
Στην Ουγκάντα υπάρχει αυτό που στα σουαχίλι λέμε «μπαπίνγκα», δηλαδή οι άνθρωποι που δεν είναι δικοί μας και δεν τους συμπαθούμε. Υπήρχε ζήτημα φυλετικών διακρίσεων, το οποίο ήταν εμφανές εάν ζητούσες δουλειά με το βιογραφικό ανά χείρας.
Όλο αυτό εμένα δεν με εκπροσωπούσε. Με πείσμωσε, όμως, να γίνω πιο ανταγωνιστικός, πιο δυνατός.
Το Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων σε συνεργασία με την «Εφημερίδα των Συντακτών» μοιράζεται ιστορίες ανθρώπων με προσφυγικό και μεταναστευτικό υπόβαθρο. Ιστορίες όσων προσπαθούν και καταφέρνουν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία.
Ο Σπύρος γεννήθηκε στην Καμπάλα της Ουγκάντας στην Αφρική. Στην Ελλάδα ήρθε πριν από 14 χρόνια μαζί με τη γυναίκα και το νεογέννητο παιδί τους. Ηρθε με σκοπό να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να σπουδάσει και να ξεπεράσει τα δικά του όρια. Σήμερα εργάζεται σε μια εταιρεία και παράλληλα κάνει τη διδακτορική διατριβή του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Είναι πρόεδρος της κοινότητας της Ουγκάντας, στα μέλη της οποίας προσπαθεί να εμφυσήσει την κουλτούρα της πολιτιστικής συνεννόησης με τη νέα κοινωνία υποδοχής. Για τον Σπύρο η ηρεμία είναι δύναμη και τη διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού. Άλλωστε, κόπιασε πολύ για να τα καταφέρει.
Από την Ουγκάντα έχω γλυκές αναμνήσεις ως παιδί. Μεγαλώνοντας έβλεπα τους συμφοιτητές μου να τελειώνουν τη σχολή τους και να μην έχουν δουλειά και προβληματιζόμουν. Υπήρχε μεγάλη αβεβαιότητα κι ανασφάλεια. Ήθελα να τα καταφέρω και γι’ αυτό έπρεπε να πάρω μια μεγάλη απόφαση. Ηρθα στην Ελλάδα για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Είχα τελειώσει δομική μηχανική στην Ουγκάντα και παρόλο που είχα ήδη δουλειά, την παράτησα μόλις μου δόθηκε η ευκαιρία. Συντέλεσε, βέβαια, και το ότι είχα αναπτύξει από μικρός σχέση με την Ελλάδα και τον πολιτισμό της μέσα από το ιεραποστολικό έργο της ορθόδοξης Εκκλησίας. Βαφτίστηκα, μάλιστα, με ελληνικό όνομα.
Οταν ήρθα εδώ, καταπιάστηκα με την εκμάθηση της γλώσσας. Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ξεκίνησα το νέο προπτυχιακό μου στη Σχολή Τοπογράφων. Στη συνέχεια έκανα το μεταπτυχιακό μου στη Σχολή Μεταλλειολόγων, στον σχεδιασμό και την κατασκευή υπόγειων έργων. Πλέον κάνω διδακτορικό στη Σχολή Τοπογράφων – Μηχανικών και δουλεύω στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης σε σήραγγες.
Απ’ όταν ήρθα στην Ελλάδα έπρεπε να δουλεύω παράλληλα με τις σπουδές για να συντηρώ την οικογένειά μου. Εχω κάνει πολλά μεροκάματα. Για δέκα χρόνια δούλευα σε συνεργεία καθαρισμού. Το πρωί καθάριζα τζάμια και το μεσημέρι ήμουν στην αίθουσα του πανεπιστημίου. Από το προηγούμενο βράδυ γυάλιζα τα παπούτσια μου, σιδέρωνα το παντελόνι και το πουκάμισό μου, τελείωνα τις εργασίες μου με βάση τις προθεσμίες, ετοίμαζα τα βιβλία μου και την επομένη ήμουν στην αίθουσα όπως έπρεπε. Εκεί δεν είσαι ο καθαριστής. Είσαι φοιτητής, ενσωματωμένος σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Κι εγώ ήμουν αποφασισμένος.
Οταν τελείωσα το μεταπτυχιακό μου, ξεκίνησα να αναζητώ δουλειά στο αντικείμενο σπουδών μου. Οπου κι αν είμαι, νιώθω ότι βρίσκομαι στο σπίτι μου. Σήμερα η Ελλάδα είναι το σπίτι μου.
Είναι διαφορετικό να έρχεσαι εδώ ως πρόσφυγας ή μετανάστης. Ο πρόσφυγας βρίσκεται σε μια έκτακτη ανάγκη από την οποία τρέχει να ξεφύγει. Πείνα, φτώχεια, βόμβες. Ψάχνει για προστασία, ασφάλεια, ελπίδα, ζωή. Ημουν προνομιούχος γιατί είναι διαφορετικό να έρχεσαι ως φοιτητής γνωρίζοντας πως θα ξεκινήσεις από κάπου με σκοπό να φτάσεις κάπου αλλού. Κι ας είναι δύσκολο αυτό. Ο πρόσφυγας ζει μονίμως με την αγωνία.
Κάποιοι άνθρωποι ίσως δεν έχουν συνηθίσει να συνυπάρχουν ή να αποδέχονται τη διαφορετικότητα. Πρέπει να προσαρμόζεσαι σε αυτά που ζητάει η ίδια η ζωή
Νομίζω πως η αποδοχή της κοινωνίας φέρει πάντα μια προσωπική σφραγίδα. Εχει να κάνει με κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Υπάρχει ένα μεγάλο σύννεφο αβεβαιότητας, τόσο για την κοινωνία υποδοχής όσο και για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Στην κοινότητά μου λέω πως εμείς πρέπει να αποδείξουμε την ποιότητά μας, να δώσουμε το καλό παράδειγμα. Πρέπει να έρθουμε πιο κοντά στην κοινωνία. Να γνωριστούμε καλύτερα και να διώξουμε τον φόβο.
Εχω αντιμετωπίσει τη διάκριση και τον ρατσισμό. Στην Ουγκάντα υπάρχει αυτό που στα σουαχίλι λέμε «μπαπίνγκα», δηλαδή οι άνθρωποι που δεν είναι δικοί μας και δεν τους συμπαθούμε. Υπήρχε ζήτημα φυλετικών διακρίσεων, το οποίο ήταν εμφανές εάν ζητούσες δουλειά με το βιογραφικό ανά χείρας. Ολο αυτό εμένα δεν με εκπροσωπούσε. Με πείσμωσε, όμως, να γίνω πιο ανταγωνιστικός, πιο δυνατός. Ηθελα να γίνω καλύτερος, να αποκτήσω πυγμή. Δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου. Είχα καταλάβει ότι το πεδίο είναι σκληρό.
Ετσι, λοιπόν, έστειλα αιτήσεις σε κορυφαία πανεπιστήμια με την ελπίδα ότι θα καταφέρω να κυνηγήσω τα όνειρά μου. Να σπουδάσω και να ξεπεράσω τα όριά μου. Η Ελλάδα μού έδωσε την ευκαιρία κι είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Κι εδώ έζησα τον ρατσισμό. Στο λεωφορείο για τη δουλειά άκουγα διάφορα σχόλια. Στο πανεπιστήμιο, όμως, ποτέ. Εκεί είχα παρηγοριά την παρέα των Ελλήνων και των Κύπριων φοιτητών. Είχα καταλάβει πια πως το ζήτημα είναι η άγνοια και ο φόβος.
Κάποιοι άνθρωποι ίσως δεν έχουν συνηθίσει να συνυπάρχουν ή να αποδέχονται τη διαφορετικότητα. Καμιά φορά πληγώνεσαι, αλλά πρέπει να παραμένεις δυνατός και να αναγνωρίζεις το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεσαι. Πρέπει να προσαρμόζεσαι σε αυτά που ζητάει η ίδια η ζωή. Όταν τρέχουν πολύ οι γύρω σου, πρέπει να κάνεις προπόνηση για να τρέχεις πιο γρήγορα. Αυτή είναι η δική μου οπτική και προσέγγιση.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών