

Προτεραιότητα η προστασία του πληθυσμού
«Ο λόγος που έχουμε παραμελήσει όλες αυτές τις προληπτικές προσπάθειες είναι ότι τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και με την παγκοσμιοποίηση, έχουν προταχθεί και έχουν έρθει στο προσκήνιο άλλες προτεραιότητες, οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με την κοινωνική προστασία», υπογράμμισε ο κ. Ηλιόπουλος, για να προσθέσει: «Δεν υποφέρουμε όλοι το ίδιο από την πανδημία. Υπάρχουν σαφέστατα επιδημιολογικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τα στρώματα χαμηλής οικονομικής στάθμης έχουν πολύ μεγαλύτερη θνητότητα».
«Ως κοινωνία θα πρέπει να αναδιατάξουμε τις προτεραιότητές μας προς την κατεύθυνση της προστασίας του πληθυσμού», τόνισε ο κ. Ηλιόπουλος, και ευχήθηκε «αυτή η επώδυνη κρίση να μας οδηγήσει στην επανεξέταση, με πολλή προσοχή και ειλικρίνεια, του βαθμού πολιτικής προστασίας, καθώς και στην αποκατάσταση της αποτελεσματικότητας μηχανισμών και στη δημιουργία νέων».
Η αναγκαιότητα ενός ισχυρού δημόσιου συστήματος υγείας
«Χρειαζόμαστε ένα δημόσιο σύστημα υγείας», υποστήριξε ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Harvard, επισημαίνοντας ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης μιας τέτοιας υγειονομικής κρίσης είναι ένα οργανωμένο δημόσιο σύστημα υγείας: «Ο κορονοϊός πρέπει να μας αφήσει μια μεγαλύτερη συμπάθεια, φροντίδα και τρυφερότητα γι’ αυτό που θέλαμε να διαλύσουμε τα προηγούμενα χρόνια, το δημόσιο σύστημα υγείας, το οποίο υποτίθεται ότι δεν ήταν αποτελεσματικό», είπε, σημειώνοντας ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία -που δεν θα πρέπει να παράγει ψευδείς ανάγκες με στόχο κέρδος- οφείλει να ενταχθεί και να εξυπηρετήσει το σχεδιασμό της πολιτείας για τη δημόσια υγεία.
Ο κ. Ηλιόπουλος τάχθηκε υπέρ της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, υπογραμμίζοντας ότι «η πρώτη βαθμίδα ενός δημόσιου συστήματος υγείας θα πρέπει να είναι ένα βασισμένο στη γεωγραφική και υπηρεσιακή κατανομή της χώρας σε συγκεκριμένες περιοχές, εκτεταμένο, πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας», ενώ, ακολούθως, συμπλήρωσε ότι «φεύγοντας από αυτή την κρίση, θα πρέπει να ενισχύσουμε το δημόσιο σύστημα υγείας», εξηγώντας ότι θα πρέπει να πρόκειται για ενίσχυση με χρήματα, με θέσεις εργασίας και βελτιστοποίηση των διαθέσιμων πόρων μέσω επιχειρησιακού σχεδιασμού.
Τα ποσοστά θνησιμότητας συνδέονται με τα συστήματα υγείας & τις κοινωνικές ανισότητες
Ο κ. Ηλιόπουλος αναφέρθηκε στη συνέχεια στη θνησιμότητα λόγω κορονοϊού, συνδέοντάς τη με σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων τα συστήματα υγείας: «Όλοι μιλάμε για τη θνητότητα από τον ιό. Δεν καθορίζεται μόνο από τον ιό και μόνο από τον ασθενή, δηλαδή από το εάν έχει υποκείμενα προβλήματα υγείας». Συνδέεται και με άλλους παράγοντες, όπως π.χ. με το περιβάλλον ή με τη δυνατότητα ενός συστήματος υγείας να απορροφήσει οξέα περιστατικά (κλίνες ΜΕΘ, νοσηλευτές και ιατρικό προσωπικό, κατανομή των νοσοκομείων ώστε να διασφαλίζεται εύκολη πρόσβαση στους κατοίκους της περιφέρειας κ.λπ.), υποστήριξε ο κ. καθηγητής, συσχετίζοντας τη θνητότητα και με τη (χαμηλή) κοινωνικοοικονομική στάθμη, τις περιθωριοποιημένες ομάδες και τους ανασφάλιστους πολίτες.
«Η Βόρεια Ιταλία είναι μια περιοχή στην οποία είχαν υποδιπλασιαστεί οι γιατροί του δημόσιου συστήματος υγείας, ενώ η κυβέρνηση Σαλβίνι είχε περικόψει κατά 50% τις παροχές στη δημόσια υγεία», πρόσθεσε. Μια περιοχή στην οποία το δημόσιο σύστημα υγείας είχε αποδιαρθρωθεί, και η παροχή φροντίδας υγείας βασιζόταν σε ιδιωτικές υπηρεσίες», οι οποίες δραστηριοποιούνταν κυρίως σε διαγνωστικές εξετάσεις και εγχειρήσεις, που είναι πιο επικερδείς.
Ο κ. Ηλιόπουλος επισήμανε, επίσης, με αναφορά στη Γουχάν της Κίνας και στη Βόρεια Ιταλία, ότι η υψηλού επιπέδου ατμοσφαιρική ρύπανση ενδέχεται να συνδέεται με τη θνησιμότητα λόγω κορονοϊού.
«Η μέχρι τώρα εμπειρία υποδεικνύει την αναγκαιότητα του δημόσιου συστήματος υγείας, και ελπίζω η Ευρώπη, βγαίνοντας από αυτή την κρίση, να επαναπροσδιορίσει τη δημόσια υγεία ως στόχο μέσα σε αυτό το πλαίσιο μιας καινούριας ματιάς στις κοινωνικές παροχές», συμπέρανε ο κ. καθηγητής.
Τα διαγνωστικά τεστ μονόδρομος για στοχευμένες παρεμβάσεις πολιτικής
Μιλώντας για την Ελλάδα, ο Όθων Ηλιόπουλος υποστήριξε ότι «δεν υποφέραμε πολύ από θύματα στη χώρα», ενώ χαρακτήρισε την αρχική αντίδραση επιβολής περιορισμών στη μετακίνηση του πληθυσμού «σωστή». «Ήταν όμως και μια επιλογή», σχολίασε: «Νομίζω ότι κάναμε την επιλογή που διάλεξε η Ευρώπη. Τα κράτη της Ευρώπης όμως συνδύασαν αυτό τον περιορισμό με ένα εκτεταμένο δίκτυο δοκιμασιών ελέγχου (τεστ) για τον ιό», διευκρίνισε στη συνέχεια.
«Παρά την επίταξη κάποιων ιδιωτικών Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, δεν νομίζω ότι ανασκευάσαμε δραστικά την απορροφητική μας ικανότητα σε περιστατικά στο δημόσιο σύστημα υγείας», τόνισε ο κ. Ηλιόπουλος, ενώ επισήμανε ότι τα τεστ για τον εντοπισμό του ιού ή/και της παρουσίας αντισωμάτων «είναι ο μόνος συνδυασμός που θα μας επιτρέψει, ανοίγοντας, να κάνουμε στοχευμένες επεμβάσεις επιδημιολογικής πολιτικής. Θα μπορούσαμε να είχαμε δώσει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στο να έχουμε αυτά τα τεστ. Είτε να τα έχουμε κατασκευάσει είτε να τα έχουμε εισαγάγει από το εξωτερικό. Η εναλλακτική τακτική θα ήταν να κάνουμε εκτεταμένους ελέγχους στον πληθυσμό, που θα βοηθούσαν στο να απομονώσουμε επιλεκτικά τους ανθρώπους που έχουν προσβληθεί ή έχουν έρθει σε επαφή (σ.σ. με νοσούντες), γεγονός που θα μας επέτρεπε μια πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα», συμπέρανε.
Οι παρανοήσεις για το ενδεχόμενο «δεύτερου κύματος»
«Η τραυματική εμπειρία από τον κορονοϊό έχει ενισχυθεί από ένα συνδυασμό τρομολαγνείας, υπερβολικού φόβου και πιθανώς μιας εθνοψυχολογίας συνωμοσιών ή θυματοποίησης», σχολίασε ο κ. Ηλιόπουλος. «Με ενοχλεί όταν μιλάμε για “δεύτερο κύμα”· ο κορονοϊός δεν είναι αναγκασμένος να συμπεριφερθεί όπως η ισπανική γρίπη. Η φυματίωση δεν είχε “πρώτο” και “δεύτερο κύμα”», επισήμανε, προσθέτοντας ότι η ιδέα του «δεύτερου κύματος» έχει ενισχυθεί από μια παραφιλολογία ότι δεν υπάρχει ανοσία, τη στιγμή που επιστημονικά δεδομένα διαψεύδουν το ενδεχόμενο επαναλοίμωξης. Παράλληλα, ο κ. Ηλιόπουλος σημείωσε ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα ότι ο ιός μεταλλάσσεται δραστικά και ταχύτατα, καθώς δεν αναμένονται δραστικές αλλαγές στο γενετικό υλικό του.
«Μπορεί να έχουμε αύξηση περιστατικών, από τη στιγμή που επιτρέπουμε στον κόσμο να επανέλθει στον κοινωνικό και εργασιακό χώρο, και ενδεχομένως αύξηση των θανάτων», προειδοποίησε. Ωστόσο, «δεν έχουμε πλέον την αντοχή να μείνουμε στα σπίτια μας, διότι αυτό έχει τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές επιπτώσεις». Σύμφωνα με τον κ. Ηλιόπουλο, έχουμε μπροστά μας δύο βασικές επιλογές: Πρώτον, να περιμένουμε πότε και εάν θα βγει το εμβόλιο, θέτοντας, για τον επόμενο χρόνο, τη δραστηριότητά μας υπό περιορισμό. Δεύτερον, την ανοσία του πληθυσμού, με σταδιακή απελευθέρωση της κινητικότητας και των επαφών.
Το άνοιγμα να συνδεθεί με τη βελτίωση του επιδημιολογικού χάρτη της χώρας
Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τα κρούσματα σε χαμηλό επίπεδο με στοχευμένες επιδημιολογικές παρεμβάσεις, τόνισε στη συνέχεια ο κ. καθηγητής, κάνοντας λόγο για ευρείας κλίμακας δοκιμασίες ελέγχου για φορείς του ιού, με στρατηγικά επιλεγμένα επίπεδα (υγειονομικό προσωπικό και εργαζόμενοι σε χώρους μεγάλης πυκνότητας πληθυσμού όπως είναι π.χ. τα αεροδρόμια): «Αντί οι αστυνομικοί να δίνουν κλήσεις για το εάν κάποιος κάνει βόλτα μερικά μέτρα παραπάνω ή εάν μετακινείται στο εξοχικό του, θα προτιμούσα να έκαναν τεστ για την παρουσία του ιού. Έτσι θα είχαμε έναν καλύτερο επιδημιολογικό χάρτη της χώρας».
Σύμφωνα με τον κ. Ηλιόπουλο, «δεν ξέρουμε πόσοι πολίτες έχουν αντισώματα αυτή τη στιγμή, δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι κόμβοι αναπαραγωγής του ιού. Το άνοιγμα της κοινωνίας θα πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη βελτίωση του επιδημιολογικού χάρτη της χώρας. […] Θα πρέπει να υπάρχουν δεδομένα για να διαμορφώσουμε αυτή την πολιτική. Να ρίξουμε το βάρος μας στις διαδικασίες ελέγχου για την εντοπισμό του ιού και αντισωμάτων», συνέστησε, καλώντας το κυβερνητικό επιτελείο και το σύστημα υγείας να το θέσουν ως προτεραιότητα.
Απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση
Σχετικά με την προέλευση ασθενειών όπως η Covid-19, ο κ. Ηλιόπουλος, αρνούμενος τις συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις, είπε: «Έχει αλλάξει η σχέση μας με τη φύση, και νομίζω ότι ο κορονοϊός είναι μία ακόμη ένδειξη ότι πληρώνουμε τις συνέπειες», για να προσθέσει ότι «τα νομοσχέδια και οι νόμοι περιβαλλοντικής πολιτικής δεν είναι μια πολυτέλεια που αντιστρατεύεται την “ανάπτυξη”, εάν αυτή μας φέρει στην επόμενη πανδημία. Είναι αναγκαίες παρεμβάσεις ώστε να μειώσουμε τις συνέπειες που θα πληρώσουμε από την παρέμβασή μας στη φύση. Έχουμε διαταράξει τη φύση. Είναι καιρός να αποκαταστήσουμε την ισορροπία».
Οι ευπαθείς ομάδες ως κοινωνική επιλογή
Στη συνέχεια υπογράμμισε ότι «οι ευπαθείς ομάδες αντανακλούν κοινωνικές επιλογές». «Στο περιθώριο της κοινωνίας έχουμε», όπως είπε, «ευπαθείς ομάδες, είτε λέγονται “φυλακές”, είτε “προσφυγικοί καταυλισμοί” είτε “καταυλισμοί Ρομά”. Δεν είναι υποδεέστερες μορφές ζωής, και η κοινωνική επιλογή να έχουμε τις δομές αυτές δημιουργεί τις ευπαθείς ομάδες». Κατά τον καθηγητή, «έχουμε μια παραπάνω ευθύνη να προφυλάξουμε τις ευπαθείς αυτές ομάδες, γιατί, όπως και στη φύση, η ύπαρξή τους θα “εκδικηθεί” και την υπόλοιπη κοινωνία, που δεν βρίσκεται στο περιθώριο». Ως προς τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, παρατήρησε ότι στο εξωτερικό μεγάλη δεξαμενή τροφοδοσίας του ιού και των ποσοστών θνησιμότητας ήταν η κοινωνική επιλογή των γηροκομείων: «Μέρος της προστασίας στην Ελλάδα είναι ότι η τρίτη ηλικία δεν βρίσκεται τόσο στα γηροκομεία ή σε οικισμούς όπου ζουν όλοι μαζί, αλλά μαζί με την οικογένεια», σημείωσε, για να καταλήξει: «Κάθε κοινωνική επιλογή που κάνουμε, είτε σωφρονιστική, είτε οργάνωσης της κοινωνίας μας, είτε εκπαιδευτική, έρχεται να συμβάλει, να απαλύνει ή να ενισχύσει την πανδημία». Σε κάθε περίπτωση, υποστήριξε ότι σοβαρό κίνδυνο διατρέχουν συγκεκριμένες ομάδες (υπερήλικες και άνθρωποι με χρόνια νοσήματα), οι οποίες θα πρέπει να παραμείνουν προφυλαγμένες και στις συνθήκες της επανένταξης στην κοινωνία.
Κοινωνικός στιγματισμός & αστυνόμευση του περίγυρου
«Φοβάμαι πολύ τον κοινωνικό στιγματισμό και την αλλοίωση που θα επέλθει στις διαπροσωπικές σχέσεις», παραδέχθηκε ο κ. Ηλιόπουλος, κάνοντας λόγο για συμπεριφορές που βασίζονται σε συμβολισμούς και όχι σε επιστημονικά δεδομένα: «Υπάρχει ενίσχυση της κοινωνικής αστυνόμευσης στον περίγυρό μας. […] Ο φόβος δημιουργεί μια αταβιστική αντίδραση που προέρχεται από την ανάγκη της προσωπικής προστασίας, η οποία μπορεί να πάρει παράλογες διαστάσεις. Μπορεί να δημιουργήσει και πολιτικές αποφάσεις ή κοινωνικές συνθήκες άδικες και αρνητικές για συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων. Όσο παρατείνεται ο περιορισμός, αυξάνεται σε ένταση και σε εκδήλωση», παρατήρησε ο κ. Ηλιόπουλος.
Πηγή: ΕΝΑ Institute