Κάρλος Βαλντεράμα: Το κουλ λιοντάρι της Κολομβίας στο Μουντιάλ του ‘90
AP PHOTO
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Κάρλος Βαλντεράμα: Το κουλ λιοντάρι της Κολομβίας στο Μουντιάλ του ‘90

SHARE THIS

Το ματς με την Γερμανία στο Μουντιάλ της Ιταλίας απέδειξε ότι ο Βαλτεράμα είναι, πέρα από καλός παίκτης κι αρχηγός, μια ποπ προσωπικότητα που δικαίως έχει μείνει στην ιστορία. Ράθυμος, εκρηκτικός όταν χρειαζόταν, σίγουρος, ηγετικός, με το απαραίτητο εκτόπισμα στον αγωνιστικό χώρο.

«Γκοοοοοολ! Γκοοοοοολ! Ζήτω Κολομβία! Ζήτω Κολομβία» παραληρούσε ο sportcaster στην Μπογκοτά. Κραυγές, φωνές, τρεμάμενη φωνή, με το επαναλαμβανόμενο για 10-15 δευτερόλεπτα «Είναι απίστευτο, είναι απίστευτο!» να ηχεί στα αυτιά μας. Μετά από μια ακαριαία, νεκρική σιγή, συνειδητοποιεί ξανά τι ακριβώς συνέβη και επανέρχεται: «Είναι απίστευτο! Πόσο γρήγορα η απογοήτευση μπορεί να γίνει λύτρωση; Πόσο γρήγορα;».

Ήταν μια συγκλονιστική στιγμή μετά από ένα παιχνίδι με ελάχιστες συγκινήσεις, που όμως ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα ντελίριο συναισθημάτων για 35 εκατομμύρια Κολομβιανούς. Ένα παιχνίδι που στα τελευταία λεπτά και στις καθυστερήσεις ήρθε τούμπα και έγινε ιστορικό για την ομάδα της Κολομβίας. Στο τελευταίο ματς των ομίλων του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 απέναντι στη Γερμανία αρκούσε ένας βαθμός για την Κολομβία για να προκριθεί στο δεύτερο γύρο. Ήταν αυτά τα τελευταία λεπτά που με έκαναν να λατρέψω εκείνη την ομάδα και τον αρχηγό της Κάρλος Βαλντεράμα.

Δεν ήταν το δράμα και η ένταση, ούτε η αγωνία της στιγμής, αλλά η αποτύπωση της απλότητας του ποδοσφαίρου και η ανεξέλεγκτη φύση του που πλημμύρισαν την καρδιά εκατομμυρίων θεατών τη στιγμή της ισοφάρισης. Αυτό το 4-4-2 της ομάδας του Φρανσίσκο Ματουράνα άνοιξε ολόκληρους κόσμους μέσα μας, με τα «τριγωνάκια» και τις πασούλες στο κέντρο, χωρίς χρονοτριβές, με στόχο να «σπάσει» η μπάλα στο πλάι ή να περάσει μια κάθετη μπαλιά σαν ξυράφι και να βγει ο επιθετικός για να σκοράρει, να αποτελούν κάτι μαγικό. Η «κατάσταση» που έφτιαχναν στο κέντρο οι Κολομβιανοί και μπέρδευαν τους αντιπάλους τους, που έψαχναν την μπάλα και γυρνούσαν το κεφάλι δεξιά και αριστερά, ήταν προϊόν της σκέψης του Κάρλος Βαλντεράμα, είχαν την ψυχή και την αγάπη αυτού του αρχοντικού λιονταριού της Κολομβίας.

Η ομάδα δεν βρισκόταν παρά ελάχιστες στιγμές πριν από την πρόκριση στη νοκ-άουτ φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, καθώς μια ισοπαλία με τη Γερμανία των Ματέους και Κλίνσμαν αρκούσε για το πολυπόθητο εισιτήριο. Το γκολ του Πιερ Λιτμπάρσκι στο 88ο λεπτό φαινόταν ότι θα γκρέμιζε το όνειρο, θα καθόριζε το ματς και τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει στα ελάχιστα λεπτά μέχρι το τελικό σφύριγμα του διαιτητή. Η Κολομβία ήταν ένα βήμα πριν τον αποκλεισμό. Κι όμως…

Αυτά τα δύο λεπτά του έξτρα χρόνου ήταν υπεραρκετά για τον Βαλντεράμα για να ανάψει τις μηχανές του και να συνδυαστεί άψογα με τον Φρέντι Ρινκόν, σε μια σειρά από γρήγορες εναλλαγές της μπάλας που έκοψαν στη μέση το κέντρο των Γερμανών. Ο Ρινκόν ξέφυγε μπροστά σαν να μην υπήρχε καθόλου άμυνα και σκόραρε περνώντας την μπάλα κάτω από τα πόδια του ψηλόσωμου Μπόντο Ίλγκνερ. Η ικανότητά του να βλέπει μπροστά από την φάση και να σε κάνει να νομίζεις ότι αυτό έγινε τυχαία ή ότι δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια ήταν ένα από τα στοιχεία που σε μάγευαν στο παιχνίδι του Βαλντεράμα. Και αυτή η ικανότητα αποτυπώθηκε με τον πιο εμφατικό τρόπο σε αυτή τη φάση που οδήγησε στο γκολ και την πρόκριση των Κολομβιανών.

Σε προηγούμενα Παγκόσμια Κύπελλα έλαμψαν παίκτες με τρομερές ικανότητες από την Βραζιλία και την Αργεντινή, τη Γαλλία και την Ολλανδία, για τους περισσότερους όμως είχαμε μια εικόνα από πριν, τους είχαμε δει να παίζουν στην Ευρώπη. Είχαμε μια γνώμη πριν τους δούμε με τη φανέλα των εθνικών τους ομάδων. Ήξερες, ίσως, τι να περιμένεις. Εδώ όμως, με την περίπτωση της Κολομβίας, ήταν η απόλυτη αποκάλυψη. Μα η Κολομβία; Να παίζει τέτοια μπάλα; Που ήταν κρυμμένοι αυτοί οι παίκτες;

Η Γερμανία είχε κερδίσει τα δύο πρώτα παιχνίδια του ομίλου, με τη 2η στη βαθμολογία ομάδα του Βαλντεράμα να χρειάζεται έναν βαθμό στο τελευταίο παιχνίδι για να προκριθεί στους «16». Το παιχνίδι εξελίχθηκε με έναν τέτοιο τρόπο που φαινόταν σχεδόν αναμενόμενο να μοιραστούν οι δύο ομάδες την ισοπαλία. Ωστόσο με μια δεύτερη ανάγνωση του παιχνιδιού, κυρίως μετά το τέλος και έπειτα από την αποχαύνωση στο γκολ του Ρινκόν, το μυαλό καθάρισε και φάνηκε όλη η εικόνα. Μαγικές, άλλοτε γρήγορες, άλλοτε αργές και νωχελικές αλλαγές της μπάλας, ένα απαλό «χάϊδεμα» κάθε φορά που ο Βαλντεράμα την έβρισκε στα πόδια του, με την πλούσια χαίτη του να χορεύει μαζί με τις προσποιήσεις του, ευθυτενής, με μια αλλόκοτη αυξομείωση της ταχύτητας και της έντασης, επικοινωνούσε διαρκώς με τους παίκτες του και έδινε κατεύθυνση. Έβλεπες τους ταλαντούχους Γερμανούς να κυνηγούν σκιές, θαμπωμένοι από την αναπάντεχο έλεγχο της μπάλας και το passing game των αντιπάλων. Όλα αυτά πριν ανακαλυφθεί το τίκι-τάκα, στη θέση του οποίου υπήρχε το υπνωτικό στυλ με τον πλέι μέικερ να μένει βαθιά πίσω στα όρια άμυνας και κέντρου και να ανεβοκατεβάζει τον ρυθμό σαν να ακούς cumbia. Ήταν το καλοκαιρινό αεράκι που φυσούσε στην Μπαρανκίγια, στις ακτές της Καραϊβικής εκείνη την ημέρα, που έφτασε στο Σαν Σίρο και με ένα μαγικό τρόπο πέρασε μέσα από τις οθόνες και μπήκε στα σπίτια μας.


Ο Βαλντεράμα πάντα υπέγραφε πολλά αυτόγραφα σε οπαδούς από όλο τον κόσμο. Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι από ένα φιλικό της Κολομβίας με την Αργεντινή στο Μπουένος Άιρες στις 16 Νοεμβρίου 1997 / AP Photo / Daniel Muzio

Ο Βαλντεράμα πάντα υπέγραφε πολλά αυτόγραφα σε οπαδούς από όλο τον κόσμο. Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι από ένα φιλικό της Κολομβίας με την Αργεντινή στο Μπουένος Άιρες στις 16 Νοεμβρίου 1997

Δεν ξέρω πόσες φορές έπιασε ο φακός τον Βαλντεράμα να γελάει βλέποντας τον τερματοφύλακα Ρενέ Χιγκίτα να κάνει τα κουλά του, να βγαίνει από τα καρέ, να ντριμπλάρει τον Βόλερ και τον Κλίσμαν που έτρεχαν λυσσασμένα πάνω του να του κλέψουν την μπάλα και να διασκεδάζει με την αυστηρότητα και την πειθαρχία των Γερμανών που είχαν έρθει στην Ιταλία «για να παίξουν σοβαρό ποδόσφαιρο, όχι να διασκεδάσουν». Ακόμα και με την πλάτη στον τοίχο, μετά το γκολ των Γερμανών, οι δύο τους το διασκέδαζαν, βέβαιοι ότι θα έρθει η στιγμή για την ισοφάριση. Και ήρθε.

«Take it easy, δεν βιαζόμαστε»

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά το ποδόσφαιρο στην Κολομβία βρισκόταν σε άνοδο με τις συνθήκες στο πρωτάθλημα της χώρας να βελτιώνονται κάπως και τις ομάδες να βγάζουν μερικούς από τους καλύτερους παίκτες του λατινοαμερικάνικου ποδόσφαιρου. Tα ναρκοδόλαρα και το ξέπλυμα χρήματος από τα καρτέλ της κόκας κρατούσαν ζωντανά τα σωματεία και σταδιακά αυτή η άνοδος αποτυπώθηκε και στην ανάδειξη νέων και ταλαντούχων παικτών. Ο όρος Locolombia, «Τρελοκολομβία» δηλαδή, αποτύπωνε πλήρως την κατάσταση στο ποδόσφαιρο, τις υπόγειες διαδρομές χρήματος και μπάλας, αλλά και τον εξωτισμό και τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ της απόλαυσης και του κινδύνου.

Ένα από τα παιδιά που έλαμψαν με το στυλ τους εκείνη την εποχή ήταν ο Κάρλος Βαλντεράμα. Ήταν απολαυστικό να το βλέπεις να παίζει σε αυτό το τέμπο που αυξανόταν όσο γρήγορα μειωνόταν. Η κόμη – σήμα κατατεθέν του είχε κάτι το τρομερά ελκυστικό, με το ανέμισμά της να μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αίσθηση της ορμής στην παρουσίαση των ηρώων της αμερικάνικης σειράς Baywatch όταν έμπαινε το theme song. Το θυμάστε; Αυτό ακριβώς. Αυτόν ακριβώς τον ρυθμό και την εικόνα σου έφερνε στο μυαλό. Τα χέρια του γεμάτα κοσμήματα και χάντρες κινούνταν ρυθμικά, με τα πόδια του να θωρακίζουν την μπάλα, δίνοντας ασίστ με κλειστά μάτια και σουτάροντας προς την εστία εκεί που δεν το περίμενες. Παρά το πληθωρικό του σύνολο, η επαφή του με την μπάλα ήταν απλή, λιτή. Χωρίς ίχνος αυταρέσκειας και ατομικισμού, μοίραζε το παιχνίδι με τη μία, «παγώνοντας» όταν χρειαζόταν το ρυθμό μέχρι να βρεθεί η ευκαιρία για να περάσει τον αντίπαλο ή να «ανοίξει» την άμυνα.

Γεννημένος στην Σάντα Μάρτα, ένα πολύβουο λιμάνι που βλέπει πέρα μακριά τη θάλασσα της Τζαμάϊκα, ο Βαλντεράμα υιοθέτησε από μικρός έναν χαλαρό ρυθμό ζωής. Ένα μέρος γεμάτο χρώματα, εμπορεύματα και backpackers, αλλά παράλληλα και ένα μέρος όπου η ζωή στα περίχωρα και τις συνοικίες είχε άλλους ρυθμούς «Take it easy, δεν βιαζόμαστε», έλεγε στους συμπαίκτες του, «εμείς θα επιβάλλουμε σταδιακά το ρυθμό με όση ένταση θέλουμε». Είχε μεγαλώσει σε ένα ήρεμο περιβάλλον με μια πολύ κουλ οικογένεια, βλέποντας τον πατέρα του – ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή – να παίζει ώρες μπάλα στους σκονισμένους δρόμους της πόλης και να ξεχνάει να γυρίσει στο σπίτι. Ελλείψει οργανωμένων ποδοσφαιρικών εγκαταστάσεων, αγωνιζόμενος σε χωμάτινα γηπεδάκια χωρίς διαιτητές, χωρίς τίποτα, με τα απολύτως απαραίτητα, ο Κάρλος έμαθε την τέχνη της ισορροπίας, πως να επιβιώνει και να ξεφεύγει από κακοτοπιές, όλους αυτούς τους ελιγμούς σε μια δύσκολη και σκληρή καθημερινότητα που κουβαλούσε και στο παιχνίδι του στα 20 χρόνια της ποδοσφαιρικής του καριέρας.

Ξεκίνησε επαγγελματικά από την Unión Magdalena το 1981, στα 19 του χρόνια, μένοντας στην ομάδα για τέσσερα χρόνια, κερδίζοντας μεταγραφή για τους Millonarios της Μπογκοτά το 1984. Δεν έμεινε πολύ στην πρωτεύουσα, δεν το σήκωνε το κλίμα, παρότι απολάμβανε τη νυχτερινή ζωή της πόλης. «Εγώ το Κάλι αγαπώ και σε αυτό θα βρεθώ» είχε εξομολογηθεί σε φίλους του, κάτι το οποίο έγινε πραγματικότητα. Ένα χρόνο μετά, το 1985, βρέθηκε στη Deportivo Cali όπου στέριωσε για τρεις σεζόν, κλήθηκε στην εθνική Κολομβίας και μόλις δύο χρόνια αργότερα, στα 26 του, φόρεσε το περιβραχιόνιο της ομάδας οδηγώντας την στο Copa América του 1987, όπου η ομάδα έπαιξε εξαιρετικό ποδόσφαιρο τερματίζοντας στην 3η θέση. Ο Μπόμπι Ρόμπσον, προπονητής της εθνικής Αγγλίας, εντυπωσιάστηκε όταν τον είδε σε ένα φιλικό των δύο ομάδων στο Γουέμπλεϊ, σπεύδοντας αμέσως μετά στα αποδυτήρια να του σφίξει το χέρι. Όλη η Ευρώπη είδε τότε το «λιοντάρι της Κολομβίας» σε μια παράσταση που ενθουσίασε κοινό και ποδοσφαιρικούς παράγοντες, με την Μονπελιέ του Λουί Νικολίν να κόβει πρώτη το νήμα και να τον εντάσσει το δυναμικό της. Αυτή η Μονπελιέ, των Λοράν Μπλαν, Ροζέ Μιλά, Ερίκ Καντονά και Κάρλος Βαλντεράμα, παρότι κατέκτησε μόνο ένα Κύπελλο Γαλλίας, έμεινε στην ιστορία για τις προσωπικότητες που είχε σε όλες τις γραμμές της.

Η Κολομβία του 1990 ήταν η ομάδα του Φρανσίσκο Ματουράνα, ενός προπονητή μπροστά από την εποχή του που άφησε το βάρος της ανάπτυξης και της οργάνωσης του παιχνιδιού στον Βαλντεράμα. Παίκτες και φίλαθλοι, μέσα στο γήπεδο και από τα οθόνες των τηλεοράσεών τους, έβλεπαν έναν παίκτη που ποτέ δεν ήξερες εάν είχε ή δεν είχε την μπάλα στα πόδια του. Πηγαινοερχόταν, πάντα σε κίνηση, με τους συμπαίκτες του να συνεννοούνται με κλειστά ματιά μαζί του, άλλοτε να πλησιάζουν, άλλοτε να ανοίγουν χώρους.

Υπό τις οδηγίες του Ματουράνα η Κολομβία προκρίθηκε για πρώτη φορά σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου από το 1962, με την πλειοψηφία των παικτών της να αγωνίζονται στις δύο κυρίαρχες ομάδες στην χώρα εκείνη την εποχή, την Atlético Nacional και την América de Cali. Οι Γερμανοί ποτέ πριν δεν είχαν εγκλωβιστεί σε έναν τέτοιο υπνωτικό ρυθμό, αδυνατώντας πολλές φορές να κάνουν μια οργανωμένη επίθεση. Πολλοί άσκησαν κριτική εκ των υστέρων στην ομάδα του Ματουράνα για το γεγονός ότι δεν διεκδίκησε εξ αρχής τη νίκη για να αποφύγει να καρδιοχτυπήσει στο τέλος. Η Κολομβία όμως δεν έπαιζε ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο για να δείξει ποιος είναι το αφεντικό στην αναμέτρηση και να «καθαρίσει» όσο πιο γρήγορα μπορούσε το παιχνίδι. Δεν ήταν αυτή η στρατηγική και το πλάνο της ομάδας του Βαλντεράμα. Στόχος ήταν να ελέγξει το παιχνίδι απέναντι σε έναν ιδιαίτερα επιθετικό αντίπαλο και το κατάφερε για σχεδόν 90 λεπτά. Ακόμα όμως και όταν «χάθηκε το γήπεδο κάτω από τα πόδια της», η ομάδα ανασυγκροτήθηκε, με τον αρχηγό της να την παίρνει στην πλάτη του και να γεννά τη φάση που οδήγησε στην ισοφάριση. «Θέλετε να μας δοκιμάσετε; Θέλετε; Θέλετε να σκοράρουμε τώρα; Οκ, κανένα πρόβλημα» φαίνεται να ήταν η συλλογική απάντηση των Κολομβιανών στο γκολ του Λιτμπάρσκι. Βαλντεράμα και Ρινκόν «κανόνισαν» και έγινε αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Γκαλεάνο στο βιβλίο του «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και το φως»: «Τα δικά σου δικά μου, τα δικά μου δικά σου, τσίμπημα μετά το τσίμπημα», με τους Γερμανούς να μην μπορούν να σταματήσουν τη φάση.

Το απόλυτο θάρρος και θράσος να γυρίσουν έναν διακόπτη, να αλλάξουν τακτική σε μια στιγμή και να πετύχουν ένα γκολ που δεν φαινόταν εφικτό εκείνη τη στιγμή ήταν αποτέλεσμα της κολομβιανής ποδοσφαιρικής νοοτροπίας και του ρυθμού της, ήταν κάτι υπέροχο και μοναδικό. Το να έχεις αυτή την ικανότητα αποθηκευμένη και έτοιμη να την ξεδιπλώσεις αν χρειαστεί ήταν ένα πράγμα. Το να το κάνεις όμως πραγματικότητα όταν είσαι με την πλάτη στον τοίχο και σου δίνονται παρά ελάχιστες στιγμές για να «σώσεις» την παρουσία σου στο Παγκόσμιο Κύπελλο, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

Η τρελά του Ρενέ Χιγκίτα απέναντι στο Καμερούν για τους «16» της διοργάνωσης σταμάτησε απότομα την περιπέτεια της ομάδας στα γήπεδα της Ιταλίας, ωστόσο ο Βαλντεράμα και η Κολομβία μας είχαν κλέψει την καρδιά. Παρά το εκκωφαντικό 5-0 επί της Αργεντινής το 1993 και την εμφάνισή του σε άλλα δύο Παγκόσμια Κύπελλα, εκείνο το απόγευμα στο Σαν Σίρο έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη πολλών και αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη απόδειξη της ποδοσφαιρικής κλάσης του Βαλντεράμα. Έπαιξε μέχρι τα 37 του, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για λογαριασμό της Atlético Junior για να κλείσει την καριέρα του στο αμερικάνικο Major League Soccer.

«Κάρλος σε ευχαριστούμε. Το κολομβιανό ποδόσφαιρο απέκτησε στο μυαλό μου τις αντιθετικές εικόνες χαοτικών, καταστροφικών και συνάμα ένδοξων ηρώων, όλα αυτά παιγμένα με μια πληθωρικότητα, μια έπαρση και ένα στυλ που με άφησε να λαχταρώ την επιτυχία μέσα από το παιχνίδι σου» είχε γράψει ένας θαυμαστής του το 2002, όταν κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.

Exit mobile version