήσουν το αίτημα του απεργού πείνας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κρατική ισχύς και η πολιτική απόφαση είτε βρίσκονται πέραν του νόμου είτε κατοικοεδρεύουν σε μια «γκρίζα» περιοχή απροσδιόριστης και λαβυρινθώδους ημι-νομιμότητας.
Το προσωπείο της πολιτικής σκοπιμότητας που ομνύει στην δεξιόστροφη ατζέντα του «νόμου και της τάξης» και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιτάσσει «να μην γίνει καμία απολύτως υποχώρηση στα αιτήματα του τρομοκράτη», παίρνει μια ανατριχιαστική και ωμή μορφή που σημαδεύεται από μια εσωτερική αντίφαση: η τήρηση του «νόμου και της τάξης» επαφίεται σε μια απόφαση και μια πρακτική πέρα από (και ενδεχομένως ενάντια) στο νόμο και την τάξη. Η ανάδειξη της αντίφασης, βέβαια, δεν είναι από μόνη της ικανή να συγκινήσει κανέναν από τους θιασώτες του «πολέμου κατά της ανομίας» για λόγους που ανάγονται, με αυστηρό τρόπο, στους νόμους λειτουργίας της ανθρώπινης επιθυμίας και, πιο συγκεκριμένα, στη διεστραμμένη απόλαυση της παρανομίας. Στην πραγματικότητα οι τελευταίοι απολαμβάνουν διπλά το θέαμα, γιατί το κράτος τους διαβεβαιώνει ότι, αν χρειαστεί, ο «νόμος και η τάξη» θα καταπατηθούν προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα ζωτικά ή υπαρξιακά τους συμφέροντα.
Η λειτουργία του νόμου εμφανίζει λοιπόν μια χαρακτηριστική «διπλότητα»: από τη μια πλευρά βρίσκονται οι περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο είναι σαφές και εφαρμόζεται κανονικά, ενώ από την άλλη πλευρά βρίσκονται περιπτώσεις «μη κανονικές» που, για διάφορους λόγους που ανάγονται τελικώς στην διατήρηση και αναπαραγωγή ενός συγκεκριμένου τύπου κοινωνικής τάξης, επιτρέπεται η διαχείριση πέραν των ορίων του νόμου ή, εν πάση περιπτώσει, η διαχείριση σε ένα πλαίσιο ρευστής, γκρίζας και λαβυρινθώδους ημι-νομιμότητας. Ο Κουφοντίνας, διά των συνηγόρων του, ψάχνει να βρει αφενός τις αποφάσεις που του αρνούνται τη δυνατότητα μεταγωγής και αφετέρου το «αρμόδιο δικαστήριο», αλλά στην προσπάθειά του αυτή αντιμετωπίζει συνεχώς ένα σύστημα από καθρέφτες που ο ένας παραπέμπει στον άλλο ad infinitum, χωρίς την παροχή καμίας ξεκάθαρης απάντησης, πέραν της de facto άρνησης.
Υπό αυτές τις συνθήκες το σώμα του Κουφοντίνα, απομειωμένο σε μια γυμνή βιολογική ύπαρξη που παλεύει με το μόνο και έσχατο όπλο που της έχει απομείνει, μετατρέπεται σε ένα πεδίο πολιτικής μάχης. Η απροσδιοριστία του νόμου αναδεικνύει μια από τις σκληρές πραγματικότητες του κράτους δικαίου: όχι μόνο το δίκαιο δεν «προϋπάρχει» του κράτους ή δεν ταυτίζεται με τη λειτουργία του αλλά, αντίστροφα εκείνο που προϋπάρχει και, αν χρειαστεί, διατηρεί πάντοτε το προνόμιο εμφάνισης σε μικρότερη ή σε μεγαλύτερη κλίμακα, είναι η ωμή ισχύς, απογυμνωμένη από κάθε αξίωση ή μορφή νομιμότητας. Ο λόγος της «καταπολέμησης της ανομίας» ή, πολλώ δε μάλλον, του «νόμου και της τάξης» είναι πάντοτε ήδη ιδεολογικός, αφού η «νομιμότητα» αναφέρεται στο «δέον» ενώ η ισχύς σε αυτό που «όντως υπάρχει» με αποτέλεσμα η τήρησή της να είναι εκ των πραγμάτων επιλεκτική.
Σημειώσαμε ήδη παραπάνω ότι η ανάδειξη των αντιφάσεων δεν παράγει από μόνη της πολιτικά ή πρακτικά αποτελέσματα. Καμία πολιτική ποτέ δεν άλλαξε ή ανατράπηκε επειδή αναδείχθηκε ο «παράλογος» χαρακτήρας της. Ποιο είναι επομένως το δίδαγμα που θα μπορούσε να βγει από την υπόθεση της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα; Όχι αναγκαία ότι το κράτος δικαίου αποτελεί μια «ψευδαίσθηση» αλλά πάντως ότι το δίκαιο τυποποιεί και δαμάζει την κρατική συμπεριφορά μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες. Ακριβώς όταν στην απόπειρα άσκησης πολιτικής ισχύος πέραν του δικαίου αντιτάσσεται μια άλλη κοινωνική ισχύς, πιο ισχυρή από την πρώτη ή έστω εξίσου ισχυρή με αυτήν ώστε να την φοβίσει. Κοντολογίς, η εφαρμογή (όχι η απλή διακήρυξη) των αρχών του κράτους δικαίου ως σημαντικού πολιτικού αγαθού δεν είναι πάντοτε ή μόνο το κρυστάλλωμα καλών προθέσεων, αλλά κυρίως το αποτύπωμα ενός ευρύτερου προϋπάρχοντος συσχετισμού δυνάμεων. Το σώμα του Κουφοντίνα, από μόνο του, δεν μπορεί να γίνει ανάχωμα στην κρατική αυθαιρεσία.