
Αυτή την εβδομάδα η γερμανική CDU εκλέγει τον επόμενο πρόεδρο της, ο οποίος θα είναι κατά πάσα πιθανότητα και ο υποψήφιος καγκελάριος της το Σεπτέμβρη.
Του Κώστα Αργυρού
O χαρακτηρισμός «τρεις σωματοφύλακες» είναι μάλλον αταίριαστος, όπως αρκετά αταίριαστοι είναι μεταξύ τους και οι τρεις Χριστανοδημοκράτες πολιτικοί, που την ερχόμενη Παρασκευή θα διεκδικήσουν (διαδικτυακά) την προεδρία της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU), του κόμματος, που κυβερνά εδώ και 16 χρόνια τη Γερμανία με την Ανγκέλα Μέρκελ στο τιμόνι του. Οι Αρμιν Λάσετ, Φρίντριχ Μερτς, και Νόρμπερτ Ρέτγκεν είναι μάλλον τρεις διαφορετικοί πολιτικοί, με τους δύο πρώτους να θεωρούνται φαβορί και να είναι και αυτοί, που διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους.
O Λάσετ πρωθυπουργός στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας θεωρείται ως ένας μετριοπαθής «κεντρώος» πολιτικός, που σε περίπτωση εκλογής του θα συνεχίσει στην «γραμμή Μέρκελ». Ο Μερτς είναι ένας «άνθρωπος της οικονομίας» (κυρίως των τραπεζών) και εκτιμάται ότι θα εκφράσει την πιο αμιγώς νεοφιλελεύθερη γραμμή. Οι θέσεις του είναι πιο σκληρές και για άλλα θέματα, όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ενώ πρόσφατα είχε κατηγορηματικά απορρίψει το ενδεχόμενο αποδοχής στην Γερμανία των προσφύγων που έχουν εγκλωβιστεί σε στρατόπεδα της Βοσνίας.
Ο Ρέτγκεν είναι μάλλον το αουτσάιντερ. Μιλά για ένα μοντέρνο, ψηφιακό κόσμο και οι θέσεις του θεωρούνται επίσης κεντρώες. Θα είναι πιθανώς αυτός που θα κρίνει την μάχη ανάμεσα στους άλλους δύο σε ένα δεύτερο γύρο, αφού θεωρείται μάλλον απίθανο να εξασφαλίσει κάποιος από τους τρεις τους το απαραίτητο «50% + 1» για να εκλεγεί με την πρώτη.
Ενας αστάθμητος παράγοντας είναι σίγουρα η καινοτομία ενός «ψηφιακού συνεδρίου». Οι 1.001 σύνεδροι θα ακούσουν διαδικτυακά τις ομιλίες των τριών μονομάχων, όπως και διαδικτυακά θα ψηφίσουν και κανείς δεν ξέρει αν μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορεί να προκύψει κάποιου είδους «δυναμική» για έναν από τους υποψήφιους. Γενικά η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση δεν έχει πολύ μεγάλη εμπειρία από αμφίρροπες «μονομαχίες», αφού από την ηγεσία της έχουν περάσει τεράστιες προσωπικότητες που δεν αμφισβητήθηκαν παρά μόνο στα… τελευταία τους (Αντενάουερ, Κολ, Μέρκελ). Κάτι τέτοιο συνέβη πάντως το 2018 στο Αμβούργο, όταν η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ κέρδισε στο δεύτερο γύρο τη μονομαχία με τον Φρίντριχ Μερτς. Η πορεία της στην προεδρία του κόμματος ήταν τελικά καταστροφική.
Η ΑΚΚ ουσιαστικά ήταν επιλογή της Μέρκελ και υποτίθεται ότι θέλησε να βαδίσει στα χνάρια της. Το ερώτημα είναι αν η αποτυχία της έχει να κάνει με την έλλειψη προσωπικού χαρίσματος ή αν τελικά η πιο κεντρώα γραμμή, που υποτίθεται ότι εξέφρασε η Μέρκελ, ειδικά σε κάποια θέματα δικαιωμάτων θεωρείται πια ξεπερασμένη από μια μεγάλη μερίδα της κομματικής βάσης.
Σε κάθε περίπτωση η Χριστιανοδημοκρατία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μια η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έχει εδραιωθεί ως πολιτική δύναμη στη χώρα και είναι στο σημερινό κοινοβούλιο το πρώτο κόμμα της αντιπολίτευσης, πιέζοντας διαρκώς από τα δεξιά με ακραία ρητορική. Από την άλλη η «αδερφή» της CDU, η Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU), όπως λέγεται το αντίστοιχο κόμμα στη Βαυαρία, τα πηγαίνει πολύ καλύτερα και διαθέτει στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Μάρκους Ζέντερ ένα καθαρόαιμο δεξιό πολιτικό, ο οποίος θεωρείται από πολλούς κατάλληλος για να διεκδικήσει και την καγκελαρία της χώρας για λογαριασμό της παράταξης.
Ο πειρασμός για μια «δεξιά στροφή» είναι λοιπόν μεγάλος. Από την άλλη ως πιθανότερο μετεκλογικό σενάριο φέρεται για πρώτη φορά ένας συνασπισμός της Κεντροδεξιάς με τους Πράσινους. Μια πολύ συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ενωση θα είχε ίσως δυσκολίες να καταλήξει σε ένα κοινό πρόγραμμα μαζί τους. Υπάρχει βεβαίως το παράδειγμα της Αυστρίας, όπου ο σκληρά συντηρητικός Σεμπάστιαν Κουρτς συγκυβερνά με το αποκαλούμενο κόμμα της Οικολογίας. Αλλά φυσικά το ειδικό βάρος της Αυστρίας στην Ευρώπη δεν είναι συγκρίσιμο με εκείνο της Γερμανίας.
Το ποιός λοιπόν θα οδηγήσει τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας στις εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου δεν θα είναι καθόλου αδιάφορο και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Ενας παραδοσιακά «δεξιός» καγκελάριος με μειωμένες κοινωνικές ευαισθησίες θα είναι σίγουρα διαφορετικός από ένα μετροπαθή υποστηρικτή της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Η επιλογή των συνέδρων πάντως θα στηριχτεί μάλλον στο παρελθόν και στα… βιογραφικά των υποψηφίων, αφού λόγω πανδημίας και lockdown δεν έχουν πραγματοποιηθεί ουσιαστικές προγραμματικές συζητήσεις μεταξύ των τριών, πέραν κάποιων internet debates, τα οποία ως γνωστόν παρακολουθούν οι λίγοι κομματικά πιστοί. Και οι διεκδικητές έχουν περιορισμένες δυνατότητες για απευθείας ζυμώσεις με την εκλογική βάση πέραν της στενής περιφέρειάς τους.
Το τοπίο θα ξεκαθαρίσει λοιπόν μετά την εκλογή του νέου προέδρου. Η διαμόρφωση του προεκλογικού του λόγου, η συνεργασία του με τη Μέρκελ, οι προοπτικές που θα προκρίνει για μετεκλογικές συνεργασίες θα δείξουν τι θα πρέπει να περιμένει η υπόλοιπη Ευρώπη από τον επόμενο Γερμανό καγκελάριο, που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι και πάλι Χριστιανοδημοκράτης. Αυτό από μόνο του πάντως αρκεί για να διατηρεί στον πάγο την αισιοδοξία όποιου περιμένει να δει κάτι διαφορετικό, πιο προοδευτικό από τη Γερμανία της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.