Γυναίκα του Διστόμου: Η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία-σύμβολο
ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Γυναίκα του Διστόμου: Η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία-σύμβολο

SHARE THIS

Εβδομήντα έξι χρόνια πέρασαν σήμερα από την ναζιστική κτηνωδεία στο Δίστομο, ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα.

“Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου. Εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις, να προσέχεις. Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου”. Έτσι γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο επίγραμμα για το Δίστομο, το χωριό των “ηρώων και μαρτύρων, των σπαραγμένων λουλουδιών και των σφαγμένων μύρων”.

Οι άνθρωποι κληρονόμησαν ζωντανές μαρτυρίες, φριχτές εικόνες και αναμνήσεις. Αφηγήσεις που σηκώνουν το μαύρο πέπλο μυστηρίου πάνω από τη λέξη “Σφαγή”, αιώνιο ερώτημα πολλών για τον χαρακτηρισμό του ολοκαυτώματος ως τέτοια, την αποφράδα εκείνη μέρα, Σάββατο απόγευμα, 10 Ιουνίου του 1944.

Με την έλευση του Νοέμβρη του 1944 , στο Δίστομο έφτασε και ο ανταποκριτής του αμερικανικού περιοδικού “Life”, Ντμίτρι Κέσελ φωτογραφίζοντας σπίτια, πλατείες και πρόσωπα, μεταξύ αυτών και τη Μαρία Παντίσκα, μία κοπέλα που δεν είχε συμπληρώσει καλά-καλά τα 19 της χρόνια. Με ανασηκωμένα μανίκια αφού λίγο νωρίτερα έπλενε στη σκάφη, νεανικό πρόσωπο αλλά “γερασμένη” από το κλάμα όψη, η φωτογραφία της ήταν η ακριβής απεικόνιση που έψαχνε ο ανταποκριτής για να συνοδεύσει το άρθρο με τίτλο “What the Germans did to Greece”, το οποίο δημοσιεύτηκε στο “Life” στις 27 του ίδιου μήνα. Αρκετά χρόνια αργότερα, η φωτογραφία αυτή έγινε σύμβολο παγκόσμιας εμβέλειας της σφαγής και η Μαρία Παντίσκα (απεβίωσε το 2009) έμεινε γνωστή και ως “Γυναίκα του Διστόμου”.

Το χρονικό της φωτογράφισης

Η Νίκη Μίχα, κόρη της Μαρίας Παντίσκα, μοιράστηκε στο News 24/7 τη στιγμή εκείνης της φωτογράφισης, όπως ακριβώς την είχε ακούσει από τη μητέρα της.

“Όταν είχε έρθει ο Κέσελ στο χωριό, η μητέρα μου ήταν στην αυλή και έπλενε στη σκάφη. Γι’ αυτό έχει και σηκωμένα τα μανίκια και είναι και βρεγμένα, φαίνεται αν το προσέξεις. Τότε, αρκετούς νεκρούς τους είχαν θάψει πολύ κοντά στα σπίτια ή και στις αυλές ακόμα. Εκεί κοντά στο σπίτι της υπήρχε ένας κήπος και είχε αφήσει τη σκάφη για να πάει να ανάψει τα καντήλια. Εννέα καντήλια ήταν. Καθόταν εκεί και μοιρολογούσε. Ο Κέσελ που γύριζε το χωριό και φωτογράφιζε την είδε. Μου είπε ότι όπως έκλαιγε ένιωσε κάποιο χέρι να την χτυπάει στον ώμο. Της είπαν, Μαρία αυτός είναι φωτογράφος έχει έρθει και φωτογραφίζει, αν θες να σε βγάλει κι εσένα. Η μαμά μου δέχτηκε. Το μόνο που έκανε ήταν να της ρίξει το μαντίλι πιο πίσω για να φαίνεται το πρόσωπό της. Την έστησε μπροστά σε έναν τοίχο που υπάρχει μέρι σήμερα και την έβγαλε φωτογραφία. Της είχε μείνει ολοζώντανη αυτή η στιγμή για χρόνια. Όταν δημοσιεύτηκε, της την έστειλαν σε γράμμα. Την είχε τη φωτογραφία από το 1945”.

“Μνήμη-Πένθος-Ελπίδα” σε μία φωτογραφία

Την ημέρα της σφαγής, η Μαρία Παντίσκα δεν ήταν στο Δίστομο. “Μαζί με άλλες κοπέλες του χωριού δούλευαν στον κάμπο, για στάρι και βαμβάκι”, εξομολογείται η κόρη της. “Έχασε τη μαμά της εκείνη τη μέρα, η οποία ήταν σε ένα γειτονικό σπίτι και ετοίμαζαν κόλλυβα για το σαρανταήμερο μνημόσυνο των παιδιών που είχαν εκτελέσει στον Καρακόλιθο. Εκεί τη σκοτώσανε”.

Η Νίκη Μίχα, μπροστά στη φωτογραφία-σύμβολο της μητέρας της, στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού.

Πώς, όμως, η φωτογραφία μίας κοπέλα 18,5 ετών που απουσίαζε εκείνο το εφιαλτικό δίωρο, έφτασε να συνδέει και να αποτυπώνει τα βιώματα και τα συναισθήματα ενός μαρτυρικού τόπου;

“Όταν συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τη σφαγή, ο Δήμος ετοίμαζε μία καμπάνια για την επέτειο. Το σύνθημα ήταν Μνήμη-Πένθος-Ελπίδα. Ο Δήμαρχος μάζευε φωτογραφικό υλικό και είχε ζητήσει όποιος θέλει να παρουσιάσει φωτογραφικό υλικό από τις ημέρες εκείνες. Το κουβεντιάσαμε με τη μητέρα μου και είπαμε να τη δώσουμε, μιας και είχε δημοσιευτεί στο Life. Είχαν πάει πάρα πολλές φωτογραφίες, αλλά αποφασίστηκε ομόφωνα να βάλουν αυτή τη φωτογραφία γιατί συγκέντρωνε και τα τρία στοιχεία του Μνήμη-Πένθς-Ελπίδα. Μνήμη, που θυμόταν τη σφαγή και έκλαιγε. Πένθος, τα μαύρα που φορούσε. Ελπίδα, το νεανικό πρόσωπο.

Η φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα είχε συμπεριληφθεί μεταξύ των καλύτερων φωτογραφιών στο συλλεκτικό τεύχος του “Life”
Από τότε άρχισε ο κόσμος να δείχνει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον. Κάθε χρόνο υπήρχε στις εκδηλώσεις που ετοίμαζε ο Δήμος. Από το εξωτερικό έρχονταν και ρωτούσαν για τη μητέρα μου, της έπαιρναν συνεντεύξεις, ενώ πολλοί ήθελαν να τη γνωρίσουν, άλλοι της ζητούσαν να πάει στην Αμερική. Ήταν ήδη γνωστή η φωτογραφία, αλλά την μεγάλη έκταση την πήρε τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη σφαγή. Ήταν κάτι που χαροποίησε πολύ τη μητέρα μου”.

Αντί επιλόγου: Τα πολύχρωμα ρούχα…

Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες εκείνης της εποχής δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που την έζησαν. Ακόμη και σήμερα, όμως, αν αυτή μπορούσε να αποτυπωθεί με χρώματα, μόνο το φόντο θα άλλαζε. Το Δίστομο των “σπαραγμένων λουλουδιών” που είχε σκεπαστεί από το πένθος για χρόνια, θα είχε την ίδια μαύρη απεικόνιση, με μοναδικά φίλτρα τον πόνο, τη θλίψη, την οργή. Ίσως μάλιστα το πολύχρωμο περίβλημα και οι μαυροντυμένοι κάτοικοι να έκαναν ακόμα πιο αισθητή την αντίθεση, ακόμα πιο μακάβρια την εικόνα.

Eπιζήσαντες της 10ης Ιουνίου 1944

Ο Θανάσης Πανουργιάς, που έχει επίσης διατελέσει Δήμαρχος του χωριού, γεννήθηκε έναν χρόνο μετά τη σφαγή, σε έναν τόπο που μοχθούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Το μαύρο ήταν το χρώμα με το οποίο ταύτισε την παιδική του ηλικία, μεγαλώνοντας ανάμεσα σε μαυρισμένες ψυχές και φορεσιές, όπως και όλα τα παιδιά της γενιάς του.

Η δική του αφήγηση και οπτική από τα νεανικά του χρόνια στο Δίστομο εξηγούν πώς για τους κατοίκους του χωριού, το μαύρο, ήταν για χρόνια το χρώμα το δικού τους ουρανού.

“Το απόγευμα, αν ήσουν στην πλατεία ή στον δρόμο προς το νεκροταφείο, έβλεπες μια στρατιά από γυναίκες, είτε 2-3 ετών ήταν, είτε 80, κρατούσαν ένα σακουλάκι στο χέρι που είχε μέσα το λάδι και πηγαίναν στο νεκροταφείο να ανάψουν τα καντήλια των ανθρώπων τους. Όλες μαυροφορεμένες. Στο Δίστομο, 12 χρόνια μετά τη σφαγή μαύρα φορούσαν, ακόμα και τα μικρά κορίτσια. Ήταν μια μαύρη πόλη.

Ο Θανάσης Πανουργιάς κοιτάζει τις φωτογραφίες με τους μαυροντυμένους ανθρώπους που βρίσκονται στο Μουσείο. Αριστερά, γυναίκες ανάβουν τα καντήλια στους τάφους. Δεξιά, ο Τάκης Σφουντούρης, γνωστός και ως “Παιδί του Διστόμου”.

Εγώ έχω γεννηθεί το 1945. Μετά από 11-12 χρόνια, όταν είχα τελειώσει πια το Δημοτικό ετοιμαζόμουν να πάω Γυμνάσιο. Μέχρι τότε δεν είχα φύγει έξω από το χωριό. Γυμνάσιο, όμως, θα πήγαινα στη Λιβαδειά. Όταν, λοιπόν, με πήρε ο πατέρας μου από εδώ και μπήκαμε στο λεωφορείο να πάμε στη Λιβαδειά, φτάνοντας στο κέντρο της πόλης και μόλις βγήκαμε στην πλατεία τρελάθηκα. Είδα γυναίκες να φοράνε πολύχρωμα ρούχα. Λέω στον πατέρα μου, μπαμπά τι συμβαίνει εδώ, αυτές οι κυρίες γιατί δεν φοράνε μαύρα;”

Πηγή: News 24/7 

Exit mobile version