Η φλόγα του Ντιέγκο δεν θα σβήσει ποτέ
ΚΟΣΜΟΣ

Η φλόγα του Ντιέγκο δεν θα σβήσει ποτέ

SHARE THIS

Τον Φεβρουάριο του 2013 ένας άνδρας στην Ιταλία καθόταν στο μπαλκόνι του και χάζευε τον κόσμο που περνούσε από κάτω. Ο κόσμος αυξανόταν σιγά σιγά, σαν σε λιτανεία. Ήταν και ξένοι μέσα στο πλήθος που είχαν ταξιδέψει από μακριά με την ελπίδα να δουν από κοντά το είδωλό τους. Καθώς λοιπόν ο άνδρας κοίταξε προς τα κάτω, χαμογέλασε, πετάρισε η καρδιά του και άρχισε να χοροπηδάει σαν παιδί.
Του Δημήτρη Ραπίδη
Όχι, δεν ήταν ο Πάπας που απευθυνόταν στο πλήθος σε λειτουργία στο Βατικανό. Για την ακρίβεια δεν βρισκόμασταν καν στη Ρώμη, αλλά 200 και βάλε χιλιόμετρα μακριά, στον ιταλικό Νότο, εκεί που ο Ντιέγκο Μαραντόνα έκανε τα πλήθη να παραληρούν και να τρέχουν για να βρεθούν κοντά του και να τον δουν. Είχε έρθει στη Νάπολη για να ρυθμίσει κάποιες εκκρεμότητές του με τη δικαιοσύνη. Ακριβώς η ίδια κατάσταση 29 χρόνια πριν, όταν για πρώτη φορά είχε φτάσει στην πόλη για να υπογράψει στην ομώνυμη ομάδα, τη φανέλα της οποίας τόσο περήφανα τίμησε στην επταετή παρουσία του εκεί, στα πιο παραγωγικά ποδοσφαιρικά του χρόνια, από το 1984 έως το 1991.
Καθοδηγούμενη από τον Αργεντινό «μάγο», η Νάπολη κατέκτησε τα δύο πρωταθλήματα στην ιστορία της στη Serie A, το 1987 και το 1990, με τους οπαδούς των «Partenopei» να λατρεύουν τον Μαραντόνα σαν Θεό.

Μια από τις πολλές, αριστοτεχνικές εκτελέσεις φάουλ του Μαραντόνα (ματς απέναντι στη Μίλαν).
Η πορεία του στη Νάπολη δεν αφορούσε μόνο τα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα, το γεγονός ότι ήταν πρώτος σκόρερ και καλύτερος παίκτης της ομάδας τις χρονιές που η ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα, αλλά το τι άφησε ως παρακαταθήκη ο ίδιος στην ιστορία και την ποδοσφαιρική κουλτούρα της πόλης. Ο Μαραντόνα κατάφερε να γίνει το απόλυτο σύμβολο του τι σημαίνει να είσαι Ναπολιτάνος.
Μπορεί ο Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι να συνέβαλε στην πολιτική ενοποίηση της Ιταλίας το 1861, αλλά 159 χρόνια αργότερα η χώρα συνεχίζει να είναι διαιρεμένη πολιτισμικά, οικονομικά, κοινωνικά.  Το χάσμα Βορρά-Νότου παραμένει, κυρίως λόγω των εισοδηματικών διαφορών και των περιφερειακών ανισοτήτων που συνεχίζουν να πλήττουν την Ιταλία. Ο Βορράς είναι περισσότερο συνδεδεμένος με την βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη, ενώ ο Νότος με τη διαφθορά, το έγκλημα και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας. Αυτό το χάσμα αποτυπώνεται και στο ποδόσφαιρο.

Η περίφημη φωτογραφία από την άφιξη στο Σαν Πάολο, μετά την συνέντευξη Τύπου στα ιταλικά ΜΜΕ. Κατάμεστο το γήπεδο, με τους οπαδούς να αγωνιούν να δουν τον Μαραντόνα από κοντά. Credit: Alfredo Capozzi / Courtesy HBO.
Όταν ο Μαραντόνα έφτασε στη Νάπολη το καλοκαίρι του 1984, καμία ομάδα από τον ιταλικό Νότο δεν είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα, ενώ από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1984 οι ομάδες του Μιλάνου (Μίλαν και Ίντερ) και του Τορίνο (Τορίνο και Γιουβέντους) είχαν κατακτήσει 33 από 39 πρωταθλήματα. Η Νάπολη ήταν αδιαμφισβήτητα η μεγαλύτερη ομάδα του Νότου, του Mezzogiorno, έχοντας ωστόσο μόνο δύο κατακτήσεις Κυπέλλου μέχρι τότε.
Για τους Partenopei λοιπόν η άφιξη του Μαραντόνα ήταν κάτι σαν μάννα εξ’ ουρανού, προκαλώντας ντελίριο ενθουσιασμού. Ο 23χρονος τότε Αργεντινός, έπειτα από 2 μέτριες σεζόν στην Μπαρτσελόνα, με πολλές κόντρες με τον πρόεδρο Γιοσέπ Νούνιεζ, υπογράφει στη Νάπολη έναντι 10.5 εκατ. δολαρίων, ποσό-ρεκόρ για την εποχή. Ένα ποσό σκανδαλώδες, ειδικά για τον αδύναμο οικονομικά πληθυσμό του Νότου, ο οποίος όμως ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, γιατί γνώριζε ότι ο Μαραντόνα θα το αντάμειβε. Και πράγματι έτσι έγινε.

Με τον Μισέλ Πλατινί σε αναμέτρηση της Νάπολη με την Γιουβέντους.
Ο μικροκαμωμένος Μαραντόνα «κούμπωσε» αμέσως με την πόλη. Γεννημένος το 1960 στο Μπουένος Άιρες, από πολύ φτωχή οικογένεια, μεγάλωσε στη συνοικία Villa Fiorito. Μαζί με τα 4 αδέρφια του και τους γονείς του, σε ένα μικρό σπίτι, έπαιζε ώρες μπάλα τα απογεύματα, προσπαθώντας παράλληλα να βγάλει κανένα μεροκάματο. «Είναι κακή η φτώχεια, είναι δύσκολη, το ήξερα καλά. Θέλεις πολλά πράγματα και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τα ονειρεύεσαι. Θα ήταν ωραίο αν υπήρχε περισσότερη δικαιοσύνη – αν εκείνοι που έχουν πολλά είχαν λίγο λιγότερα και όσοι έχουν λίγα να είχαν λίγα περισσότερα». Δεν το έβαζε ποτέ όμως κάτω. Επίμονος, με ισχυρό χαρακτήρα και περήφανος, ο Ντιέγκο είχε το προφίλ που ακουμπούσε τις συναισθηματικές χορδές του μέσου Ναπολιτάνου.
Ο εθισμός του στην κοκαΐνη ξεκίνησε λίγους μήνες πριν φτάσει την Ιταλία και στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η εξάρτησή του είχε φτάσει σε σημείο που επηρέαζε την απόδοσή του. Οι προπονητές του Οτάβιο Μπιάνκι και Αλμπέρτο Μπιγκόν γνώριζαν το πρόβλημα, προσπάθησαν να τον στηρίξουν, έκαναν τα στραβά μάτια όταν έχανε προπονήσεις, γνωρίζοντας πως είχε τον τρόπο με μια μπαλιά, με μια του κίνηση να κάνει τη διαφορά στο παιχνίδι.



Καμία δικαστική δίωξη, καμία περιπέτεια με τις αρχές, δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη σχέση αγάπης και πάθους των Ναπολιτάνων με τον Μαραντόνα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς εάν χωρίς αυτές τις «σκιάσεις» στον βίο του, εάν ήταν «καθαρός», ήσυχος και υπάκουος, ο Μαραντόνα θα μπορούσε να λατρευτεί με τόσο απόλυτο τρόπο.

Τεράστιες τοιχογραφίες με τον Μαραντόνα κοσμούν πολλά κτίρια και γωνιές της πόλης, ενώ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1979 και 1980 δεκάδες χιλιάδες ψηφοδέλτια ακυρώθηκαν επειδή έγραφαν πάνω «VivaMaradona». Η αποχώρησή του από την ομάδα συνοδεύτηκε από την απόσυρση της φανέλας με τον αριθμό 10, ενώ στο Μουντιάλ του 1990 χιλιάδες φανατικοί Partenopei υποστήριξαν την Αργεντινή στον ημιτελικό με την οικοδέσποινα Ιταλία, μια πράξη που δεν συγχώρεσαν ποτέ οι οπαδοί των ομάδων του ιταλικού Βορρά.
Η ποδοσφαιρική μαγεία του Μαραντόνα, αλλά και ο εκκεντρικός, συναρπαστικός χαρακτήρας του ανέβασαν στα ύψη την συλλογική ψυχολογία της Νάπολη. Τα επιτεύγματα της ομάδας μέσα σε μια επταετία είναι συγκλονιστικά, με 2 πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο Ιταλίας (1987), ένα κύπελο ΟΥΕΦΑ (1989) και ένα Supercup (1990), κάτι αδιανόητο για ομάδα του Νότου. Η Νάπολη για πρώτη φορά δεν ήταν σημείο αναφοράς για ζητήματα διαφθοράς και ανέχειας, που τροφοδοτούσαν μια διαρκή ηττοπάθεια σε όλα τα επίπεδα και ένα κόμπλεξ κατωτερότητας. Η συμβολή του Μαραντόνα σε αυτό ήταν απόλυτα καθοριστική.
Πολλά παιδιά του Mezzogiorno άρχισαν να στηρίζουν τη Νάπολη αντί για τη Γιουβέντους ή τη Μίλαν για παράδειγμα, χωρίς πλέον να συνδέουν την έννοια της επιτυχίας με τον Βορρά, τα χρήματα και το πρεστίζ. Ο Μαραντόνα αποτέλεσε το «όχημα» της αντίστασης απέναντι στον σνομπισμό των Βορείων και ο Νότος γέμισε υπερηφάνεια, όνειρα και ελπίδα, σε μια περιφέρεια που παραδοσιακά «πληγωνόταν» από τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης προς τον Βορρά -ιταλικό και ευρωπαϊκό- και τις ΗΠΑ. Ήταν μια περίοδος κοινωνικής «εκδίκησης», με τους Ναπολιτάνους να παίρνουν το αίμα τους πίσω για την από-επένδυση, τις ανισότητες, τη φτώχεια, τα σχόλια περί «άξεστων χωριατών» από τους εκπροσώπους τους εγχώριου lifestyle. Η Νάπολη απέδειξε ότι δεν ήταν μόνο αυτό που μπορούσε να προσφέρει από ένα ματς με αντίπαλο τη Μίλαν ή τη Γιουβέντους, αλλά κάτι πολύ παραπάνω.
«Η Νάπολη ήταν και πάντοτε θα είναι το δεύτερο σπίτι για μένα», είχε δηλώσει ο Μαραντόνα όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. «Στη Νάπολη είναι οι άνθρωποί μου, αυτοί που πάντα θα αγαπώ».
Ο θάνατος του Ντιέγκο σκόρπισε πένθος στην πόλη, με τους Ναπολιτάνους να θρηνούν την απώλεια του συμβόλου που καθόρισε όσο κανείς άλλος την σύγχρονη ταυτότητά της. Το τοτέμ Μαραντόνα στέκει και θα στέκει περήφανα στον ιταλικό Νότο για πάντα, θυμίζοντας ότι τα όνειρα, η οπαδική κουλτούρα και η κοινωνική διάσταση του ποδοσφαίρου έχουν ονοματεπώνυμο.

Έπειτα από απόφαση του προέδρου της Νάπολη Αουρέλιο ντε Λαουρέντις, το στάδιο Σαν Πάολο θα μετονομαστεί σε στάδιο «Ντιέγκο Μαραντόνα». 

Exit mobile version