Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού
ΚΟΣΜΟΣ

Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού

SHARE THIS

Η τέχνη του πολέμου έγκειται στο να κερδίζουμε χρόνο όταν οι δυνάμεις μας είναι κατώτερες.

Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι το χρόνο τον διαχειρίστηκε σοφά, όσο σοφότερα γινόταν, μέχρις ότου να γίνει πανθομολογούμενα ο πιο ολοκληρωμένος επιθετικός του καιρού μας.

Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο τον περίμενε ή πιο σωστά, δεν τον προϋπάντησε εγκαίρως. Ίσως επειδή δεν είχε όλα τα απαραίτητα εχέγγυα, τις προδιαγραφές του νεαρού αθλητή που θα γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Κι ας ήταν το πεπρωμένο του.

Η μητέρα του, η Ιβόνα, σε μια αποστροφή του λόγου της, είχε δηλώσει κάποτε ότι το πρώτο της παιδί το βάπτισαν Ρόμπερτ με προτροπή του πατέρα του, γιατί θα έκανε πιο εύκολα καριέρα στο σπορ που θα εκδήλωνε την κλίση του.

Τα παιδικά χρόνια και το οικογενειακό περιβάλλον

Οικογένεια αμιγώς αθλητική, η ίδια η Ιβόνα επαγγελματίας αθλήτρια του βόλεϊ στην Πολιτέκνικα της Βαρσοβίας, ο σύζυγος Κριστόφ πρωταθλητής του τζούντο και ποδοσφαιριστής που έφτασε μέχρι τη δεύτερη κατηγορία της Πολωνίας με την Χούτνικ, έσπρωξαν το γιο από μικρό στον αθλητισμό.

Πιτσιρίκος ο Ρόμπερτ όμως ήταν ένα μικρόσωμο, κοκαλιάρικο παιδί. Όταν πρωτοπήγε να παίξει στην τοπική Παρτιζάν του Λέζνο δεν του εξέδιδαν καν δελτίο από φόβο μήπως το παιδί συγκρουστεί με κάποιον συμπαίκτη του και «σπάσει». «Να τρώει, να μεγαλώσει, να δυναμώσει» ήταν η μόνιμη νουθεσία των πρώτων γυμναστών και παιδαγωγών του.

Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι, σε παιδική ηλικία, σε αυτοσχέδιο βάθρο με τη φανέλα της εθνικής Γερμανίας και (δεξιά) με τη φανέλα της πρώτης του ομάδας, της Βαρσάβια.

Ένας από τους πρώτους του προπονητές στην Βαρσόβια, ο Κριστόφ Σικόρσκι, τον τάιζε σάντουιτς με μπέηκον για να αυξήσει το λίπος στον οργανισμό του.

Ο Ρόμπερτ ήταν εννέα ετών, είχε μόλις ενταχθεί στις ακαδημίες της MKS και επρόκειτο να ξεκινήσει την πτήση του.

Ήταν απίστευτη η αλλαγή του παιδιού και στο σώμα και στη συμπεριφορά του προϊόντος του χρόνου. Μια αργή, αλλά σταθερή ανάπτυξη.

Το μοναδικό ίδιο κι απαράλλακτο στοιχείο παρέμενε μια έμφυτη, θεόσταλτη αίσθηση του γκολ. Το μικρό παιδί με τα καχεκτικά ποδαράκια, ήταν πάντοτε εκεί που έπρεπε στη φάση, δεν φοβόταν να βάλει το κεφάλι και το πόδι του στη φωτιά, έβαζε γκολ κατά ριπάς.

Στην προεφηβεία έφτασαν στο σημείο να τον κρύβουν από τους scouts, σύμφωνα με τον Σικόρσκι μια χρονιά σκόραρε πάνω από 80 γκολ παίζοντας ακατάπαυστα σε όλες τις θέσεις της επίθεσης.

Ο Ρόμπερτ δεν είχε τα φυσικά προσόντα, δεν είχε τα εμφανή στοιχεία επιλογής, δεν είχε «ταλέντο» όπως ήταν η βιαστική ετυμηγορία αρκετών ειδικών.

«Δεν θα αντέξει σε υψηλό επίπεδο, στο πρώτο επίπεδο σοβαρών απαιτήσεων θα σπάσει».

Δεν έσπασε. Παρόλο που στη Ντέλτα της Βαρσοβίας δεν πρόλαβε να μονιμοποιηθεί ποτέ στην ενδεκάδα. Παρόλο που στη δεύτερη ομάδα της Λέγκια τον απέρριψαν με συνοπτικές διαδικασίες μετά από δυο χούφτες συμμετοχές και δυο μίζερα γκολ. Τον άφησαν ελεύθερο, δεν μπορούσε να ενταχθεί στα “prospects“.

Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι σε ηλικία 11 ετών, το 1999 (δεύτερος από αριστερά, στην κάτω σειρά).

Ο Λεβαντόφσκι ξεκίνησε απ’ τα χαμηλά. Τα πολύ χαμηλά. Και έλαμψε επειδή άντεξε εκεί που περίμεναν όλοι ότι θα σπάσει.

Τρίτη κατηγορία της Πολωνίας με τη Ζνιτς Προύσκοβ. Πρώτος σκόρερ και άνοδος. Δεύτερη κατηγορία της Πολωνίας, ξανά πρώτος σκόρερ.

Το αμίλητο καθολικό παιδί με την ακμή στο πρόσωπο είχε γίνει άντρας. Μέσα σε μια διετία άλλαξε ολόκληρη η καριέρα του, ολόκληρη η κοσμοθεωρία των γύρω του για το κατά πόσον μπορεί να τα καταφέρει επαγγελματικά στο ποδόσφαιρο.

Η Ιβόνα εκτιμά ότι ωρίμασε γιατί έχασε και τον πατέρα του. Η απώλεια τους σόκαρε όλους, είναι στροφές της ζωής που είτε καταστρέφουν είτε χτίζουν τα θεμέλια του μέλλοντος.

Το όνειρο του πατέρα του Ρόμπερτ ήταν να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, κάποια μέρα να τον αξιώσει ο Θεός και να τον δει πρωταγωνιστή στη Bundesliga. Δεν πρόλαβε. Μπορεί επειδή ο Ρόμπερτ άργησε να βγει από το κουκούλι του, μπορεί επειδή έτσι έπρεπε, έτσι ήταν γραφτό να γίνει.

O μπαμπάς Kριστόφ με τον μικρούλη Ρόμπερτ και (δεξιά) ο Λεβαντόφσκι με τη φανέλα της Ντέλτα.

Το 2008 η Λεχ Πόζναν ξόδεψε ενάμισι εκατομμύριο ζλότι για να τον αποκτήσει από τη μικρή Ζνιτς. Κάτι περισσότερο από 350 χιλιάδες ευρώ. Ήταν πια 20 ετών, ένας σέντερ φορ ύψους 184 εκατοστών και βάρους 78 κιλών, με κληρονομιά τα (πολλά) γκολ στις πιο «κάτω», στις πιο δύσκολες κατηγορίες.

Δεν χρειάζεται καν αναγωγή με το σήμερα, αρκεί η σύγκριση με τους αντίστοιχους επιθετικούς της ηλικίας του τότε, για να γίνει αντιληπτό πόσο «πίσω» είχε μείνει ο Λεβαντόφσκι.

Ο Μπενζεμά ήταν ήδη πρώτος σκόρερ στη Ligue 1 με τη Λυών, ο Σουάρες είχε ήδη πάρει μεταγραφή στον Άγιαξ έναντι 7μισι εκατομμυρίων ευρώ. Ο Ιγκουαΐν και ο Αγουέρο ήταν ήδη βασικοί στις δυο μεγάλες ομάδες της Μαδρίτης.

Ακόμα και δεύτερης κλίμακας φορ, όπως ο Τζέκο, έπαιρναν την ευκαιρία τους στην κάθε Βόλφσμπουργκ. Οποιαδήποτε σύγκριση είναι χαώδης.

Η προοπτική του Λεβαντόφσκι εκείνη την εποχή, εάν τα λόγια του μάνατζέρ του και πρώην παίκτη του Ηρακλή, Τσέζαρι Κουχάρσκι ευσταθούν, ήταν το ελληνικό πρωτάθλημα και ο Παναθηναϊκός.

Δεν ήρθε στην Ελλάδα απλούστατα διότι δεν το τόλμησε ούτε ο Παναθηναϊκός μιας Ελλάδας που μόλις είχε εισαχθεί για τα καλά στον κυκεώνα της οικονομικής κρίσης.

Η εισήγηση του Γιάτσεκ Γκμοχ δεν βρήκε ανταπόκριση, ο Ρόμπερτ συνέχισε και δεύτερη σεζόν στη Λεχ και, όταν επιβεβαίωσε με τις εμφανίσεις του ότι η πρώτη του σεζόν σε υψηλό επίπεδο δεν ήταν φωτοβολίδα, το πουλάκι είχε πετάξει μακριά.

Οι Πολωνοί Τσέζαρι Κουχάρσκι (δεξιά) και Μίροσλαβ Σνάουτσνερ σε αποστολή του Ηρακλή, τον Ιούλιο του 2004 / Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Το «σκιάχτρο» όπως τον αποκαλούσαν υποτιμητικά νεότερο, το «όρθιο ξύλο» όπως είχε δηλώσει αφελώς ο πρώην προπονητής του, Φράντσιζεκ Σμούντα, ήταν περιζήτητος.

Ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ, είχε σκοράρει 18 γκολ, η Λεχ κατέκτησε την Ekstraklasa και δεκάδες κυριολεκτικά clubs σφάζονταν στα πόδια του.

Πλειοδότησε η Μπορούσια του Ντόρτμουντ στην οποία εντάχθηκε αμέσως στο project Κλοπ και δικαιολόγησε και με το παραπάνω τα 4μισι εκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν για την απόκτησή του.

Πρωτάθλημα στην παρθενική του σεζόν, την πρώτη του στο γερμανικό πρωτάθλημα, εκεί που ήθελε να τον δει ο Κριστόφ. Στην Μπορούσια απελευθερώθηκε, εντάχθηκε σε ένα σύνολο που απέδιδε μοντέρνο ποδόσφαιρο χωρίς δογματισμούς και προφανείς «γραμμές».

Έχοντας μεγαλώσει με το μειονέκτημα της έλλειψης φυσικής δύναμης ο Ρόμπερτ είχε προγραμματίσει τον εγκέφαλό του για να κινείται περισσότερο σαν ντελικάτος παρά σαν «βαρύς» φορ.

Ο ίδιος έχει τονίσει ότι πιο πολύ προσπαθούσε να κοπιάρει τις κινήσεις του Ανρί και του Ντελ Πιέρο, οι οποίοι αγωνιζόμενοι κατά καιρούς στην κορυφή της επίθεσης πρωτολάνσαραν την έννοια του «εννιάμιση».

Κώστας Χαλκιάς και Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι σε φιλικό αγώνα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Πολωνία, τον Μάρτιο του 2011 / Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Το σύστημα Κλοπ που τον “μεγάλωσε” επιθετικά

Πρώτος επιθετικός, σημείο αναφοράς, ο Λεβαντόφσκι έγινε στο εργαστήριο του Κλοπ, σε εκείνη τη θαυμάσια ομάδα, στην οποία όλοι συνήθιζαν να καλύπτουν δυο και τρεις θέσεις ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενοι τους μεσοχώρους, το κατά Κλοπ χειρουργικά γεωμετρικό halbraum.

Αυτή η ιδιότυπη «συντεταγμένη ελευθερία» έδωσε και στον Λεβαντόφσκι τη δυνατότητα να εξελίξει και να τελειοποιήσει στοιχεία του παιχνιδιού του, να βελτιώσει τομείς που σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο δεν θα άγγιζε ποτέ.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή ο προπονητής. Η οπτική του, το τακτικό κουτί που «ανοίγει» μπροστά στους παίκτες του, η μεταδοτικότητα και οι ιδέες του.

Ο Λεβαντόφσκι δεν θα γινόταν ποτέ ο πιο ολοκληρωμένος φορ του σημερινού ποδοσφαίρου εάν δεν είχε συναντήσει στο δρόμο του δυο από τους μεγαλύτερους τακτικούς νεωτεριστές του σπορ και σχεδόν «γκουρού» της νοητικής και ψυχολογικής διαχείρισης που κρύβεται πίσω από το σύγχρονο ποδόσφαιρο.

Καθόλου τυχαία, ο Κλοπ και ο Γκουαρδιόλα είναι οι δυο προπονητές που ξεχωρίζει και ο ίδιος ο Ρόμπερτ όταν ερωτάται για τους κόμβους της καριέρας του.

Είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει με τον Λεβαντόφσκι, αλλά παρακολουθώντας ακόμα και απλά στιγμιότυπα των εμφανίσεών του, γίνεται άμεσα αντιληπτό πόσο διαφορετικός παίκτης ήταν ανά την ανέλιξή του στην κορυφή των σύγχρονων φορ.

Φαίνεται άλλος παίκτης, σαν να πρόκειται περί δίδυμου αδελφού. Δεν θα μπορούσε ασφαλώς να φτάσει εκεί που έφτασε, εάν δεν υπήρχε η «πρώτη ύλη», το ταλέντο, εκείνη η έμφυτη του γκολ που προαναφέρθηκε, η ικανότητά του ωστόσο να διαβάζει το παιχνίδι, να προβλέπει την πορεία της μπάλας και της θέσης των συμπαικτών του, δεν θα συνέβαινε ποτέ σε τέτοια έκταση εάν δεν είχε προπονητές τους δυο «εκκεντρικούς» θεωρητικούς.

Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι και Γιούργκεν Κλοπ στα χρόνια της κοινής θητείας τους στην Ντόρτμουντ.

Ο Λεβαντόφκσι έμαθε να ακολουθεί το «σχήμα» του παιχνιδιού, ήξερε πότε να επιλέξει να παίξει με βάθος, πότε να βοηθήσει στην κυκλοφορία, στο πρέσινγκ, στην αλλαγή του ρυθμού.

Απαιτείται μεγάλος δείκτης οξυδέρκειας για να ανταπεξέλθει ο ποδοσφαιριστής σε αυτά τα επίπεδα, έχω την αίσθηση ωστόσο ότι η ειδοποιός διαφορά του Ρόμπερτ με τους υπόλοιπους είναι η συναισθηματική ποδοσφαιρική νοημοσύνη του που τον βοήθησε να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες ως οδηγό σκέψης και τακτικής συμπεριφοράς.

Εν αντιθέσει με το προφανές και τις αναγνώσεις από το εξώφυλλο, όπως είναι της μόδας στις μέρες μας, ο συναισθηματισμός και η εσωτερικότητα ήταν απόλυτοι συνοδοιπόροι των επιλογών του.

Ναι, πρώτευσε στη Ντόρτμουντ για τέσσερα συναπτά έτη, σκόραρε κατ’ εξακολούθηση, έφτιαξε το όνομά του πανευρωπαϊκά, αλλά γνώριζε ότι τα προσωπικά του γραμμάτια δεν τα είχε ξεπληρώσει.

Η τελευταία του σεζόν στην Μπορούσια είναι σημαδιακή από κάθε άποψη. Συμφώνησε με την Μπάγερν από το προηγούμενο καλοκαίρι, άντεξε στην ψυχολογική πίεση έναν ολόκληρο χρόνο με τη δαμόκλειο σπάθη της ψυχικής διάλυσης.

Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι και Ιβάν Πέρισιτς, συμπαίκτες (και) στην Ντόρτμουντ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Η “προδοσία” με την Μπάγερν

Ο 25χρονος τότε Πολωνός, αντιμετωπιζόταν περίπου σαν προδότης από τους οπαδούς της Μπορούσια, επειδή θα εγκατέλειπε το Westfalen για να ενταχθεί άνευ τιμήματος στην Μπάγερν.

Έχοντας δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του να αποχωρήσει πολύ πριν τη λήξη του συμβολαίου του με την Ντόρτμουντ, για μια ολόκληρη σεζόν αντιμετώπισε μια πολύ ιδιότυπη κατάσταση με αποκορύφωμα την εικόνα της πανάκριβης Porsche Cayenne του δίχως ζάντες και λάστιχα, στηριγμένης πάνω σε τούβλα, μπροστά στο σπίτι του.

Τον βοήθησε η γυναίκα του η Άννα, με την οποία είχε παντρευτεί από το 2013.

Η Άννα ήξερε πως να διαχειριστεί πολλά πράγματα, είχε περάσει και η ίδια από απαιτήσεις πρωταθλητισμού, ούσα κορυφαία αθλήτρια του καράτε σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σημειολογικά, αν προτιμάτε, ήταν η φυσική συνέχεια του αμιγώς αθλητικού οικογενειακού του περιβάλλοντος.

Άννα και Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι.

Επειδή ο ίδιος ο Ρόμπερτ σπανίως μιλάει για προσωπικά ζητήματα και ακόμα και πιο σπάνια εξωτερικεύει συναισθήματα, η σύζυγός του φρόντισε πριν κάποια χρόνια να δημοσιοποιήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που καταδεικνύει τον ψυχισμό του Ρόμπερτ.

Η σχέση του με τη θρησκεία

Ήταν Απρίλιος του 2014, όταν σε μια μεγαλοπρεπή τελετή στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό παρουσία του Πάπα Φραγκίσκου και του επίτιμου Πάπα Βενέδικτου, αγιοποιήθηκε ο πρώτος μη Ιταλός Πάπας έπειτα από 455 χρόνια και ο πρώτος με σλαβική καταγωγή στην ιστορία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

Ήταν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄, κατά κόσμον Κάρολος Ιωσήφ Βοϊτίλα, γεννημένος το 1920 στο Βαντοβίτσε της Πολωνίας και νεότερος αρχηγός της Αγίας Έδρας από καταβολής Καθολικής Εκκλησίας στη Ρώμη. Σημείο αναφοράς για κάθε καθολικό πιστό, ό,τι εγγύτερο στα θεία για κάθε θρησκευόμενο Πολωνό. Ήταν μια μεγάλη μέρα για τους πιστούς, λίγο μεγαλύτερη για τους Πολωνούς ομοεθνείς του Βοϊτίλα.

Ο Ρόμπερτ ως βαθύτατα θρησκευόμενος καθολικός χριστιανός, παρακολούθησε την τελετή στο σπίτι του στο Schüren του Ντόρτμουντ και ονειρεύτηκε ότι κάποια μέρα θα αξιωθεί κι εκείνος να γνωρίσει τον Πάπα Φραγκίσκο για να τον ευλογήσει, να τον συγχωρήσει και να κλείσει πολλά από τα κεφάλαια της ζωής του πριν γίνει ο «Λεβαντόφσκι».

Λίγους μήνες αργότερα, ο Ρόμπερτ έσφιγγε το χέρι του -ποδοσφαιρόφιλου- Πάπα Φραγκίσκου στο Βατικανό και έκλεινε έναν πολύ προσωπικό κύκλο σκοράροντας με τη φανέλα της Μπάγερν σε εκείνο το σοκαριστικό 1-7 στο Olimpico εναντίον της Ρόμα.

Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι με τον Πάπα Φραγκίσκο, στο Βατικανό, το 2014.

Πανηγύρισε με το κεφάλι κάτω και δείχνοντας με τα χέρια στον ουρανό. Ήταν η στιγμή που εκπληρώθηκε το χρέος για την «προφητεία» του εκλιπόντος πατέρα του.

Είναι πολύ σπάνιες για έναν ποδοσφαιριστή υψηλότατου επιπέδου οι στιγμές που νιώθει ολοκληρωμένος, «γεμάτος».

Εκείνη τη βραδιά ο Ρόμπερτ ολοκλήρωσε μεγάλο μέρος της προσωπικής του σκάλας Μάσλοου, έκλεισε πολλά από τα κεφάλαια που κρατούσε μέσα του και τα είχε μοιραστεί μόνο με την οικογένειά του.

Πιθανότατα να επρόκειτο για εκείνο το σημείο στη ζωή ενός άντρα, κατά το οποίο αφήνεις πίσω εκείνο που έχτισαν άλλοι για σένα και αντιλαμβάνεσαι ότι πλέον πήρες τη σκυτάλη και χτίζεις από την αρχή για εκείνους που έρχονται.

Ο φόρος τιμής του Λεβαντόφσκι στον πατέρα του, μετά από γκολ που πέτυχε στο Ρόμα-Μπάγερν, τον Οκτώβριο του 2014.

Ο καλύτερος Πολωνός ποδοσφαιριστής της γενιάς του

Ο Ρόμπερτ ήταν ήδη επιτυχημένος διεθνής ποδοσφαιριστής, σίγουρα ο καλύτερος Πολωνός της γενιάς του, ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών.

Έχω την αίσθηση ότι από εκείνο το κομβικό σημείο για τον ψυχισμό του, απελευθερώθηκε πλήρως και ποδοσφαιρικά, ειδάλλως δεν θα είχαμε δει ποτέ το αριστουργηματικό peak του.

Η κληρονομιά του στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο παγιώθηκε στα χρόνια του με την πιο επιτυχημένη και προβεβλημένη γερμανική ομάδα. Με την Μπάγερν.

Δεν είναι οι τίτλοι, τα κύπελλα, το Τσάμπιονς Λιγκ και οι προσωπικές διακρίσεις το ζήτημα.

Ο Λεβαντόφσκι κατέρριψε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στις πιο απίθανες στατιστικές κατηγορίες.

Τα πέντε γκολ σε εννέα (!) λεπτά εναντίον της Βόλφσμπουργκ που τον ενέταξαν στο βιβλίο Γκίνες, το πιο σύντομο χατ-τρικ στην ιστορία της Bundesliga σε τρία λεπτά και είκοσι δύο δευτερόλεπτα, το αδιάλειπτο σερί των γκολ σε οποιαδήποτε διοργάνωση.

 

Ο Λεβαντόφκσι ξύπνησε μνήμες Φαν Μπάστεν, άλλωστε και ο ίδιος ο Ολλανδός τον έχρισε διάδοχό του, σε πρόσφατη τοποθέτησή του: «Μου θυμίζει πολύ τον εαυτό μου, διαθέτει υψηλότατη τεχνική και ανταποκρίνεται σε όλους τους χώρους του γηπέδου, αλλά κοντά στην εστία παίζει πολύ με το ένστικτο.

Το γκολ είναι 70% προϊόν αγωνιστικής νοοτροπίας. Πιστέψτε με είναι πολύ δύσκολο να είσαι αποτελεσματικός φορ, γι’ αυτό και οι μεγάλοι σκόρερ είναι δυσεύρετοι και πληρώνονται αδρότατα».

Ο Πολωνός όλα τα παραπάνω όταν βρήκε και την εσωτερική του ισορροπία, τα πήγε πολλά βήματα παραπέρα. Όσο μονότονος και βαρετός μοιάζει εκτός γηπέδου, με το ίδιο κούρεμα σχεδόν από έφηβος, το στεγνό και αψεγάδιαστο κορμί, τις ίδιες κοινότοπες δηλώσεις, μέσα στο χορτάρι μας αφήνει ενεούς.

Άψογος επαγγελματίας, πολιτικά ορθός, όπως επιτάσσει η εποχή και με δράσεις εκτός γηπέδου -πρέσβης καλής θέλησης της Unicef γαρ- δουλευταράς και οικογενειάρχης.

Δίχως ίχνος εγωισμού στο παιχνίδι του, χωρίς να διεκδικεί περισσότερα απ’ όσα του αναλογούν, χωρίς να στερεί οξυγόνο από τους συμπαίκτες του, σεβόμενος πάντα το σπορ και περνώντας απ’ όλα τα στάδια και τις βαθμίδες ανέλιξης.

Σιγουριά, αυτοκυριαρχία, παντελής ισορροπία.

Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι σχεδόν επινόησε την προγραμματισμένη αρμονία, υπηρετώντας έναν δικό του, εντελώς ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας και με το κοινό και με το παιχνίδι και με τον εαυτό του.

Απέκτησε τη δύναμη προχωρώντας, κοιτώντας μπροστά. Και κυριάρχησε μόλις έγινε κυρίαρχος του εαυτού του.

Photo by: Eurokinissi (Action Images).

Πηγή: athletestories.gr

Exit mobile version