Το ποδόσφαιρο τις τελευταίες μέρες της Ανατολικής Γερμανίας
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Το ποδόσφαιρο τις τελευταίες μέρες της Ανατολικής Γερμανίας

SHARE THIS

Στις 9 Νοεμβρίου του 1989 η Ανατολική Γερμανία άνοιξε τα σύνορά της προς τη Δυτική Γερμανία. Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1990, η Γερμανία προχώρησε στην επανένωση έπειτα από πολλές δεκαετίες που ήταν χωρισμένη στα δύο. Αυτά τα ιστορικά γεγονότα δεν άλλαξαν μόνο τη ζωή εκατομμυρίων Γερμανών, αλλά επηρέασαν καθοριστικά και την ποδοσφαιρική κοινότητα της Ανατολικής Γερμανίας.
Τα γήπεδα στην Ανατολική Γερμανία τη δεκαετία του 1980 αντικατόπτριζαν με γλαφυρό τρόπο την κατάσταση βαθιάς παρακμής του κράτους. Η διοίκηση του Έρικ Χόνεκερ δεν διέθετε τους πόρους για να εκμοντερνίσει τις αθλητικές εγκαταστάσεις και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών. Η εικόνα από τις ξύλινες, νοτισμένες κερκίδες στα γήπεδα, όπως εκείνο της Λειψίας για παράδειγμα, με τα νερά που έμπαζαν από παντού και τους σκουριασμένους φράχτες πέριξ του αγωνιστικού χώρου,  κυριαρχούσε στο μουντό ποδοσφαιρικό τοπίο της χώρας, ειδικά τη τελευταία δεκαετία.
To 1989, το πρωτάθλημα είχε πλέον απαξιωθεί. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας το ενδιαφέρον των οπαδών μειωνόταν διαρκώς και μόλις η κοινωνία άρχισε να βλέπει την πολιτική αλλαγή στον ορίζοντα, υπήρχαν πιο σημαντικά πράγματα από την παρακολούθηση μέτριων από πλευράς απόδοσης και ενδιαφέροντος αγώνων στο Ζικάου ή στο γήπεδεο Καρλ Μαρξ.

Ανατολική εναντίον Δυτικής Γερμανίας στο Μουντιάλ του 1974, που διεξήχθη στη Δυτική Γερμανία.
Πριν από τριάντα χρόνια η κοινωνία της Ανατολικής Γερμανίας ήταν αντιμέτωπη με μια μεγάλη πρόκληση, που επηρέαζε αναπόφευκτα και το ποδόσφαιρο. Οι συγκεντρώσεις τα βράδια της Δευτέρας και η πτώση του τείχους του Βερολίνου οδήγησαν σε μια θεμελιώδη μετάβαση προς ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα, σε μια περίοδο που οι ομάδες έπρεπε να αντιμετωπίσουν ζητήματα κακοδιαχείρισης και διοικητικής σήψης. Λίγες μέρες πριν το άνοιγμα των συνόρων με την Δυτική Γερμανία, η εθνική ομάδα της Ανατολικής Γερμανίας έπαιζε το τελευταίο της παιχνίδι για την προκριματική φάση του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ένα μήνα μετά, οι μεγάλοι παίκτες του πρωταθλήματος είχαν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα.
Όταν έπεσε το τείχος, οι Δυτικογερμανοί έσπευσαν να «εισβάλλουν» στην ποδοσφαιρική κοινότητα της Ανατολικής Γερμανίας με μια διάθεση να «αρπάξουν» όποιον παίκτη τους «γυάλιζε» έναντι πινακίου φακής. Ο Ράινερ Κάλμουντ, επί χρόνια αθλητικός διευθυντής της Μπάγερν Λεβερκούζεν, ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την ευκαιρία να έρθουν ταλέντα στη Δυτική Γερμανία με μικρό κόστος.
Με τις αποσκευές τους γεμάτες κυρίως υποσχέσεις παρά χρήματα, μάνατζερ και επενδυτές που δραστηριοποιούνταν στο ποδόσφαιρο ταξίδεψαν στην ήσυχη πόλη του Ρούντερσορφ στο ανατολικό Βραδεμβούργο, την γενέτειρα του Αντρέας Τομ, ενός εκ των κορυφαίων Ανατολικογερμανών παικτών. Ο 24χρονος τότε γκολτζής Τομ αγωνιζόταν στη Δυναμό Βερολίνου, η οποία κέρδιζε το πρωτάθλημα για δέκα συνεχόμενα χρόνια. Ο Κάλμουντ έπεισε γρήγορα τον Τομ και την οικογένειά του να πάρει μεταγραφή στη Λεβερκούζεν, στην οποία είχαν ήδη υπογράψει οι συμπατριώτες του, πρώην φυγάδες από την Ανατολική Γερμανία το 1983, Φάλκο Γκοτζ και Ντιρκ Σλέγκελ, έναντι 3,6 εκατ. μάρκων.
«Όλοι τους ήθελαν απεγνωσμένα να παίξουν στη Δυτική Γερμανία. Εκεί ήταν τα χρήματα. Εκεί υπήρχε η προοπτική καριέρας», σημείωσε κάποια χρόνια αργότερα ο Κάλμουντ σε μια συνέντευξή του στη γερμανική τηλεόραση. «Η Δυναμό Δρέσδης και η Δυναμό Βερολίνου ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν: Να πουλήσουν τους παίκτες τους. Θα προτιμούσαν να τους πουλούσαν στην Ιταλία γιατί θα κέρδιζαν περισσότερα χρήματα, αλλά όλοι οι παίκτες ήθελαν να παίξουν στην Μπουντεσλίγκα».
Η μεταγραφή του Τομ άνοιξε το δρόμο σε πολλούς ποδοσφαιριστής να περάσουν «στην άλλη όχθη». Η Ανατολική Γερμανία είχε πολλά ταλέντα, παρά την υποβάθμιση των εγκαταστάσεων και συνολικά του αθλήματος στη χώρα. Ο Ματίας Ζάμερ, ο Ουλφ Κίρστεν και άλλοι ποδοσφαιριστές έκαναν το δρομολόγιο του Τομ το καλοκαίρι του 1990, λίγο πριν την ενοποίηση της Γερμανίας.

O Mατίας Ζάμερ με τη φανέλα της Δυναμό Δρέσδης (1985-1990).
«Υπάρχει διάχυτο το αίσθημα της ανασφάλειας. Αυτό που θα συμβεί στην Ομπερλίγκα (την αντίστοιχη Μπουντεσλίγκα των Ανατολικογερμανών) είναι ανησυχητικό», είχε δηλώσει ο Μπερντ Στρανζ, πρώην ομοσπονδιακός προπονητής των Ανατολικογερμανών. Όπως η Ανατολική Γερμανία, έτσι και η πρώτη κατηγορία ποδοσφαίρου, άρχισαν να διαλύονται.
Η βία κυριαρχούσε
Πριν η Ομπερλίγκα ενωθεί με την Μπουντεσλίγκα το 1991, το πρωτάθλημα συνεχιζόταν για μια ακόμη σεζόν. Η σεζόν 1990/91 δεν ήταν η καλύτερη δυνατή σεζόν λόγω της μεταβατικής περιόδου και της αναμονής των απότομων αλλαγών, με τον Στρανζ αργότερα να την χαρακτηρίζει ως μια χρονιά που έμοιαζε με «παρατεταμένη κηδεία».
Οι ομάδες άρχισαν να προετοιμάζονται για τη μετάβαση στη νέα κατάσταση, επενδύοντας ξαφνικά μεγάλα ποσά. Ωστόσο, οι πωλήσεις εισιτηρίων έπεφταν και το ποδοσφαιρικό προϊόν δεν έμοιαζε να απασχολεί ιδιαίτερα τους ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών για να υπογράψουν νέα συμβόλαια τηλεοπτικής κάλυψης. Η Ανατολική Γερμανία πέρασε ένα οικονομικό σοκ αμέσως πριν και μετά την ενοποίηση, ενώ ο μέσος αριθμός φιλάθλων έπεσε στους 4,807 θεατές κατά μέσο όρο, ένας αριθμός εξαιρετικά χαμηλός.
Παρόλα αυτά, η εξέλιξη αυτή δεν αποθάρρυνε τις ομάδες από να υπογράφουν νέα συμβόλαια με παίκτες, με μέσο όρο συμβολαίων τα 250.000 μάρκα ετησίως. Το κράτος επιχορήγησε και με 2.2 εκατομμύρια μάρκα την Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ώστε να στηρίξει τις ομάδες που δαπανούν ποσά σε μεταγραφές, παρότι ήταν ξεκάθαρο ότι και τα ποσά αυτά θα σταματήσουν να ρέουν και ότι το πρωτάθλημα δεν θα επιβιώσει στην νέα κατάσταση που προετοιμαζόταν. Τα χρέη για τις περισσότερες ομάδες άρχισαν να διογκώνονται.
Την ίδια στιγμή, μαζί με την οικονομική κρίση, το πρωτάθλημα υπέφερε από φαινόμενα βίας, με την FC Berlin, διάδοχο σχήμα της Δυναμό Βερολίνου, να αποτελεί το επίκεντρο της βίας. Το 1990 η άλλοτε πρωταθλήτρια είχε γίνει μια μέτριας δυναμικότητας ομάδα, με τον Έριχ Μίλκε, πρώην ιδιοκτήτη της ομάδας και επικεφαλής της Στάζι, να έχει αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο και συνολικά από την πολιτική σκηνή της χώρας. Ο Μίλκε δεν ήταν ο μοναδικός από τη Στάζι που ήταν μπλεγμένος με το ποδόσφαιρο, αλλά υπήρχαν κι άλλοι, όπως ο πρώην επιθετικός της Δρέσδης, Τόρστεν Γκουτσχάου, πρώτος σκόρερ της τελευταίας σεζόν της Ομπερλίγκα, που δούλευε και ως κατάσκοπος.
Κι ενώ η διοίκηση της FC Berlin δεν είχε πλέον τη στήριξη των κρατικών αρχών, οπαδοί της ομάδας συνέχιζαν να γεμίζουν τα πρωτοσέλιδα λόγω της βίας στα γήπεδα. Η αναμέτρηση με την Λειψία, στις 3 Νοεμβρίου του 1990, ήταν μια από εκείνες τις αναμετρήσεις που τα φαινόμενα βίας έφτασαν στο απροχώρητο.
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, οπαδοί της Λειψίας είχαν εμπλακεί σε συμπλοκή με άλλους οπαδούς της FC Berlin, με αποτέλεσμα να προκύψουν σοβαροί τραυματισμοί από όλες τις πλευρές. Στο ματς του Νοεμβρίου που ακολούθησε υπήρξαν συμπλοκές μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων σε τέτοιο βαθμό που η αστυνομία χρησιμοποίησε χημικά και σφαίρες. Από τις σφαίρες των αστυνομικών τρεις άνθρωποι τραυματίστηκαν σοβαρά και ένας δεκαοκτάχρονος έχασε τη ζωή του.
Επίσης, το ματς μεταξύ των εθνικών ομάδων Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας που ήταν προγραμματισμένο για τον επόμενο μήνα, ακυρώθηκε για λόγους ασφαλείας. Τον Μάρτιο του 1991 η Δυναμό Δρέσδης αποκλείστηκε από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις μετά από τις βίαιες συγκρούσεις οπαδών της με την αστυνομία στο ματς με τον Ερυθρό Αστέρα στο Βελιγράδι. Δύσκολες, σκοτεινές εποχές.
Χρέη και συγκρούσεις
Η αποκαθήλωση του ποδοσφαίρου της Ανατολικής Γερμανίας συνεχίστηκε και μετά την διάλυση της Ομπερλίγκα και την ενσωμάτωσή της στο ενοποιημένο πλέον, γερμανικό πρωτάθλημα. «Το κενό που δημιουργήθηκε από αυτή την εξέλιξη ήταν γιγαντιαίο», τόνισε αργότερα ο Ζάμερ.
Η Χάνσα Ροστόκ ήταν η μοναδική ομάδα της Ανατολικής Γερμανίας που κατάφερε να εδραιωθεί στην Μπουντεσλίγκα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, αφότου κέρδισε το τελευταίο πρωτάθλημα της Ομπερλίγκα. Υπεύθυνος για αυτή την επιτυχημένη πορεία της ομάδας, μετά την πτώση του τείχους και την ενοποίηση, ήταν ο προπονητής της ομάδας Ούβε Ράιντερς.
Την άνοιξη του 1990, Βέρντερ Βρέμης και Χάνσα Ροστόκ συμφώνησαν να συνεργαστούν, ώστε να έρθει ο Ράιντερς στη Χάνσα. Ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Ροστόκ, Ντίντριχ Κελ, ταξίδεψε στη Βρέμη για να παρακολουθήσει ένα ματς της ομάδας και να συζητήσει με τους ανθρώπους της Βέρντερ. Όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους τι χρειάζεται η Χάνσα για να κερδίσει το πρωτάθλημα στην Μπουντεσλίγκα, απάντησε «Έναν προπονητή από τη Δυτική Γερμανία».

Η Χάνσα Ρόστοκ πρωταθλήτρια Ανατολικής Γερμανίας την τελευταία σεζόν της Ομπερλίγκα (1990-91).
Ο Ράιντερς, για να πάει στη Χάνσα, ζήτησε μπόνους 200.000 μάρκα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος και άλλα 200.000 μπόνους σε περίπτωση κατάκτησης του κυπέλλου. Οι επικεφαλής της Χάνσα χαμογέλασαν ειρωνικά στο αίτημα του Ράιντερς, γιατί δεν πίστευαν ότι είχε πραγματικά αυτή τη φιλοδοξία. Ωστόσο, κατάφερε τελικά να κάνει την Χάνσα την πιο δυνατή ομάδα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στην Μπουντεσλίγκα τη δεκαετία του 1990.
Μόλις ο Ράιντερς έφρασε στο Ρόστοκ, διέκρινε αμέσως τις διαφορές στη νοοτροπία και την κουλτούρα. «Όταν έφτασα στο αθλητικό κέντρο για πρώτη φορά, οι παίκτες στέκονταν μπροστά μου στοιχισμένοι σε γραμμή, σαν στρατιώτες». Ο Ράιντερς ρώτησε τον βοηθό του Γιούργκεν Ντέκερ τι γινόταν και εκείνος του απάντησε «Είναι η τυπική υποδοχή από ομάδες της Ανατολικής Γερμανίας. Σαν να περιμένουν τον στρατηγό».
Η Ροστόκ υπό τις οδηγίες του τα πήγε περίφημα, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ομάδες της Ανατολικής Γερμανίας. Η Δυναμό Δρέσδης καταστράφηκε οικονομικά και έπεσε στην τρίτη κατηγορία, με αντίστοιχη πορεία να ακολουθούν, μεταξύ άλλων, το Μαγδεμβούργο και η δεύτερη ομάδα της Λειψίας, η Σάσεν Λειψίας.
Οι ακαδημίες των ομάδων επίσης διαλύθηκαν, με τους περισσότερους νεαρούς παίκτες να ψάχνουν την τύχη τους σε ομάδες της Μπουντεσλίγκα στη Δυτική Γερμανία. Από τα τέλη του 1990, οι χαμηλότερες κατηγορίες του γερμανικού πρωταθλήματος φιλοξένησαν τις περισσότερες ομάδες της Ομπερλίγκα.
Πριν η RB Λειψίας ιδρυθεί το 2009 από την αυστριακή εταιρία Red Bull και καταστεί πρωταγωνίστρια ομάδα της Μπουντεσλίγκα τα τελευταία χρόνια, η Ανατολική Γερμανία δεν είχε άξιο εκπρόσωπο στην πρώτη κατηγορία από τη δεκαετία του 1990. Η Χάνσα Ροστόκ και η Κότμπους μία συμμετείχαν και μία δεν συμμετείχαν στην Μπουντεσλίγκα, χωρίς να είναι ανταγωνιστικές και να διεκδικούν κάτι παραπάνω από τη παραμονή στην κατηγορία. Όπως στην πρώην κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, έτσι και στην Ανατολική Γερμανία 30 χρόνια μετά την πτώση του τείχους, το ποδόσφαιρο είχε πλούσια ιστορία, αλλά ακόμα και σήμερα η διασφάλιση συνθηκών βιωσιμότητας, αλλά και ανταγωνιστικότητας, παραμένει ζητούμενο.

Exit mobile version