Όταν το γραφείο μετακομίζει στο σπίτι σου
ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όταν το γραφείο μετακομίζει στο σπίτι σου

SHARE THIS

Τον τελευταίο χρόνο σχεδόν το 50% των εργαζομένων στην Ελλάδα βρίσκονται σε υποχρεωτικό καθεστώς τηλεργασίας, χωρίς κανένα πλαίσιο να διασφαλίζει τα εργασιακά τους δικαιώματα. Σήμερα μιλάμε με την Μαριάννα, οικονομολόγο σε μεγάλη πολυεθνική.  

Είναι μια εικόνα από το μέλλον, που έγινε βίαια παρόν. Εργασία εξ’ αποστάσεως… Με την πανδημία να έχει επιταχύνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, η τηλεργασία φαίνεται πως ήρθε για να μείνει. Και θα μείνει γιατί αποτελεί το τέλειο άλλοθι στο έγκλημα της απορρύθμισης της εργασίας που θα επιχειρήσει ο νεοφιλελευθερισμός στο όνομα της πανδημίας.

Τον τελευταίο χρόνο, σχεδόν το 50% των εργαζομένων στην Ελλάδα βρίσκονται σε υποχρεωτικό καθεστώς τηλεργασίας, χωρίς κανένα πλαίσιο να διασφαλίζει τα εργασιακά τους δικαιώματα.

Η Μαριάννα είναι οικονομολόγος και εργάζεται σε μια μεγάλη πολυεθνική. Από πέρυσι τον Μάρτιο δουλεύει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα μέσω τηλεργασίας, ενώ υπάρχουν και κάποιες εβδομάδες που εκ περιτροπής εργάζεται από τα γραφεία της εταιρείας.

«Το γραφείο έχει μετακομίσει στο σπίτι μου και το σπίτι μου έχει μετατραπεί σε γραφείο», λέει η Μαριάννα περιγράφοντας την εργασιακή πραγματικότητα που έχει επιβληθεί σε χιλιάδες εργαζόμενους, λόγω πανδημίας. «Η μέρα ξεκινάει με μια κεντρική τηλεδιάσκεψη και συνεχίζεται με αλλεπάλληλα emails, τηλέφωνα και βιντεοκλήσεις». «Μάλιστα έχω εκτρέψει το εταιρικό μου νούμερο στο κινητό μου, επομένως αυτό μπορεί να χτυπάει οποτεδήποτε ακόμα και εκτός του τυπικού ωραρίου», σημειώνει. Όπως εξηγεί η εξ’ αποστάσεως εργασία έχει δυσκολέψει πάρα πολύ τη συνεργασία με τους συναδέλφους της, αλλά και τη συνεννόηση με τους  προϊσταμένους της. «Όταν έχεις να δουλέψεις σε ένα ομαδικό πρότζεκτ αναγκαστικά χάνεις πολύ χρόνο προσπαθώντας για το αυτονόητο, να συντονιστείς με τους συνεργάτες σου, ενώ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαθείς στο νήμα των αλλεπάλληλων emails. Μου έχει τύχει, ας πούμε, να με ρωτήσει ανώτερος μου γιατί δεν έκανα ένα κομμάτι δουλειάς που μου είχε ανατεθεί και εγώ να του το έχω στείλει δύο μέρες πριν. Τι είχε συμβεί; Δεν είχε δει το email», σημειώνει η Μαριάννα. «Ένα άλλο πρόβλημα είναι το ότι η ψηφιακή επικοινωνία οδηγεί συνέχεια σε παρεξηγήσεις. Άλλο λες εσύ, άλλο καταλαβαίνει ο άλλος. Πολλές φορές δημιουργείται ένταση γιατί ο ψηφιακός λόγος είναι φύσει πιο ψυχρός», συμπληρώνει.

Η σύνδεση ίντερνετ που είχα στο σπίτι μου δεν άντεχε τις απαιτήσεις που δημιούργησε η τηλεργασία, αναγκάστηκα να κάνω νέο ακριβότερο συμβόλαιο.

Η εταιρεία στην οποία δουλεύει η Μαριάννα δεν έχει παράσχει στους εργαζόμενους της υλικοτεχνικό εξοπλισμό, προκειμένου να διευκολύνει την τηλεργασία. «Κάνω χρήση του προσωπικού μου υπολογιστή και του προσωπικού μου τηλεφώνου. Μάλιστα επειδή η σύνδεση ίντερνετ που είχα στο σπίτι μου δεν άντεχε τις απαιτήσεις που δημιούργησε η τηλεργασία, αναγκάστηκα να κάνω νέο ακριβότερο συμβόλαιο», σημειώνει. «Αν και πια δεν έχουμε τα έξοδα μετακίνησης, οι αποδοχές μας έχουν μειωθεί στην πράξη γιατί οι λογαριασμοί τηλεφωνίας και ίντερνετ έχουν εκτοξευτεί και φυσικά δεν υπάρχει καμία πρόνοια εκ μέρους της εταιρείας μας για αυτό», τονίζει.

Στο μεταξύ ο όγκος της δουλειάς έχει υπερπολλαπλασιαστεί. «Το ωράριο είναι σαν να έχει απλωθεί μέσα στο σύνολο της ημέρας. Και δεν είναι μόνο το ότι θα σε πάρει πια κάποιος με μεγαλύτερη ευκολία στις 10 το βράδυ να σου πει να δεις ένα email ή θα σου πει μέσα στο Σαββατοκύριακο να κάνεις κάτι, μιας και “σπίτι είσαι ούτως ή άλλως”…». «Είναι και το άγχος που έχει απλώσει τη δουλειά», μου εξηγεί η Μαριάννα. «Μπορεί να μην υπάρχει εκ μέρους της εταιρείας ένας συστηματικός κι ευθύς εκφοβισμός, αλλά ένας αδιόρατος φόβος καλλιεργείται εντέχνως, με αποτέλεσμα να νιώθεις ενοχικά που δεν δίνεις το παρών στο γραφείο. Φοβάσαι ότι θα νομίζουν ότι δεν δουλεύεις αρκετά και βάζεις μόνος σου τον εαυτό σου σε μια διαδικασία υπερπροσπάθειας. Μπορεί τυπικά να έχει τελειώσει η μέρα, αλλά ελέγχεις και ξανα-ελέγχεις την ηλεκτρονική αλληλογραφία σου μην τυχόν και σου ζήτησε κάποιος να κάνεις κάτι. Ελέγχεις και ξανα-ελέγχεις τη δουλειά σου μην τυχόν κι έκανες κάποιο λάθος. Προσπαθείς να προετοιμάσεις την επόμενη μέρα, ώστε να είναι πιο βατή. Δεν υπάρχει πια το όριο που βάζει η πόρτα του γραφείου που κλείνεις πίσω σου όταν σχολάς», λέει.

Ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο τίθεται από τους εργαζόμενους σε σχέση με την τηλεργασία, είναι και η δυνατότητα επαγγελματικής ανέλιξης σε συνθήκες εξ΄αποστάσεως εργασίας. «Νιώθω ότι όλη αυτή η υπερπροσπάθεια που καταβάλλω, δεν έχει στην πραγματικότητα κανένα αντίκρυσμα», λέει η Μαριάννα. «Πρόκειται για έναν χρόνο εργασίας που δεν μου άφησε ως παρακαταθήκη μια πορεία που θα μπορούσε να μου ανοίξει νέες πόρτες. Όταν δουλεύεις μακριά από το εργασιακό σου περιβάλλον νιώθεις ότι κανείς δεν αναγνωρίζει τη δουλειά σου και ότι χάνεις ευκαιρίες που ενδεχομένως θα μπορούσες να έχεις», συμπληρώνει.

Ο όγκος της δουλειάς έχει υπερπολλαπλασιαστεί. Το ωράριο είναι σαν να έχει απλωθεί μέσα στο σύνολο της ημέρας.

Ένα θέμα που απασχολεί επίσης έντονα την Μαριάννα είναι αυτό της αποξένωσης μεταξύ συναδέλφων. «Όταν είσαι τουλάχιστον 8 ώρες την ημέρα με τους συναδέλφους σου, θα υπάρξουν κι αυτές οι μικρές στιγμές που θα ανταλλάξεις δυο προσωπικές; κουβέντες, χτίζοντας κοινωνικούς δεσμούς. Υπό το καθεστώς της τηλεργασίας, όμως, έχουμε γίνει ο καθένας από ένα νούμερο που ανταλλάζουμε μεταξύ μας έγγραφα με νούμερα», λέει η Μαριάννα. «Πιστεύω ότι η τηλεργασία βλάπτει σοβαρά την συναδελφική αλληλεγγύη και τον συνδικαλισμό», συμπληρώνει. «Ποιος θα προστατεύσει έναν συνάδελφο που ενδεχομένως να δεχτεί πολύ πιο εύκολα κατά μόνας κακή συμπεριφορά από έναν ανώτερό του; Πώς θα διεκδικήσουμε συλλογικά ένα εργασιακό μας αίτημα, όταν μεταξύ μας θα είμαστε ξένοι;», αναρωτιέται.

Ακόμη και τις εβδομάδες που δουλεύει από τα γραφεία της εταιρείας, όμως, νιώθει ξένη ανάμεσα σε ξένους. «Δουλεύουμε με μάσκες και αποφεύγουμε την φυσική επαφή λόγω του υγειονομικού φόβου», λέει η Μαριάννα. «Άλλωστε δεν έχει ληφθεί και κανένα ιδιαίτερο μέτρο. Δεν έχουν φροντίσει να έχουν ούτε καν αντισηπτικά στους χώρους της εταιρείας. Ο καθένας φέρνει το δικό του», μου λέει. Όταν την ρωτάω αν υπήρξε κρούσμα, η απάντηση είναι αποκαλυπτική για το πως οι χώροι εργασίας έχουν καταστεί εστίες διασποράς του ιού. «Φυσικά και υπήρξε κρούσμα. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν στα αλήθεια αυτό, αλλά το ότι δεν φρόντισε κανένας να μας ενημερώσει. Το απέκρυψαν. Όμως επειδή τα νέα διαδίδονται από στόμα σε στόμα, έφτασε τελικά και στα αυτιά μας. Χωρίς όμως να ξέρουμε ποιος νόσησε, δεν μπορούσαμε να ξέρουμε αν τον έχουμε συναναστραφεί κι αν πιθανόν έχουμε κολλήσει κι εμείς. Τελικά καταλάβαμε ποιος συνάδελφός μας είχε αρρωστήσει όταν τον είδαμε στις τηλεδιασκέψεις να είναι εμφανώς ταλαιπωρημένος από τον πυρετό και να βήχει επί μέρες. Να σημειώσω ότι παρόλο που νοσούσε με κορονοϊό, δούλευε κανονικά από το σπίτι του όλο το διάστημα που ήταν άρρωστος. Δεν σταμάτησε ούτε για μία μέρα…», λέει η Μαριάννα.

Έχω εξουθενωθεί τόσο πολύ ψυχολογικά που πλέον δεν περιποιούμαι τον εαυτό μου, όπως όταν πήγαινα στο γραφείο. Βάζω μια μπλούζα για να είμαι κόσμια στις βιντεοκλήσεις κι από κάτω φοράω πιτζάμες.

Η Μαριάννα παραδέχεται ότι αισθάνεται πιο ασφαλής να εργάζεται εξ’ αποστάσεως, σε κάθε περίπτωση όμως η δουλειά από το σπίτι την έχει κουράσει υπερβολικά. «Νιώθω αποκομμένη από τον κόσμο», λέει η Μαριάννα. «Η καθημερινότητά μου έχει μετατραπεί σε μέρα της μαρμότας. Έχω εξουθενωθεί τόσο πολύ ψυχολογικά που πλέον δεν περιποιούμαι τον εαυτό μου, όπως όταν πήγαινα στο γραφείο. Βάζω μια μπλούζα για να είμαι κόσμια στις βιντεοκλήσεις κι από κάτω φοράω πιτζάμες», λέει. «Αν και δεν μένω πολύ καιρό στο συγκεκριμένο σπίτι, το έχω φάει πια τόσο πολύ με το κουτάλι, που αποφασίσαμε με τον σύντροφό μου, μόλις ηρεμήσει λίγο η όλη κατάσταση, να μετακομίσουμε. Με πνίγει πια το ίδιο μου το σπίτι», θα σημειώσει.

Και δεν την πνίγει μόνο το σπίτι της, αλλά και η όλη κατάσταση. «Θεωρώ ότι η πανδημία είναι μια τραγωδία σαν γεγονός καθ’ αυτό, αλλά σε μεγαλύτερη τραγωδία αναδεικνύεται η διαχείρισή της», λέει η Μαριάννα. «Βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς νυν και αεί lockdown και παρόλ’ αυτά έχουμε περισσότερους από 7.000 νεκρούς. Δηλαδή, πόσους ακόμα πρέπει να πενθήσουμε για να μπουν τα ιδιωτικά συμφέροντα κατά μέρος και να ενισχυθεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας; Στους πόσους διασωληνωμένους θα βρουν μια λύση για τα μέσα μαζικής μεταφοράς; Στα πόσα κρούσματα πρέπει να φτάσουμε για να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα στους χώρους εργασίας;», αναρωτιέται και συμπληρώνει πως «το μόνο που έχει καταφέρει η κυβέρνηση είναι να τσακίσει την κοινωνία».

«Και με την οικονομία τι θα γίνει;», την ρωτάω ως οικονομολόγο. «Τhe worst is yet to come…», θα μου πει και θα διακόψουμε, για να σηκώσει το τηλέφωνό της που δεν έχει σταματήσει να χτυπά.

Exit mobile version