ΗΠΑ: ένα έθνος σε διχασμό
ΕΡΕΥΝΑ

ΗΠΑ: ένα έθνος σε διχασμό

SHARE THIS

Στις 20 Ιανουαρίου του 2009, ο πρώτος Αφροαμερικανός Πρόεδρος των ΗΠΑ, ορκιζόταν στην Ουάσιγκτον. Η πόλη είχε φορέσει τα γιορτινά της, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι γιόρταζαν στους δρόμους. Την ίδια στιγμή εκατομμύρια Αμερικάνοι αισθάνονταν την ελπίδα που έφερνε η ιστορική εκλογή.

Του Νεκτάριου Μπουγδάνη

Το πρόγραμμα του Μπαράκ Ομπάμα είχε συγκινήσει και εμπνεύσει όχι μόνο τους Αφροαμερικανούς και τους παραδοσιακά Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, αλλά και πολίτες κάθε ηλικίας (κυρίως νέους), πολλοί/ές εκ των οποίων ψήφιζαν για πρώτη φορά. Ακόμα και συντηρητικοί ψηφοφόροι που δεν επηρεάζονταν από το χρώμα του δέρματος του Υποψηφίου των Δημοκρατικών και από τις ανόητες φήμες πως πρόκειται για μουσουλμάνο ή/και σοσιαλιστή, είχαν στηρίξει τον Ομπάμα απέναντι στον Ρεπουμπλικάνο Υποψήφιο, τον επί τρεις δεκαετίες Γερουσιαστή της Αριζόνα και ήρωα του Βιετνάμ, Τζον Μακ Κέιν.

Στο πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, ο Μπαράκ Ομπάμα περιγράφει τα κύρια σημεία του προγράμματός του, όπως τα παρουσίασε στην πρώτη του προεκλογική ομιλία, έντεκα μήνες πριν την πρώτη μάχη για το χρίσμα, στην Αϊόβα: «Η ομιλία μου, που μεταδόθηκε ζωντανά στην καλωδιακή τηλεόραση, κατέγραψε τα μεγάλα θέματα της καμπάνιας μας— την ανάγκη για θεμελιώδεις αλλαγές · την ανάγκη αντιμετώπισης μακροπρόθεσμων προβλημάτων όπως η υγειονομική περίθαλψη και η κλιματική αλλαγή · την ανάγκη να αφήσουμε πίσω την κουρασμένη και κομματικά διχασμένη Ουάσιγκτον · την ανάγκη για έναν αφοσιωμένο και ενεργό πολίτη».[1]

Οι μειονότητες, οι προοδευτικοί ψηφοφόροι, οι νέοι, οι οργανωμένοι στα συνδικάτα εργάτες και οι μικρομεσαίοι αγρότες υποστήριζαν ή έβλεπαν θετικά τον πολλά υποσχόμενο νέο -και ηλικιακά- 44ο Πρόεδρο των ΗΠΑ. Με μια διαφορά δέκα εκατομμυρίων στη λαϊκή ψήφο, 7,2% σε ποσοστό και χαώδη διαφορά σε εκλέκτορες (365 – 173), ο Ομπάμα συμπαρέσυρε (coattail effect) το Δημοκρατικό κόμμα σε θρίαμβο και στα δύο Σώματα του Κογκρέσο[2], ενώ χαρακτηριστικό σημείο της εκλογής Ομπάμα ήταν η συμμετοχή (58,2%), όταν οκτώ χρόνια νωρίτερα ο Τζορτζ Γουόκερ Μπους εκλεγόταν με συμμετοχή 51,2%.[3] Ήταν όμως όλοι στις ΗΠΑ χαρούμενοι και γεμάτοι ελπίδα; Ασφαλώς και όχι. Κάποιοι ήδη διέδιδαν τις ανυπόστατες φήμες περί του τόπου γέννησης[4], του θρησκεύματος και των «σοβιετικών» ιδεών του Ομπάμα, ενώ οι πολυάριθμοι ρατσιστές, νεοναζί και οπαδοί της Λευκής Υπεροχής ακόνιζαν τα μαχαίρια τους.

Η εκλογή και η οκταετία Ομπάμα

Στο κείμενο αυτό δεν εξετάζεται η Προεδρία Ομπάμα, αλλά η εκτίμηση που θέλει τις ΗΠΑ σήμερα να είναι ένα έθνος περισσότερο διχασμένο από ποτέ. Η εκλογή αλλά και η οκταετία της Διοίκησης Ομπάμα, αποτελεί κομβικό σημείο στο βάθεμα ενός διχασμού, ο οποίος είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Αν μελετήσουμε την πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ τα τελευταία 40 χρόνια, από την εκλογή Ρέιγκαν και έπειτα, θα διαπιστώσουμε μια κλιμακούμενη πόλωση τόσο στις ελίτ αλλά -κυρίως- στο κοινωνικό πεδίο. Σταδιακά, οι συνθέσεις και συναινέσεις που απαιτεί το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ ώστε να λειτουργεί, αντικαθίστανται από συγκρούσεις και μάχες εντός των τειχών της Ουάσιγκτον, οι οποίες αλληλοεπιδρούν με τις αντίστοιχες στην κοινωνία. Οι έλεγχοι και οι εξισορροπήσεις (check andbalances), λύδια λίθος της λειτουργίας του Αμερικάνικου πολιτικού συστήματος, δεν αποτελούν πλέον εγγύηση της ομαλότητας και κανονικότητας των ΗΠΑ. Η τετραετία του Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεψε ισορροπίες, αλλά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία παρά μάλλον μία λογική κατάληξη της εξέλιξης από το 1980 -τουλάχιστον- και έπειτα.

Στις προεδρικές εκλογές του 2008, υποψήφια Αντιπρόεδρος του Μακ Κέιν ήταν η Κυβερνήτης της Αλάσκα Σάρα Πέιλιν, την οποία στήριξε με πάθος η δεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών. Θα τολμούσα να πω ότι ήταν μία πρωτοπόρος του τραμπισμού, πριν από την εισβολή του ίδιου του Τραμπ στην πολιτική. Αν ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν ο πρώτος μεγάλου μεγέθους πολιτικός ο οποίος κατάλαβε και αξιοποίησε την δύναμη των κοινωνικών δικτύων, η Πέιλιν ήταν η δεύτερη. Όταν στα -φιλελεύθερα- ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα της ανατολικής ακτής γελούσαν με τις απαντήσεις της Πέιλιν για τη διεθνή πολιτική, αυτή κατανοούσε ότι εκεί ήταν η δύναμή της. Όσο πιο άσχετη έδειχνε, όσο πιο ανέκδοτο γινόταν στα μαζικά ΜΜΕ, τόσο αυξανόταν η επιρροή της και η αναγνωρισιμότητά της. Η ίδια φρόντιζε για αυτή την εικόνα και την ενίσχυε. Όταν οι σύμβουλοι επικοινωνίας της έλεγαν να προσέχει τι ακριβώς λέει και αν δεν είναι σίγουρη για κάτι να αποφεύγει την ερώτηση αυτή έκανε ακριβώς το αντίθετο. Σας θυμίζει κάτι από τα τελευταία πέντε χρόνια;

Αυτό που η Πέιλιν είχε αντιληφθεί ήταν ότι όλο και περισσότεροι καθημερινοί άνθρωποι στις ΗΠΑ αισθάνονταν απογοητευμένοι και παροπλισμένοι, μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Αντιλαμβανόταν τις αγωνίες αλλά και τις διαψεύσεις που γνώριζαν οι απλοί άνθρωποι: Κανείς στην Ουάσιγκτον δεν τους άκουγε και αυτό ίσχυε και για τα δύο μεγάλα κόμματα. Όμως, αυτό το «κατεστημένο» δεν περιοριζόταν μόνο στους πολιτικούς και την εξουσία. Η φιλελεύθερη διανόηση, ο τύπος, οι λομπίστες, οι ακαδημαϊκοί, το Χόλυγουντ αποτελούσαν όλοι μαζί μια ελίτ που κανόνιζε τα πάντα. Όχι μόνο είχαν την εξουσία αλλά απαξίωναν τους «βλάχους» που δεν έχουν ιδέα για τον σύγχρονο κόσμο και πώς αυτός λειτουργεί. Άνθρωποι του μόχθου των εργοστασίων και των αγροκτημάτων, άκουγαν και διάβαζαν να μιλάνε περιπαικτικά για αυτούς και να τους θυμούνται κάθε τέσσερα χρόνια. Η Σάρα Πέιλιν λοιπόν, ήταν μία από αυτούς. Γυναίκα, μητέρα πέντε παιδιών, συντηρητικών κοινωνικών απόψεων, άσχετη με την περίπλοκη διεθνή πολιτική σκηνή του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος. Οι αφ’ υψηλού επιθέσεις εναντίον της, καταγράφονταν σε μέρος του λαϊκού ενστίκτου, ως -εν δυνάμει- επιθέσεις σε κάθε έναν και κάθε μία από τους λαϊκούς καθημερινούς ανθρώπους. Είχε αρχίσει να διαμορφώνεται και στην κεντρική πολιτική σκηνή ταυτόχρονα και ένας γεωγραφικός διχασμός. Οι «φιλελεύθεροι» των Πολιτειών της ανατολικής και δυτικής ακτής από τη μία, ο «λαός» της βαθιάς Αμερικής από την άλλη.

Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση βάθαινε αν και ακόμα δεν είχε καταρρεύσει η Lehman Brothers, με τα γνωστά επακόλουθα. Όμως, οι συνέπειες της αποβιομηχάνισης ολόκληρων περιοχών και οι επιπτώσεις της επέλασης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, είχαν ανοίξει το δρόμο του διχασμού και της πόλωσης. Ο διχασμός δεν ήταν μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και σε πολιτισμικό. Η συνωμοσία των «φιλελεύθερων» είχε ευνοούμενους: τις χειραφετημένες γυναίκες που απομακρύνονται από τις παραδοσιακές αξίες της αμερικάνικης οικογένειας, τους ομοφυλόφιλους που «έχουν  πλέον εξουσία», τους συνήθεις υπόπτους σε παρόμοιες συνομωσίες Εβραίους, τους μουσουλμάνους που επιδιώκουν την αποχριστιανοποίηση των ΗΠΑ. Αυτή η κατάσταση περιγράφει τις απαρχές της σύγχρονης δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης. Μόλις ένα μήνα μετά την ορκωμοσία του Ομπάμα, ο ρεπόρτερ Rick Santelli του CNBC, κάλεσε από το Σικάγο για τη δημιουργία του «Κόμματος του τσαγιού»[5].

Δεξιοί ακτιβιστές συμφώνησαν για ένα συνέδριο, στο οποίο θα συζητούσαν τις θέσεις και τη δράση ενάντια στο πρόγραμμα του Ομπάμα, ενώ θα ακολουθούσαν μια σειρά από διαδηλώσεις. Το κόμμα του τσαγιού θα στηρίξει έκτοτε συντηρητικές πολιτικές δράσεις αλλά και πλήθος πολιτικών των Ρεπουμπλικάνων. Η δημιουργία αυτού του κινήματος στηρίχτηκε από τα αδέρφια Ντέιβιντ και Τσαρλς Κοχ, επιχειρηματίες και πολιτικούς ακτιβιστές. Πίσω από το Tea Party συναντάμε έναν από τους πιο ισχυρούς και δημοφιλείς συντηρητικούς οργανισμούς, την Americans for Prosperity (AFP) η οποία ιδρύθηκε το 2004 από τα αδέρφια Κοχ. Απέναντι στην προοδευτική ριζοσπαστικοποίηση και τον άνεμο της αλλαγής που έφερνε ο Ομπάμα, οι συντηρητικοί ακτιβιστές ριζοσπαστικοποιήθηκαν εξίσου, λαμβάνοντας τα μέτρα τους για τον επηρεασμό της κοινής γνώμης και την πολιτική και ταξική πόλωση που έβλεπαν να αυξάνεται.

Την ίδια στιγμή, οι φορείς της αριστερής ριζοσπαστικοποίησης είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ. Οι αριστεροί αντίπαλοι της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, το αντιπολεμικό κίνημα του Ιράκ, το ριζοσπαστικό οικολογικό κίνημα, οι μειονότητες και οι χαμηλά αμειβόμενοι ανειδίκευτοι εργάτες, ανέμεναν από τον Μπαράκ Ομπάμα άμεσες λύσεις. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος κέρδισε τις εκλογές και πολύ γρήγορα άρχισε την υλοποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών του.

Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ανήγγειλε και έδωσε εντολή για την προετοιμασία αποχώρησης των κύριων στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, ενώ στο εσωτερικό ξεκίνησε η κατάρτιση του σχεδίου για την καθολική περίθαλψη (Obamacare)[6]. Αν η συμμετοχή στις πολεμικές περιπέτειες του Μπους του νεότερου είχε κουράσει εκτός από την αριστερά και τη δεξιά, χωρίς να διαφαίνεται κάποιο άμεσο κέρδος για τις ΗΠΑ, πέρα από μεγάλες εταιρείες όπως η Halliburton, δεν συνέβαινε το ίδιο για το Obamacare.

Οι αντίπαλοι της καθολικής περίθαλψης, σε αντίθεση με την Ευρώπη, ήταν και είναι πολλοί/ές. Ολόκληρες γενιές γαλουχήθηκαν με τα στερεότυπα του ικανού ανθρώπου που δεν χρειάζεται το «αναπηρικό καροτσάκι του κράτους» (βλ. κρατικά επιδόματα) και της λογικής του κοινωνικού δαρβινισμού ότι αυτός που χάνει το δικαίωμα στην ασφάλιση και την περίθαλψη είναι ο ανίκανος που δεν τα κατάφερε. Όμως η κρίση του 2008, άφησε ξαφνικά εκατομμύρια «προνομιούχους» της μεσαίας τάξης άστεγους και χωρίς δουλειά (άρα και χωρίς περίθαλψη και δικαίωμα στη σύνταξη), οπότε αρκετές συνειδήσεις άλλαξαν.

Το εμβληματικό Νομοσχέδιο υπογράφτηκε τελικά στις 23 Μαρτίου του 2010, αν και δεν ήταν ακριβώς αυτό που επιθυμούσε και είχε εξαγγείλει ο Πρόεδρος. Η ανάγκη συναίνεσης ακόμα και των Δημοκρατικών βουλευτών και γερουσιαστών, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν την αφόρητη πίεση αλλά και τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει απέναντι στις μεγάλες -κυρίως- ασφαλιστικές εταιρείες, έφερε ένα Νομοσχέδιο που περιλάμβανε τελικά μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού πυλώνα. Παρόλο αυτά, εκατομμύρια ανασφάλιστοι, απέκτησαν πρόσβαση στην περίθαλψη και στα δικαιώματά τους στην υγεία. Ήταν ένας Νόμος, που οι Ρεπουμπλικάνοι δεν συγχωρέσαν ποτέ στους Δημοκρατικούς. Η προπαγάνδα ενάντια στο Obamacare ήταν ένα κομβικό σημείο στην ολοένα και αυξανόμενη πόλωση. Η αύξηση των φόρων -παραδοσιακή αιτία πολέμου για τους Ρεπουμπλικάνους- προκειμένου να ενισχυθεί μια αναδιανεμητική πολιτική για τους φτωχότερους, όπλισε τον δεξιό λαϊκισμό με ακόμα μεγαλύτερο μένος.

Η οκταετία Ομπάμα δεν έδωσε στους περισσότερους από τους υποστηρικτές του αυτό που περίμεναν. Ο μη προσωποκεντρικός τρόπος που λειτουργεί το αμερικάνικο πολιτικό σύστημα και η ανάγκη ευρέων συναινέσεων στην κατάρτιση των Νομοσχεδίων, οι υποχρεώσεις των Δημοκρατικών εκπροσώπων στο Κογκρέσο απέναντι σε μεγάλες εταιρείες, η ατολμία του Ομπάμα σε πολλά ζητήματα όπως το φυλετικό, άφησαν σε πολλούς την αίσθηση μιας ανεκπλήρωτης μεγάλης ευκαιρίας για αλλαγή. Από την άλλη, η διαφορετική αντιμετώπιση σε σημεία της εξωτερικής πολιτικής (η πολυεθνής συμφωνία για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν, η εξομάλυνση των σχέσεων με την Κούβα, η αποχώρηση από Αφγανιστάν και Ιράκ, η μη άμεση πολεμική εμπλοκή στη Συρία), η ενεργή συμμετοχή στην Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα, το Obamacare κ.α. εξισορρόπησαν σε κάποιο βαθμό τα προηγούμενα. Για πολλούς όμως δεν ήταν αρκετά και αυτό φάνηκε τόσο στις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο του 2014[7] αλλά και στις Προεδρικές του 2016, όπου πολλοί αριστεροί/ προοδευτικοί ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη στην Χίλαρι Κλίντον στερώντας της ψήφους σε κρίσιμες Πολιτείες, με αποτέλεσμα τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.

Σε άλλες εποχές, τα αποτελέσματα των δύο θητειών Ομπάμα θα ήταν αρκετά ώστε να χαρακτηριστεί ως μια άκρως επιτυχημένη Προεδρία. Όμως παράλληλα με τη δεξιά ριζοσπαστικοποίηση που έφερνε ο Ομπάμα, αναπτυσσόταν και μια αριστερή ριζοσπαστικοποίηση η οποία απαιτούσε περισσότερα από τους Δημοκρατικούς. Η πόλωση και ο διχασμός βάθαιναν. Τα συστημικά ΜΜΕ έγραφαν και μιλούσαν γι’ αυτό αλλά πέρα από τη διαπίστωση κανείς δεν φαινόταν να ανησυχούσε σοβαρά. Οι κατά τόπους ταραχές, κυρίως με φυλετικό υπόβαθρο, θεωρήθηκαν ως κάτι αναπόφευκτο το οποίο έχει ξανασυμβεί. Οι εμφανίσεις ένοπλων ακροδεξιών ομάδων της Λευκής Υπεροχής απέναντι σε μαύρους και αντιφασίστες διαδηλωτές δεν εκτιμήθηκαν από τους περισσότερους ως κάτι καινοφανές. Σίγουρα όχι από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους των μεγάλων ΜΜΕ. Μέχρι που έγινε Πρόεδρος των ΗΠΑ  ο celebrity  εκατομμυριούχος Ντόναλντ Τραμπ.

Η εκλογή και η τετραετία Τραμπ

Για πολλούς στις ΗΠΑ, ο ιδιόρρυθμος τηλεοπτικός αστέρας και εκατομμυριούχος επιχειρηματίας άργησε να βάλει υποψηφιότητα. Το όνομά του συζητήθηκε για το χρίσμα του «Μεταρρυθμιστικού κόμματος»[8] στις εκλογές του 2000, με το οποίο τελικά υποψήφιος για πρόεδρος ήταν ο ακραία συντηρητικός Πατ Μπιουκάναν. Προφητικά, όταν ρώτησαν τον Τραμπ αν ενδιαφερόταν για το χρίσμα, απάντησε ότι ποτέ δεν θα κατέβαινε στις εκλογές για να αποσπάσει ένα 5%. Αν ποτέ ήταν υποψήφιος Πρόεδρος, θα εκλεγόταν.

Άλλοι αναφέρουν ότι έβλεπε με καλό μάτι το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων το 2012, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Ομπάμα. Κάτι τέτοιο ποτέ δεν συνέβη. Όμως, είναι γεγονός ότι από το 2010 και μετά παρεμβαίνει, με τον δικό του λαϊκίστικο τρόπο, ολοένα και πιο πολύ στα πολιτικά δρώμενα. Έγινε ένας από τους αμφισβητίες του τόπου γέννησης του Ομπάμα. Ζητούσε, δημόσια και επιτακτικά, τη δημοσιοποίηση του πιστοποιητικού γέννησης του Αμερικανού Προέδρου.

Ακόμα και όταν ο Ομπάμα το έδωσε στη δημοσιότητα, ο Τραμπ εμφανίστηκε μέσω διφορούμενων δηλώσεων να μην είναι και τόσο σίγουρος. Οριστικά τέλος στα όποια σχέδιά του για το 2012 μπήκε, στο ετήσιο δείπνο των ανταποκριτών του Λευκού Οίκου το 2011, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα σατίριζε επί ένα δεκάλεπτο τον Ντόναλντ Τραμπ, παρουσία του ίδιου και της Μελάνια, με τον celebrity Νεοϋορκέζο να χαμογελάει αμήχανα και το κοινό να απολαμβάνει με γέλια την «εκδίκηση» του Προέδρου, απέναντι στον βασικό αμφισβητία της εθνικότητάς του. Η σάτιρα και ο αυτοσαρκασμός από τον εκάστοτε Πρόεδρο στο συγκεκριμένο δείπνο είναι παράδοση, αλλά εκείνο το βράδυ υπήρχε μια προσωπική χροιά. Ίσως ήταν η νύχτα που ο Τραμπ αποφάσισε να γίνει Πρόεδρος και να βάλει στη θέση της όλη την κοσμοπολίτικη κλίκα της Ουάσιγκτον και της Νέας Υόρκης. Δεν θα μας απασχολούσαν όλα αυτά, αν δεν είχαν και κοινωνική γείωση και δεν εξέφραζαν έναν βαθύτερο διχασμό στο κοινωνικό σώμα των ΗΠΑ.

Ο Στιβ Μπάνον, πρώην σύμβουλος του Τραμπ, ο οποίος ουσιαστικά διεύθυνε και ανανέωσε τον ακροδεξιό ειδησεογραφικό όμιλο Breitbart News[9], σε μια συνέντευξή του δήλωσε ότι, το 2013 είχε συνευρεθεί με παράγοντες του ακροδεξιού λαϊκισμού, αναζητώντας  έναν υποψήφιο για το 2016. Απογοητευμένοι και από το κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων, έβλεπαν ότι το κοινό στα δεξιά του πολιτικού φάσματος αναζητούσε κάτι νέο. Κάποιον μη συστημικό που θα ταράξει τα νερά της Ουάσιγκτον. Ο Τραμπ ήταν ιδανική επιλογή. Όταν έφτασε η ώρα να συναντηθούν, κατάλαβαν ότι ο Τραμπ το είχε ήδη αποφασίσει. Έφτανε να το οργανώσουν.

Στο ζήτημα της πόλωσης που συζητάμε εδώ, είναι χαρακτηριστική μια δήλωση του Μπάνον. Διαπίστωνε, ήδη από το 2009, ότι ο εχθρός δεν ήταν οι Δημοκρατικοί. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, ο Ομπάμα και η Πελόζι θα κάνουν αυτό που είναι να κάνουν όσο και να τους πολεμούσαν, γιατί αυτή είναι η πολιτική τους. Είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης και υπέρ των ανοικτών συνόρων για τους μετανάστες. Όμως, οι μετανάστες που έρχονται μέσω του Τέξας, το οποίο διοικούν οι Ρεπουμπλικάνοι, δεν εμποδίζονται από κανέναν, έλεγε ο Μπάνον. Αυτό συνέβαινε γιατί το κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων είχε συμβιβαστεί με τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Αυτός ήταν ο εχθρός. Έτσι, το Breitbart άρχισε να στοχεύει την Ρεπουμπλικανική ηγεσία. Ανέδειξε στο ευρύ συντηρητικό κοινό την «προδοσία» των ηγετών του. Έτσι, όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το 2016,το έδαφος είχε στρωθεί.

Στην αρχή της εκστρατείας, τα τηλεοπτικά δίκτυα και τα μεγάλα ΜΜΕ αντιμετώπισαν την υποψηφιότητα Τραμπ ως ένα ανέκδοτο, όπως και με την Πέιλιν. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι του συντηρητικού FOX News γελούσαν με τις παρεμβάσεις του. Στο πρώτο ντιμπέιτ όμως για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, η περιπαικτική διάθεση των συνυποψηφίων του Τραμπ, αντικαταστάθηκε από την αμηχανία και την ντροπή. Ο Τραμπ εξέθεσε τις προσωπικότητες του κόμματος, από τον Πολ Ράϊαν ως τον Τζεμπ Μπους, αναδεικνύοντας τη συστημικότητά τους και προχωρώντας σε προσωπικά λαϊκίστικά σχόλια εναντίον τους.

Ήταν μια μη συνηθισμένη τηλεμαχία. Τα αποτελέσματα στην κοινή γνώμη ήταν εντυπωσιακά. Ο ένας μετά τον άλλον υποψήφιο αποχωρούσαν καθώς η διαδικασία προχωρούσε. Στο τέλος, ο Τραμπ όχι μόνο τους έβγαλε εκτός μάχης αλλά τους ανάγκασε, χρησιμοποιώντας τη δύναμη του κοινού στις κατά τόπους ομιλίες του, να στοιχηθούν από πίσω του. Το κόμμα όχι απλά είχε επηρεαστεί από αυτό που αργότερα αποκαλέστηκε τραμπισμός, είχε αλωθεί. Οι δεξιοί ψηφοφόροι και όχι μόνο, βρήκαν τον πολιτικό που μπορεί να μην ήταν αντισυστημικός αλλά σίγουρα εμφανιζόταν ως μη-συστημικός. Φρόντισαν γι’ αυτό και οι πολιτικοί του αντίπαλοι και από τα δύο κόμματα. Όταν αντιπαρατέθηκε με την Χίλαρι για την Προεδρία όλοι πόνταραν σε μια σίγουρη νίκη της πρώην Πρώτης Κυρίας. Τα δημοσκοπικά ευρήματα συνηγορούσαν σε αυτό, αλλά υπήρχε ένα σιωπηλό κύμα που τελικά έκανε τον Τραμπ Πρόεδρο. Μπορεί να βοήθησαν και άλλου είδους όπλα, όπως η χειραγώγηση στα κοινωνικά δίκτυα, με προεξέχουσα την περίπτωση της Cambridge Analytica, αλλά το έδαφος υπήρχε.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ακροδεξιές ομάδες αναβαθμίστηκαν λαμβάνοντας το μήνυμα ότι στο Λευκό Οίκο βρισκόταν ένας εκπρόσωπός τους. Ίσως λίγο πιο ήπιος από ότι περίμεναν (σύμφωνα και με τον Μπάνον), αλλά σίγουρα κάποιος που τους έδινε φτερά. Νεοναζί, ρατσιστές της ΚΚΚ και οπαδοί της Λευκής Υπεροχής συγκρούστηκαν με αντιφασίστες διαδηλωτές καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας. Σε κάποιες περιπτώσεις δολοφόνησαν κάποιους από αυτούς.

Ο Τραμπ αρνήθηκε μέχρι τέλους, ακόμα και στο ντιμπέιτ με τον Μπάιντεν, να τους καταδικάσει. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε τη φράση «stand back and standby» αναφερόμενος στην ακροδεξιά ομάδα Proud Boys. Το κίνημα Black Lives Matter ανέδειξε όσο τίποτα άλλο τον διχασμό. Ένοπλοι ακροδεξιοί στόχευαν διαδηλωτές, ενώ από την άλλη μεριά, ένοπλοι αντιφασίστες περιφρουρούσαν τις ειρηνικές διαδηλώσεις (στις Πολιτείες όπου είναι νόμιμο να φέρεις δημοσίως όπλα), προκειμένου να προστατεύσουν τους διαδηλωτές από τις δολοφονικές επιθέσεις ενόπλων ακροδεξιών. Η εναλλακτική δεξιά (alt-right) βρήκε εκφραστή σε ανώτερο επίπεδο, στο πρόσωπο ενός Αμερικανού προέδρου. Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 2019, διεξήχθησαν στα πλαίσια όλων αυτών.

Επίλογος- Η εκλογή Μπάιντεν

Σε αυτό το κείμενο, αφήσαμε ασχολίαστες πτυχές της πόλωσης που υποστηρίζουν την εκτίμησή μας για τον βαθύ διχασμό που ζουν οι ΗΠΑ. Για παράδειγμα, το πολιτικό κίνημα του Μπέρνι Σάντερς στα αριστερά του Δημοκρατικού κόμματος, συνδεδεμένο με κοινωνικά και νεολαιίστικα κινήματα όπως το BLM ή αυτό για την κλιματική αλλαγή, είναι μια χαρακτηριστική εξέλιξή της ταυτόχρονης δεξιάς και αριστερής ριζοσπαστικοποίησης. Τα χαρακτηριστικά του αλλά και η επιλογή του να στηρίξει τον μετριοπαθή κεντρώο Μπάιντεν, προκειμένου να χάσει ο Τραμπ, αποτελούν μέρος μιας περαιτέρω ανάλυσης, ενός δεύτερου μέρους του παρόντος κειμένου, θα λέγαμε. Ο Μπάιντεν κέρδισε με ρεκόρ ψήφων για εκλεγμένο Πρόεδρο, με ρεκόρ διαφοράς με τον δεύτερο και με ρεκόρ συμμετοχής στις κάλπες. Ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ, πήρε δεκαπέντε εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από ότι η Χίλαρι το 2016. Από την άλλη ο Τραμπ κέρδισε έντεκα εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από όσες είχε λάβει το ’16. Είναι ένα ακόμα δείγμα του πολιτικού και κοινωνικού διχασμού στο σώμα των ΗΠΑ. Η τεράστια συμμετοχή δεν γνωρίζουμε αν είναι περιστασιακό φαινόμενο λόγω Τραμπ (εκατέρωθεν) ή σηματοδοτεί μια αναβάθμιση του ενδιαφέροντος -ειδικά των νέων- για την πολιτική.

Από ότι φαίνεται, οι δρόμοι θα συνεχίσουν να συγκεντρώνουν και το επόμενο διάστημα συντηρητικούς και προοδευτικούς διαδηλωτές. Η εξέλιξη θα εξαρτηθεί από τις κινήσεις της Διοίκησης Μπάιντεν. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες. Η υγειονομική και οικονομική διαχείριση του Covid- 19 με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς μέχρι στιγμής, η Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα, το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν, οι σχέσεις με την Λατινική Αμερική, το μεσανατολικό, ο ανταγωνισμός με την Κίνα, η διαμάχη με τη Μόσχα. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό των ΗΠΑ συσσωρευμένα προβλήματα, όπως το φυλετικό, αναζητούν λύσεις. Πολλά θα φανούν από τις πρώτες 100 ημέρες του Μπάιντεν, όμως συνολικά η τετραετία αναμένεται πλούσια σε κοινωνική και πολιτική κινητικότητα. Εμείς θα παρακολουθούμε τις ΗΠΑ, όχι μόνο από επιστημονικό ενδιαφέρον, αλλά και από τη γνώση ότι από τις εξελίξεις στο εσωτερικού τους κρίνονται πολλά παγκοσμίως.

*Ο Νεκτάριος Μπουγδάνης είναι υποψήφιος Διδάκτορας πολιτικών επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου, συντονιστής τμήματος Διεθνών Σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ και μέλος ΔΣ Ι.Ν. Πουλαντζάς. Η μελέτη δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος των διεθνών τάσεων του Ινστιτούτου Πουλατζάς. 

_________________________________________________________

[1] Obama, Barack, A promised land, Crown, New York, κεφάλαιο 5, σελ. 91

[2] 69,5 εκ ψήφους πήρε ο Ομπάμα (52,9%), 59,9 εκ. ο Μακ Κέιν (45,7%), ενώ στη Γερουσία οι Δημοκρατικοί είχαν πλέον 57 μέλη έναντι μόλις 41 των Ρεπουμπλικάνων. Στη δε Βουλή των Αντιπροσώπων οι Δημοκρατικοί είχαν πλέον 257 Βουλευτές έναντι 178 των Ρεπουμπλικάνων.

[3] “Official 2008 Presidential General Elections Results” (PDF). fec.gov. Retrieved March 31, 2017.

 

[4] Σύμφωνα με αυτές τις φήμες ο Μπαράκ Ομπάμα δεν είχε γεννηθεί στη Χαβάη αλλά εκτός ΗΠΑ, στην Κένυα. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα είχε τη δυνατότητα να είναι Υποψήφιος.

[5] Tea Party, συντηρητικό πολιτικό κίνημα εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Περιλαμβάνει ελευθεριακούς (στα πλαίσια της αμερικάνικης πολιτικής φιλοσοφίας ο όρος είναι Libertarianism, δηλ. συντηρητικοί στα οικονομικά θέματα, φιλελεύθεροι στις ατομικές ελευθερίες), δεξιούς λαϊκιστές και συντηρητικούς ακτιβιστές.

[6] Patient Protection and Affordable Care Act

[7] Όπου οι Δημοκρατικοί ηττήθηκαν κατά κράτος τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία

[8] Reform Party, βραχύβιος πολιτικός σχηματισμός, συνονθύλευμα απογοητευμένων ακροαριστερών και ακροδεξιών ψηφοφόρων από τα συστημικά κόμματα.

[9] Το Breitbart είχε πρωτοστατήσει στην δημιουργία και διασπορά ψευδών ειδήσεων εναντίον του Ομπάμα και των Δημοκρατικών ηγετών αλλά και στη δημιουργία ρατσιστικού και ξενοφοβικού κλίματος.

Exit mobile version