Τζένη Κριθαρά: «Καπιταλισμός και πατριαρχία εκπορεύονται από την ίδια μήτρα»
ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ

Τζένη Κριθαρά: «Καπιταλισμός και πατριαρχία εκπορεύονται από την ίδια μήτρα»

SHARE THIS

Με το εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο της, η Τζένη Κριθαρά αναλύει ένα φαινόμενο με προεκτάσεις που πολύ συχνά αποσιωπώνται.

Η δημοσιογράφος Τζένη Κριθαρά, αυτή τη φορά έκανε την πένα της όπλο απέναντι στην εθελοτυφλία όσων επιμένουν να βαφτίζουν «κακιά στιγμή» την έμφυλη βία, γράφοντας ένα βιβλίο για το -δυστυχώς πάντα επίκαιρο- ζήτημα της γυναικείας κακοποίησης.

Ίσως πηγαία κι ασυνείδητα, η Τζένη Κριθαρά κατάφερε να κάνει το βιβλίο της καταφύγιο κι άρμα γυναικείας αλληλεγγύης, αφού όχι μόνο δημιούργησε ένα τείχος ασφαλείας για τα θύματα έμφυλης βίας που την εμπιστεύτηκαν καταθέτοντας τις συγκλονιστικές τους μαρτυρίες για όσα βίωσαν στα χέρια των βασανιστών τους, αλλά μετέφερε αυτό το συναίσθημα της γυναικείας αδελφοσύνης και στο αναγνωστικό κοινό, κάνοντας έτσι πράξη το «εγώ αδελφή μου σε πιστεύω».

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις» των εκδόσεων ΚΨΜ, η Τζένη Κριθαρά μίλησε στην ROSA για όλα όσα πραγματεύεται το βιβλίο της: Την έμφυλη βία, τον καπιταλισμό που γεννάται από την ίδια μήτρα με την πατριαρχία διαιωνίζοντας σχέσεις εκμετάλλευσης, την εμμονική άρνηση μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας να αναγνωρίσει τον όρο «γυναικοκτονία» και ποια οφείλει να είναι η στάση της Πολιτείας, των ΜΜΕ κι όλων εμάς, ώστε τα θύματα της έμφυλης βίας να μην στιγματίζονται αλλά να νιώσουν ασφάλεια.

Η Τζένη Κριθαρά συνομίλησε με επιζήσασες έμφυλης βίας και γυναίκες που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα και γράφει για τις γυναικοκτονίες, την γυναικεία κακοποίηση και την έμφυλη βία που συνεχίζουν να μαστίζουν (και) την ελληνική κοινωνία.

Δεν πρόκειται για ένα εύκολο ανάγνωσμα. Κι αυτό γιατί οι μαρτυρίες και τα στοιχεία που περιέχει για την βία, τον πόνο, τον φόβο και την καταπίεση που δέχονται οι γυναίκες είναι γροθιά στο στομάχι.

Με το εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο της, η Τζένη Κριθαρά αναλύει ένα φαινόμενο με προεκτάσεις που πολύ συχνά αποσιωπώνται.


Ποιος είναι ο βασικότερος λόγος που υπάρχουν τόσοι αρνητές και πολέμιοι του όρου «γυναικοκτονία»;

Ο όρος «γυναικοκτονία» χτυπάει την πατριαρχία στο μαλακό της υπογάστριο. Γι’ αυτό και όλος αυτός ο πόλεμος. Αυτή η λέξη ενοχλεί γιατί βάζει – επιτέλους – ρητά και εμφατικά στον δημόσιο λόγο το έμφυλο έγκλημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αναζήτηση των αιτίων που το γεννούν και τους τρόπους που δύναται να εξαλειφθεί, στο πλαίσιο μίας αυστηρά πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας. Χρησιμοποιώντας την λέξη «γυναικοκτονία» δίνουμε ορατότητα σε ένα φαινόμενο που μέχρι πρότινος «βαφτιζόταν» έγκλημα τιμής, έγκλημα πάθους και ούτω καθεξής… Το αποτέλεσμα αυτού του κοινωνικού στρουθοκαμηλισμού είναι η διαιώνιση της έμφυλης βίας (γενικότερα) και των γυναικοκτονιών (ειδικότερα). Θεωρώ όσους αρνούνται τον όρο «γυναικοκτονία» μέρος αυτού του προβλήματος – ανεξάρτητα από την αφετηρία της εναντίωσής τους. Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν τον όρο περιττό γιατί μάλλον ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο η έμφυλη ανισότητα έχει εξαλειφθεί. Πολλοί άλλοι είναι τόσο ανιστόρητοι που θεωρούν τον όρο φεμινιστική υστερία, αγνοώντας πόσες δεκαετίες χρησιμοποιείται στην Κοινωνιολογία και την Εγκληματολογία. Τουλάχιστον κωμικοτραγικοί είναι εκείνοι οι… όψιμοι «φεμινιστές» που υποστηρίζουν πως χρησιμοποιώντας έναν ξεχωριστό όρο για τους φόνους των γυναικών τις υποβαθμίζουμε ή αφαιρούμε την ανθρώπινη υπόσταση τους. Τα ειδικά προβλήματα – όπως είναι το έμφυλο έγκλημα- απαιτούν και ειδικούς όρους, ειδικές προσεγγίσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, όταν μία λέξη σε ενοχλεί σε βαθμό που να αντιδράς σε αυτή περισσότερο από ό,τι στην ίδια την πράξη, κάτι πάει πολύ στραβά.

Καπιταλισμός και πατριαρχία συνυφαίνουν από κοινού το πλέγμα της έμφυλης βίας, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο. Η κυριαρχία του καπιταλισμού όμως δεν φαίνεται να κλονίζεται. Τι πρέπει να γίνει άμεσα προκειμένου οι γυναίκες και οι θηλυκότητες να μην κινδυνεύουν (κι) άλλο;

Είναι γεγονός πως καπιταλισμός και πατριαρχία εκπορεύονται από την ίδια μήτρα: ένα σύστημα εξουσίας που λειτουργεί και αναπαράγεται στην βάση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Κατά την ταπεινή μου άποψη, τα συνταρακτικά γεγονότα των τελευταίων ετών (από την πανδημία της covid-19 μέχρι την ρωσο-ουκρανική σύγκρουση) έχουν ξεγυμνώσει το καπιταλιστικό αφήγημα και γίνεται αντιληπτό από όλο και περισσότερο κόσμο. Το ίδιο πιστεύω και για την πατριαρχία. Τα στόματα ανοίγουν, οι γυναίκες και οι θηλυκότητες είμαστε αλληλέγγυες, βγαίνουμε στους δρόμους και διεκδικούμε την ισότιμη θέση που μας αναλογεί και όχι την υποτελή θέση που ιστορικά και κοινωνικο-οικονομικά μας έχει δοθεί. Σε πρακτικό επίπεδο, νιώθω πως η πολιτεία μάς έχει αφήσει μόνες. Το γεγονός πως ήμασταν ανέκαθεν μόνες στον αγώνα για ισότητα δεν ξεπλένει την κρατική αδιαφορία απέναντι στα έμφυλα προβλήματα. Χρειάζεται ουσιαστική πολιτική βούληση. Είναι πολλά τα πράγματα που μπορούν να γίνουν άμεσα και να αλλάξουν σημαντικά την επικρατούσα, νοσηρή κατάσταση. Τα περισσότερα, όμως, έχουμε αναλάβει να τα κάνουμε μόνες μας. Ο αγώνας για την θεσμοθέτηση του όρου «γυναικοκτονία» είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Πέραν αυτού, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη θεσμικού δικτύου αλληλεγγύης. Το πιο ουσιαστικό που μπορούμε να κάνουμε εντός του συστήματος είναι να συνεχίσουμε να διεκδικούμε και να μην σταματάμε να αναδεικνύουμε τα κακώς κείμενα.

Ως δημοσιογράφος ποιος θεωρείς ότι πρέπει να είναι ο ρόλος των ΜΜΕ από εδώ και πέρα απέναντι σε περιστατικά κακοποίησης; Θεωρείς ότι τον τελευταίο καιρό με την συμβολή των social media έχουν γίνει βήματα προόδου;

Ρόλος και ευθύνη των δημοσιογράφων ήταν ανέκαθεν να αναδεικνύουν κάθε περιστατικό έμφυλου εγκλήματος. Δυστυχώς, αργήσαμε πολύ να το δούμε αυτό. Έπρεπε να φτάσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου πρόσωπα από τον χώρο του θεάματος για να ασχοληθούν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Το κίνημα #Metoo -που μπορεί να καθυστέρησε, αλλά έφτασε και στην χώρα μας- βοήθησε να αποκτήσουν βήμα οι καταγγέλλουσες και οι καταγγέλλοντες. Αυτό δεν μειώνει την βαρύτητα των καταγγελιών. Αντιθέτως. Αυξάνει το μερίδιο της ευθύνης που φέρουν τα ΜΜΕ, τα οποία τόσα χρόνια κώφευαν. Η συγκάλυψη ή μη κάλυψη αντίστοιχων περιστατικών κατά το παρελθόν ήταν εγκληματική και καταστροφική για την απονομή δικαιοσύνης. Η κακοποίηση και η γυναικοκτονία δεν θα πρέπει να γίνονται «πιασάρικα» ρεπορτάζ για να αναδεικνύονται. Εκατοντάδες γυναίκες και θηλυκότητες πέθαναν και χιλιάδες άλλες κακοποιήθηκαν χωρίς να μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους. Όταν κάνεις πως δεν βλέπεις αυτό που συμβαίνει δίπλα σου, θα το βρεις μπροστά σου. Και αυτό συμβαίνει τώρα. Η έξαρση της έμφυλης βίας δεν είναι ήρθε από το πουθενά. Έχουν συσσωρευτεί πάρα πολλά χρόνια καταπίεσης, κακοποίησης, αφάνειας και ατιμωρησίας.

Στην γιγάντωση αυτού κύματος καταγγελιών και αλληλεγγύης διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο τα social media και νομίζω πως αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν την ευκαιρία σε όποια, όποιο και όποιον θέλει να μιλήσει, να ακουστεί και να λάβει στήριξη, ορατότητα και βοήθεια. Τα social media είναι δομικό στοιχείο του δικτύου αλληλεγγύης που έχει αναπτυχθεί. Για τον ρόλο των συστημικών ΜΜΕ κρατώ μία επιφύλαξη. Πολύ συχνά οι αποκαλύψεις γίνονται με διάθεση «κλειδαρότρυπας» και η δημοσιογραφική κάλυψη της κακοποίησης γίνεται με όρους που αντί να αναδεικνύουν την διάσταση της έμφυλης ανισότητας, προάγουν περαιτέρω τα σεξιστικά στερεότυπα! Θέλει πολλή προσπάθεια ή μεγάλη άγνοια για να το πετύχεις αυτό. Οι αποκαλύψεις που αφορούν στο έμφυλο έγκλημα δεν πρέπει να είναι ούτε μόδα, ούτε ζήτημα τηλεθέασης. Οφείλουμε σεβασμό στα θέματα. Οφείλουμε – ως δημοσιογράφοι- να αντιλαμβανόμαστε και την κοινωνική ευθύνη του επαγγέλματός μας. Η δουλειά μας δεν τελειώνει στην μετάδοση της είδησης. Πρέπει να ψάχνουμε και να παρουσιάζουμε την ρίζα του προβλήματος. Μόνο έτσι μπορούμε να είμαστε χρήσιμες και χρήσιμοι στο κοινό και στην κοινωνία.

Η απαλλακτική εισαγγελική πρόταση για την καταγγελία βιασμού στην Θεσσαλονίκη έχει γεννήσει ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης για την 24χρονη Γεωργία. Όσο ανακουφιστικό κι αν είναι το «αδερφή μου εγώ σε πιστεύω», αρκεί μόνο η αλληλεγγύη;

Είναι εξοργιστικό. Μία γυναίκα καταγγέλλει τον ομαδικό βιασμό της υπό την επήρεια ουσιών που πήρε παρά την θέλησή της και η εισαγγελική πρόταση απαλλάσσει τους καταγγελλόμενους, ενώ ούτε λίγο – ούτε πολύ ενοχοποιεί την καταγγέλλουσα. Και όλα αυτά, όταν γνωρίζουμε πως η Γεωργία αμέσως μόλις αντιλήφθηκε αυτό που (καταγγέλλει ότι) της συνέβη, τα έκανε όλα σωστά. Μέσα στον πόνο, στον πανικό και στο σοκ της, ακολούθησε όλες τις ενδεδειγμένες διαδικασίες. Βγήκε με το πρόσωπο και το όνομά της και κατήγγειλε ανθρώπους που κρύβονται. Δεν μου επιτρέπεται να μπω στην ουσία της υπόθεσης όσο είναι ανοιχτή, μπορώ όμως να σχολιάσω πως τέτοιου είδους εισαγγελικές προτάσεις λειτουργούν αποτρεπτικά για τα άτομα που θέλουν ή θα θελήσουν στο μέλλον να καταγγείλουν την κακοποίησή τους. Τέτοιου είδους εισαγγελικές προτάσεις μας γυρίζουν πολύ πίσω και είναι και μία ηχηρή απάντηση στην κλασική ερώτηση: «μα γιατί δεν μίλησε;». Εγώ, λοιπόν, την πιστεύω την Γεωργία. Πιστεύω την κάθε Γεωργία. Στο βλακώδες επιχείρημα που διαβάζω πολύ συχνά στα social media «πού ξέρεις ότι λέει την αλήθεια;» ή «πώς ξέρεις ότι δεν προσπαθεί να κερδίσει κάτι;», απαντάω: προτιμώ να εκτεθώ υπερασπιζόμενη κάποιον ή κάποια που ψεύδεται από το να εγκαταλείψω κάποιον ή κάποια που έχει ανάγκη. Εγώ έτσι αισθάνομαι καλά με την συνείδησή μου. Και αυτό θα συνεχίσω να κάνω. Με ρώτησες αν αρκεί η αλληλεγγύη. Όχι, δεν αρκεί. Είναι, όμως, η βάρκα που θα μας περάσει απέναντι. Και η περίπτωση της Γεωργίας είναι πολύ χαρακτηριστική. Όσες και όσοι την πιστεύουμε, οφείλουμε τώρα να αγωνιστούμε περισσότερο από ποτέ για την διαλεύκανση της υπόθεσης και την απονομή δικαιοσύνης. Η αλληλεγγύη γίνεται διεκδίκηση, η διεκδίκηση γίνεται αγώνας και ο αγώνας γίνεται νίκη. Και η νίκη γίνεται παρακαταθήκη για όλες, όλα και όλους μας.

Η ενοχοποίηση και ο στιγματισμός των θυμάτων έμφυλης βίας, πολλές φορές τα αποτρέπουν από το να πουν τι περνούν ή πέρασαν. Εσύ συνομίλησες με κακοποιημένες γυναίκες, σε εμπιστεύτηκαν και μοιράστηκαν μαζί σου τις ιστορίες και τα τραύματά τους. Πώς ένιωσες ακούγοντας και διαβάζοντας όλες αυτές τις ιστορίες και τι μπορεί να κάνεις κάποι@ για να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον για ένα θύμα έμφυλης βίας;

Αυτό που κατάλαβα μιλώντας με τόσες γυναίκες για τόσο τραυματικά γεγονότα είναι πως η δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για τα θύματα έμφυλης βίας ξεκινάει από την απουσία κριτικής. Άλλες ασυνείδητα και άλλες πολύ συνειδητά άρχισαν να δικαιολογούνται για το πώς βρέθηκαν εκεί που κακοποιήθηκαν ή γιατί είχαν σχέση με τον κακοποιητή τους, πριν αρχίσουν καλά-καλά να μου περιγράφουν τι ακριβώς τους είχε συμβεί. Συναντήθηκα με όλες τις επιζώσες έμφυλης βίας που φιλοξενούνται στο βιβλίο μου αρκετές φορές. Κάθε φορά ρωτούσα όλο και λιγότερα και κάθε φορά μου έλεγαν όλο και περισσότερα. Δεν γίνεται να εμπιστευτείς έναν άνθρωπο που παίρνει απέναντί σου τον ρόλο του Ιεροεξεταστή. Αυτομάτως μπαίνεις σε θέση άμυνας. Και ποιος νιώθει ασφαλής όταν βρίσκεται σε άμυνα; Κανείς! Όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν πως δεν τις κρίνω, πως δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να τις στιγματίσω ή να τις φέρω σε δύσκολη θέση, άρχισαν να ανοίγονται και να μου μιλούν για πράγματα που πολλές δεν είχαν μοιραστεί ποτέ με κανέναν άλλο. Για εμένα, αυτή η σύνδεση είναι σπουδαία υπόθεση. Θεωρώ μεγάλη τιμή την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Μου άνοιξαν την καρδιά τους και εγώ προσπάθησα να αποδώσω με σεβασμό και προσοχή όχι μόνο το τραύμα, αλλά και το μήνυμά τους. Πολλές φορές σοκαρίστηκα ακούγοντας αυτές τις γυναίκες να μιλούν και ακόμη περισσότερες φορές θέλησα να κλάψω ή να τις αγκαλιάσω. Όλες οι συζητήσεις μας ήταν πολύ φορτισμένες συναισθηματικά. Ένα από τα πολλά πράγματα που έμαθα συνομιλώντας με αυτές τις δέκα γυναίκες είναι ο σεβασμός του προσωπικού χώρου. Είμαι άνθρωπος που εκφράζω την συμπάθεια και την τρυφερότητά μου με το άγγιγμα και την αγκαλιά. Κατά τη διάρκεια της καταγραφής των μαρτυριών, έμαθα να ρωτάω: «μου επιτρέπεις να σε αγκαλιάσω;». Και όταν πια φτάσαμε στο σημείο να με αγκαλιάζουν εκείνες μόλις αποχαιρετιζόμασταν, ένιωθα βαθιά ευγνωμοσύνη και τεράστια συγκίνηση. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα τραύμα δεν έχουν ανάγκη από οίκτο, έχουν ανάγκη από σεβασμό, κατανόηση, ενσυναίσθηση και απονομή δικαιοσύνης.

*Το βιβλίο της Τζένης Κριθαρά «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ – Προλογίζει ο Νίκος Μπογιόπουλος.


Exit mobile version