Το ριζοσπαστικό παιχνίδι του Άγιαξ και οι ποδοσφαιρικές μελωδίες του Κρόϊφ
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Το ριζοσπαστικό παιχνίδι του Άγιαξ και οι ποδοσφαιρικές μελωδίες του Κρόϊφ

SHARE THIS

Είναι η δεκαετία του ‘70 που το ολλανδικό ποδόσφαιρο γνώριζε επιτέλους μια πρωτόγνωρη άνθηση: τόσο η ομάδα του Άγιαξ όσο και η εθνική ομάδα της Ολλανδίας προσέφεραν μια καινοφανή άποψη για το άθλημα.

Σαν σήμερα ο τεράστιος Γιόχαν Κρόϊφ φεύγει από τη ζωή.

Η παρουσία του είναι αλληλένδετη με την ομάδα του Αγιαξ και της κυριάρχιας του δεκαετία του ‘70. Φυσικά είναι επίσης ταυτισμένος με την εθνική ομάδα της Ολλανδίας (που δεν εξαργύρωσε την υπεροχή της στο γήπεδο με διεθνείς τίτλους) και γενικά με αυτό που ονομάστηκε «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο».

Είναι η δεκαετία του ‘70 που το ολλανδικό ποδόσφαιρο γνώριζε επιτέλους μια πρωτόγνωρη άνθηση: τόσο η ομάδα του Άγιαξ όσο και η εθνική ομάδα της Ολλανδίας προσέφεραν μια καινοφανή άποψη για το άθλημα. Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο το οποίο συνδέθηκε με τη ποδοσφαιρική κουλτούρα της χώρας έγινε συνώνυμο του θεάματος και αντικείμενο μελετών και συζητήσεων για το πως εφαρμόζεται. Το ερώτημα, μέχρι και σήμερα, περιστρέφεται στο γιατί εμφανίστηκε στη χώρα της Ολλανδίας και ποιες συνθήκες το διαμόρφωσαν με τη πάροδο των χρόνων.

Ο David Winner, συγγραφέας του «Brilliant Orange», δίνει ίσως τη πιο πειστική ανάλυση προβαίνοντας στην ανατομία της ίδιας της χώρας. Παίρνοντας συνεντεύξεις από ανθρώπους της μπάλας αλλά και της τέχνης, της αρχιτεκτονικής μέχρι και ιστορικούς, ανατέμνει τα κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά συμφραζομένα, την φυσιογνωμία του ολλανδικού τοπίου προκειμένου να απαντήσει στο τι ώθησε τους Ολλανδούς σε αυτό το τρόπο παιχνιδιού που αντικατοπτρίζει την διαδρομή της χώρας στο τόπο και τον χρόνο.

Από την εικόνα του Άμστερνταμ μετά το πόλεμο εξόχως απογοητευτική, αν λάβουμε υπόψη την περιγραφή του Καμύ από την «Πτώση», μια βαρετή πόλη που οι ρυθμοί της ζωής δεν προσέφεραν κανένα ενδιαφέρον, μεταφερόσμαστε στην έξαλλη δεκαετία του ’60 η οποία μεταμορφώσε τη πόλη σε λίκνο ελευθεριακών κινημάτων που χρωμάτισαν την «γκρίζα»πόλη με τα χρώματα της αισιοδοξίας που η γενιά του λεγόμενου baby boom εκπροσωπούσε.

Η αυξανόμενη ανάγκη για διαφοροποίηση από το παραδεδειγμένο τρόπο ζωής και η συνακόλουθη σύγκρουση με τη καθεστηκυία τάξη που συμβόλιζε η προσκόλληση στη παράδοση, βρήκε το ποδοσφαιρικό της πρότυπο στην ομάδα του Άγιαξ. Ενδεχομένως η ταύτιση της ομάδας με το ριζοσπαστικό κλίμα της εποχής να μην ήταν απόλυτη, παρόλα αυτά στο τρόπο παιχνιδιού του Άγιαξ καθρεφτιζόταν το πνεύμα της αλλαγής που χαρακτήριζε την ολλανδική κοινωνία.

Ο Άγιαξ, όπως και το ολλανδικό ποδόσφαιρο, ήταν επι σειρά ετών βουτηγμένα στην ανυποληψία. Η χώρα αν και διέθετε καλούς ποδοσφαιριστές δεν μπορούσε να τους προσφέρει τα εχέγγυα για να υπερβούν τον ερασιτεχνισμό τους. Ο Άγιαξ με τη παράδοση καλών Βρετανών προπονητών που άφησαν το στίγμα τους στο ομάδα και για αρκετούς προπαρασκεύασαν το επερχόμενο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, περίμενε την έλευση του Μίχελς προκειμένου το καινούργιο στυλ να πάρει τη τελική μορφή του.

Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο μπορούμε να εικάσουμε πως βασίστηκε στη νίκη επί των φυσικών συνθηκών της χώρας που το γέννησε. Η Ολλανδία, που εδραίωσε την βιώσιμη ύπαρξη των κατοίκων της στη κατασκευή έργων που θα της επέτρεπαν έναν ασύγκριτο θρίαμβο επί των φυσικών στοιχείων, ήταν μια χώρα που αξιολογούσε πολύ υψηλά τη σπουδαιότητα του χώρου και την αναγκαιότητά του για την ίδια τη ζωή.

Ο νέος τρόπος παιχνιδιού συντονιζόταν με το παρόν απηχώντας την νέα αρχιτεκτονική αντίληψη περί «ευέλικτου χώρου» που στο ποδόσφαιρο σκόπευε να επανασχεδιάσει τις διαστάσεις του γηπέδου από την ομάδα που διεκδικεί κάθε ευκαιρία για νέους χώρους για την επίθεσή της και αντίστροφα προσπαθεί να τους εκμηδενίσει όταν βρίσκεται στην άμυνα. Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο συνίστατο από δύο καθηλωτικές όψεις: το απίστευτο passing game και το ακούραστο pressing (συν το τεχνικό offside).

Η επιτιθέμενη ομάδα, με τις συνεχείς αλλαγές θέσεων, αποσκοπούσε να δημιουργεί συνθήκες που θα τις επέτρεπαν να κυκλοφορεί τη μπάλα με αδιασάλευτη συχνότητα με αποτέλεσμα να μην επέτρεπε στην αντίπαλη ομάδα να σχεδιάσει αποτελεσματικά την άμυνά της. Το γήπεδο ως εκ θαύματος γινόταν ένας χώρος άπλετης χωρητικότητας. Όταν η μπάλα έφτανε τελικά στον αντίπαλο, η αντίδραση ήταν εξίσου καταπληκτική με τους ελεύθερους χώρους να εξαφανίζονται και το γήπεδο να μικραίνει εφιαλτικά.

Οι απόψεις διίστανται για το ποιος ήταν πραγματικά ο εμπνευστής του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου: ήταν οι ίδιοι οι παίκτες που με παιχνίδι με παιχνίδι ανακάλυπταν ασυναίσθητα ένα καινούργιο τρόπο ανάπτυξης του παιχνιδιού ή αντ’αυτού ήταν η αυτού μεγαλειότης Γιόχαν Κρόϊφ που το εισηγήθηκε;

Η πραγματικότητα είναι μάλλον (ως είθισται) ένας συνδυασμός των προαναφερθέντων, ένας προπονητής με σιδηρά πειθαρχία (και τρόπους χειραγώγησης των παιχτών του) και όραμα για το ποδόσφαιρο που έστησε μια ομάδα με παίκτες απαράμιλλης αξίας που μπορούσαν να μετουσιώσουν τις θεωρητικές ασκήσεις επί χάρτου σε ποδοσφαιρικό θέαμα. Πρώτος ανάμεσα σε ίσους ο Κρόϊφ, ήταν ο παίκτης που άφησε τη σφραγίδα του πάνω σε αυτό το αριστουργηματικό κατασκεύασμα, ήταν εκεί όταν γεννήθηκε και λίγο πριν φυλλορροήσει.

Η θριαμβευτική πορεία του Άγιαξ θα άρχιζε -ως είθισται- με μια μεγαλειώδη αποτυχία στο τελικό με τη Μίλαν το 1969. Το παιχνίδι αυτό ήταν το προανάκρουσμα αλλαγών στην ομάδα με αναζήτηση παικτών με σύγχρονα χαρακτηριστικά (οι αμυντικοί έπρεπε να διαθέτουν και επιθετικές αρετές) και την υιοθέτηση του κλασικού 4-3-3 που τελειοποίησαν την ποδοσφαιρική μηχανή του Άγιαξ.

Ο τελικός ενάντια στον Παναθηναϊκό ήταν το πρώτο από τα τρία τρόπαια για τον ασπροκόκκινο «χείμαρρο» που δεν πτοήθηκε ούτε από την αποχώρηση του Μίχελς (διάδοχός του ο Κόβατς), ούτε καμία ομάδα στάθηκε ικανή να τον αναχαιτίσει επιτυχώς. Ήταν η αποχώρηση του Γιόχαν Κρόϊφ που έμελλε να κλονίσει το μύθο του Άγιαξ και να τερματίσει την κυριαρχία του.

Σε μια πρωτοφανή ως τότε διαδικασία, οι παίκτες κλήθηκαν να αναδείξουν τον αρχηγό της ομάδας με τον Κρόϊφ προς έκπληξη του ιδίου να λαμβάνει λιγότερους ψήφους από όσους περίμενε…Η πρόταση της Μπαρτσελόνα ήταν ήδη κατατεθειμένη. Απογοητεύμενος αποφάσίζει να αλλάξει περιβάλλον επηρεάζοντας με την απόφασή του την ιστορία των δύο ομάδων: o Aγιαξ θα εισερχόταν σε φάση παρακμής, ενώ η Μπαρτσελόνα γύριζε στους εγχώριους τίτλους.

Η επιστροφή του Αγιαξ στους διεθνείς τίτλους έπρεπε να περιμένει το 1995 και την ομάδα του Φαν Γκάαλ με την κυνική αναβίωση του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου του. Το Champions League αποδείχτηκε πρόσκαιρος θρίαμβος μιας και η ομάδα -ελέω νόμου Μποσμάν- διελύθη εις τα εξ’ων συνετέθη ένα χρόνο αργότερα, ίσως η τελευταία ρομαντική ιστορία του ευρωπαικού ποδοσφαίρου πριν περιέλθη (ανεπιστρεπτί;) στα χέρια μιας ευάριθμης ομάδας εύπορων συλλόγων.

Πίσω από την απόφαση των συμπαικτών κρύβεται το θρησκευτικό και πολιτικό υπόβαθρο της ίδια της χώρας. Παρά τον ακραιφνή κοσμικό της χαρακτήρα της Ολλανδίας, η επίδραση του Καλβίνου και η διδαχή του πως δεν υπάρχουν διδαχές (ο κάθε πιστός μπορεί να διαβάζει τη Βίβλο με το δικό του τρόπο) παραμένει ισχυρή. Η ίδια η διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής που ευνόησε τη δημοκρατία (και την παροιμιώδη ανεκτικότητά της προς τις μειονότητες κάθε λογής), τη δυσανεξία προς τις αυταρχικές προσωπικότητες, προκρίνοντας την φιλοσοφία πως κάθε απόφαση πρέπει να πηγάζει από συλλογικές διαδικασίες όπου όλοι έχουν ισότιμη άποψη, διέπλασε το χαρακτήρα της εθνικής Ολλανδίας.

Η ομάδα του ’70 αποκλήθηκε ως καλύτερη όλων των εποχών, παρόλο που δεν κατάφερε να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο και στους δυο τελικούς που βρέθηκε. Ο πρώτος ενάντια στη Γερμανία το 1974 ήταν μια ήττα που στοίχειωσε το ολλανδικό φαντασιακό ξυπνώντας μνήμες της ναζιστικής κατοχής. Ο σχολιαστής της ολλανδικής τηλεόρασης στο δεύτερο γκολ και την ανατροπή των Γερμανών αναφώνησε «Το έκαναν πάλι!» υπονοώντας την αιφνίδια κατάληψη της χώρας από τους ναζί που θρυμμάτιζε μια μακροχρόνια ειρηνική συνύπαρξη και οδήγησε σε πενταετή κατοχή.

Ο περίεργος αντίλαλος της αναβιωμένης έχθρας θα αντηχήσει στο στάδιο τoυ Αμβούργου, σε μια επάναληψη της αναμέτρησης των δύο το 1988, με νικήτρια ομάδα αυτή τη φορά να ανακηρρύσεται η Ολλανδία λίγο πριν στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Η ποδοσφαιρική σχέση των δύο ομάδων και τα εξωγηπεδικά συμπαρομαρτούντα της λίγο έχουν να κάνουν με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που περισσότερο ενδύει μια ποδοσφαιρική σύγκρουση με πολεμικούς όρους για να δώσει στο τελικό αποτέλεσμα (του ’74) ένα σπαραχτικό τόνο. Σε αυτή τη κόντρα οι αναμνήσεις του πολέμου (όπως και αλλού) γίνονται ένα συνεκτικό αφήγημα εθνικής αντίστασης παραβλέποντας βολικά τις γκρίζες όψεις της γερμανικής κατοχής και της σιωπηλής αποδοχής της από το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού…Οι μνήμες του ξεριζωμού των Εβραίων από τις μεγαλύτερες παροικίες τους -με τη πειθήνια συνεργασία της ολλανδικής αστυνομίας- βρήκαν στους οπαδούς του Άγιαξ μια περίεργη οικειοποίηση που λειτουργεί ως διέξοδο από τα κάποτε εβραϊκά μέρη του Άμστερνταμ που σήμερα υπάρχουν χωρίς αυτούς.

Ο δεύτερος χαμένος τελικός στην Αργεντινή του δικτάτορα Βιντέλα, χωρίς τον Κρόιφ αυτή τη φορά, με τον Rensenbrink να γίνεται το μοιραίο πρόσωπο του τελικού, δεν ήταν τόσο δραματικός στην αποδοχή του. Το κλίμα στη διοργανώτρια χώρα που ανέπνεε αποκλειστικά για την ανάδειξη της χώρας ως πρωταθλήτριας κόσμου με κάθε τρόπο και που οι δικτάτορες είχαν μετατρέψει σε ένα θέατρο με πρωταγωνιστές τους νομοταγείς και ευτυχισμένους πολίτες ίσως άφηνε στο ποδόσφαιρο πολύ λίγο χώρο να φανεί εφόσον αυτό λειτουργούσε ως υποστήλωμα ενός εμετικού καθεστώτος.

Τι ήταν αυτό που στερούσε (και στερεί) από τους Ολλανδούς τη κορυφή; Η ίδια η παράδοση της χώρας περί εξισωτισμού που εξοβελίζει τις αυταρχικές προσωπικότητες που θέλουν να επιβάλλουν τη πειθαρχία. Η υποσυνείδητη επιρροή του καλβινισμού πέρι ταπεινότητας που έρχεται σε σύγκρουση με τις φιλοδοξίες των ποδοσφαιριστών, που συνήθως καταλήγει σε αντιφατικά αποτελέσματα.

Η έννοια του καλού παιχνιδιού που προέχει έναντι των σκοπιμοτήτων (ο Κρόιφ έλεγε πως μόνο το καλό παιχνίδι αξίζει) και ίσως και από την νίκη -μιας και αν η τελευταία δεν επιτυγχάνεται με εντυπωσιακή μπάλα είναι ανήθικη. Πολλές φορές οι ομάδες του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου παρήγαγαν τέχνη στο γήπεδο με τους αυτοματισμούς τους, το ατελείωτο passing και το γκόλ που δεν ήταν ο αυτοσκοπός. Εξ’ου και η απαξίωση των Ολλανδών στα πέναλτι που τα θεωρούν άσχετα με το άθλημα, στιγμές αυθαίρετης απονομής δικαιοσύνης.

Στους αντίποδες η Ολλανδία του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ν. Αφρικής -η ιστορία που κλείνει το βιβλίο του Winner- ήταν μια ομάδα με εκ βάθρων αλλαγμένη φιλοσοφία, όμνυε στο κυνισμό και στη νίκη με κάθε μέσο. Είναι ίσως οι άλλαγες στην ίδια τη κοινωνία με την αναδίπλωση σε σχέση με τον άλλο στα πλαίσια του θριαμβεύοντος φιλελευθερισμού που προκρίνει τον ατομικισμό και τον ηδονισμό έναντι των ιδεαλιστικών αξιών που επηρεάζει και το ολλανδικό ποδόσφαιρο.

Η απροσδόκητη κλασικότατη ντρίπλα του Κροιφ, το γκόλ του Μπέργκαμ με την Αργεντινή, τα ψήγματα των επιδόσεων του Αγιαξ και της Ολλανδίας από το YouTube, η Μπαρτσελόνα του Κρόιφ και του μαθητή του Γκουαρντίολα είναι εικόνες από τη μαγική μετατροπή του ποδοσφαίρου σε τέχνη και οφείλονται στο μαγικό κόσμο του ολλανδικού ποδσφαίρου που κάποτε ελπίζουμε να αναστηθεί θυμίζοντας τον καιρό που ο Κρόϊφ μεσουρανούσε στα γήπεδα.

Exit mobile version