
Το διαφημιστικό μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον, υπήρξε επιτυχημένο για πολλούς, αμφιλεγόμενο για άλλους. Αυτό όμως συνιστά μια καθαρά υποκειμενική προσέγγιση.
Το ζητούμενο, όσο και η αφορμή για το σποτ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παραμένει η ερώτηση για το που πήγαν τα 20 εκατομμύρια ευρώ της κρατικής διαφημιστικής καμπάνιας για την πανδημία του κορονοϊού. Σε αυτό το θέμα ακόμα να απαντήσει η κυβέρνηση, αγνοώντας επιδεικτικά τις επίμονες προτροπές της αντιπολίτευσεις και τις συστάσεις κορυφαίων στελεχών του κυβερνώντος κόμματος.
Η επιλογή της κυβέρνησης και του κυβερνητικού εκπροσώπου, με τρόπο αλαζονικό και ένοχο, να μην αποκαλυφθούν τα ακριβή ποσά που έλαβαν τα ΜΜΕ, καθώς και τα κριτήρια επιλογής τους, γεννούν πρόβλημα όχι μόνο για την αξιοπιστία της κυβέρνησης, αλλά για την ίδια τη δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Η δημοσιοποίηση των ποσών είναι αυτονόητη υποχρέωση της εκάστοτε κυβέρνησης και δεν μπορεί να αποκρύπτεται μέσα από αστείες, προσβλητικές για τη νοημοσύνη των πολιτών, δικαιολογίες.
Έχουμε μπει στην τρίτη εβδομάδα από τη στιγμή που το θέμα είδε το φως της δημοσιότητας, κι ακόμα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να απαντήσει σοβαρά και υπεύθυνα. Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της σχετικής λίστας στην ΕΕ σε ζητήματα ελευθεροτυπίας, σύμφωνα με τους “Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα”, στοιχείο διόλου ενθαρρυντικό για τα ΜΜΕ, το μιντιακό τοπίο στη χώρα μας, τη σχέση εκτελεστικής εξουσίας και δημοσιογραφίας.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, οφείλει να ενημερώσει τους πολίτες για τα ποσά. Γιατί το ζήτημα δεν αφορά πλέον τον κ. Πέτσα, αλλά τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.