Η αποχή είναι ένα σύμπτωμα της κρίσης της δημοκρατίας που βιώνουμε
AP PHOTO CHRISTOPHE ENA
ΚΟΣΜΟΣ

Η αποχή είναι ένα σύμπτωμα της κρίσης της δημοκρατίας που βιώνουμε

SHARE THIS

Συζητήσαμε με τον Αντώνη Γαλανόπουλο, υποψήφιο διδάκτορα στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τις νέες εξελίξεις στη γαλλική πολιτική σκηνή μετά το δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, το νέο χάρτη της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, τι να περιμένουμε ή να μην περιμένουμε το επόμενο διάστημα.

Δύο μήνες μετά την επανεκλογή του Εμανουέλ Μακρόν, η παράταξη του προέδρου της Γαλλίας βγήκε ουσιαστικά ηττημένη από το δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών που διεξήχθη την Κυριακή 19 Ιουνίου, καθώς στερείται της απόλυτης πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση.

Το εκλογικό αποτέλεσμα, το νέο πολιτικό σκηνικό και οι ισορροπίες που διαμορφώνονται στη Γαλλία αναμένεται να επηρεάσουν τις εξελίξεις σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο και ιδιαίτερα στην ΕΕ. Συζητήσαμε με τον Αντώνη Γαλανόπουλο, υποψήφιο διδάκτορα στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τις νέες αυτές ισορροπίες, το νέο χάρτη της γαλλικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, τι να περιμένουμε ή να μην περιμένουμε το επόμενο διάστημα.

Ο Μακρόν επανεκλέχθηκε στην προεδρία, έχασε όμως την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Το τελικό πρόσημο για τον ίδιο είναι θετικό ή αρνητικό τελικά;

Χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός πως ο Μακρόν επανεκλέχθηκε πρόεδρος και η συμμαχία του αποτελεί το μεγαλύτερο πολιτικό μπλοκ στο Γαλλικό κοινοβούλιο, το πρόσημο θα λέγαμε πως είναι αρνητικό. Η ψήφος στον Μακρόν στις προεδρικές εκλογές δεν ήταν -σε μεγάλο ποσοστό- μια ψήφος θετική υπέρ του προγράμματός του. Σύμφωνα με το Ipsos, το 42% ψήφισε τον Μακρόν για να εμποδίσει μια νίκη της Λε Πεν και όχι γιατί θεωρούσαν ότι ο Μακρόν θα ήταν ένας καλός πρόεδρος. Ακόμη και έτσι, η διαφορά του από τη Μαρίν Λε Πεν μειώθηκε από τις 32 στις 17 μονάδες. Ας μη ξεχνάμε, επίσης, ότι ο Μακρόν αναδεικνύεται για πρώτη φορά πρόεδρος το 2017 μετά την αποτυχημένη θητεία του Ολάντ και εν μέσω του σκανδάλου γύρω από τον Φιγιόν, του υποψηφίου της παραδοσιακή Δεξιάς, ο οποίος τρείς μήνες πριν τις κάλπες και έως την αποκάλυψη της υπόθεσης προηγούνταν του Μακρόν στις δημοσκοπήσεις.

Όσο για τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, αρκεί μόνο να αναφέρουμε τρία στοιχεία: 1) το προεδρικό μπλοκ έχασε 105 έδρες (350 το 2017), 2) για πρώτη φορά, στην 5η Γαλλική Δημοκρατία, το κόμμα του Προέδρου δεν προηγείται στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών που ακολουθούν τις προεδρικές και 3) οι 245 έδρες που συγκέντρωσε το Ensemble είναι ο χαμηλότερος αριθμός εδρών που συγκεντρώνει ένα κόμμα που κερδίζει τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών από το 1993. Όπως σχολίασε εύστοχα η Liberation, πρόκειται ξεκάθαρα για ένα χαστούκι απέναντι στην πολιτική αλλά και το στυλ διακυβέρνησης του προέδρου Μακρόν.

Παρόλα αυτά, ο Γάλλος πρόεδρος διατηρεί ακόμα περιθώρια κινήσεων αναζητώντας είτε τη συνεννόηση ή τη συνεργασία της παραδοσιακής Δεξιάς είτε ad hoc συναινέσεις σε βασικά πολιτικά ζητήματα. Η εκτίμηση είναι πως θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει το επιχείρημα της ακυβερνησίας, εμφανιζόμενος ως εγγυητής της ομαλότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και τα σενάρια για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας ακόμη και με τη συμμετοχή της Λε Πεν, σενάρια που ναυάγησαν.

Έγραψες για τριχοτόμηση της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Πες μας λίγο παραπάνω γι’ αυτό.

Η τριχοτόμηση δεν είναι ένα δικό μου επιχείρημα. Μπορώ να ισχυριστώ ότι είναι επιχείρημα του ίδιου του Γάλλου προέδρου. Μεταξύ των δυο γύρων των προεδρικών εκλογών, είχε δηλώσει ότι τα τρία τέταρτα των ψηφοφόρων εκφράστηκαν υπέρ τριών σχεδίων: για ένα ριζοσπαστικό σχέδιο της άκρας δεξιάς, για ένα σχέδιο της άκρας αριστεράς με τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ο οποίος εκφράζει μια πολιτική ριζοσπαστικότητα, που συνδέεται ιδίως με τον καπιταλισμό και για το δικό του σχέδιο που ο ίδιος χαρακτήρισε ως σχέδιο του ακραίου κέντρου. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ πόσο λοιδορήθηκαν όσοι χρησιμοποιούσαν τον όρο «ακραίο κέντρο» στην Ελλάδα, εάν και είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς (βλ. το βιβλίο The Extreme Centre: A Warning του Tariq Ali to 2015) και πλέον τον οικειοποιήθηκε και ο ίδιος ο Μακρόν.

Η ψήφος στον Μακρόν στις προεδρικές εκλογές δεν ήταν -σε μεγάλο ποσοστό- μια ψήφος θετική υπέρ του προγράμματός του.

Αυτή η τριχοτόμηση αποτυπώθηκε πρόσφατα και στις βουλευτικές εκλογές, όπου το κέντρο πιέστηκε και είχαμε την παράλληλη άνοδο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης της αριστεράς και της άκρας δεξιάς. Η εικόνα αυτή είναι αποτέλεσμα και της υποκατάστασης της παραδοσιακής δεξιάς από το κόμμα της Λε Πεν και του Σοσιαλιστικού Κόμματος από την Αριστερά, με την Ανυπότακτη Γαλλία να αποτελεί πια το μεγαλύτερο κόμμα εντός του μπλοκ της Αριστεράς. Οι τάσεις υποκατάστασης υπήρχαν ήδη από τις προεδρικές εκλογές του 2017, πραγματώθηκαν με εντυπωσιακό τρόπο στις φετινές προεδρικές εκλογές όπου Σοσιαλιστικό Κόμμα και Δεξιά σημείωσαν ιστορικά χαμηλά αποτελέσματα και εν τέλει αποτυπώθηκαν και στις βουλευτικές εκλογές. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, να θυμηθούμε ότι τα δυο παραδοσιακά κόμματα της (κεντρο)δεξιάς και της (κεντρο)αριστεράς κατέγραψαν μαζί κάτω από 7% στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές.


Αποτύπωση της Γαλλικής βουλής το 2017 (πάνω) και το 2022 (κάτω)

Αποτύπωση της Γαλλικής βουλής το 2017 (πάνω) και το 2022 (κάτω)

Πως αξιολογείς την απόδοση του NUPES και του Μελανσόν;

Η συγκρότηση της NUPES, της Νέας Λαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίστηκε ως ένα πολύ ευχάριστο νέο εντός και εκτός Γαλλίας. Ο δημοσιογράφος Cole Stangler έγραψε στους New York Times ότι κάτι εκπληκτικό συμβαίνει στη Γαλλία.

Στις προεδρικές εκλογές δεν υπήρξε καμία ουσιαστική προσπάθεια για μια κοινή υποψηφιότητα -που μάλλον θα μπορούσε να περάσει στον δεύτερο γύρο- αλλά έσπασαν και οι συμμαχίες που υπήρχαν το 2017. Το αποτέλεσμα που πέτυχε ο Μελανσόν στις προεδρικές εκλογές σίγουρα λειτούργησε καταλυτικά για την επίτευξη της συμφωνίας κοινής καθόδου στις βουλευτικές. Η τακτική του Μελανσόν να επενδύσει στις βουλευτικές εκλογές, τις οποίες παρουσίασε ως τρίτο γύρο των εκλογών, με βασικούς στόχους να αφαιρέσει την απόλυτη πλειοψηφία από τον Μακρόν και να επιβάλει μια «συγκατοίκηση» με τον ίδιον ως πρωθυπουργό αποδείχθηκε αρκετά έξυπνη. Η NUPES, κερδίζοντας 142 έδρες, διπλασίασε τις έδρες της Αριστεράς στη Βουλή. Εάν δούμε το αποτέλεσμα σε επίπεδο ψήφων και όχι εδρών, η άνοδος είναι πολύ σημαντική. Ξεπέρασε τα 6,5 εκ. ψήφους (από περίπου 2,5 εκ. το 2017) και έφτασε σε ποσοστό στο 32,6% (από περίπου 14%).

Σε έναν βαθμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει ένα κοινό εκλογικό ακροατήριο ή υπάρχει ένα εκλογικό σώμα που παλιότερα μπορεί να ψήφιζε κάποια εκδοχή Αριστεράς και τώρα το κόμμα της Λε Πεν.

Αρκετοί στην Ελλάδα επιχείρησαν να υποτιμήσουν το αποτέλεσμα, να δηλώσουν απογοητευμένοι ή να μιλήσουν για μια Αριστερά που ενδιαφέρθηκε για τον ριζοσπαστισμό περισσότερο από την κυβέρνηση. Τέτοιες θέσεις, φοβάμαι πως, βασίζονται σε στερεοτυπικές προσεγγίσεις και αποσπασματική γνώση των δεδομένων. Εδώ να σημειώσουμε ότι δεκάδες οικονομολόγοι, μεταξύ αυτών οι Piketty, Saez και Zucman, στήριξαν με ανοικτή επιστολή τους το πρόγραμμα της NUPES.

Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά έχει μπροστά της να αντιμετωπίσει σοβαρά ζητήματα. Ένα πρώτο ζήτημα είναι η κοινοβουλευτική παρουσία της Αριστεράς τα επόμενα χρόνια. Η NUPES ήταν ένας εκλογικός σχηματισμός και ήδη η πρόταση Μελανσόν για ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα απορρίφθηκε από τα κόμματα. Ακόμα πιο σημαντικό ζήτημα είναι η αξιοποίηση των ευνοϊκών συνθηκών που εξασφάλισε το συμμαχικό αυτό σχήμα για την ανασύνταξη συνολικά της Αριστεράς στη Γαλλία. Και τέλος, η προετοιμασία της πληθυντικής Αριστεράς για τις επόμενες προεδρικές εκλογές στις οποίες ο Μακρόν δεν θα είναι υποψήφιος. Φαντάζει κάπως μακρινό αλλά είναι ιδιαίτερα κρίσιμο εάν σκεφτούμε την κατάρρευση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές και το γεγονός πως ο Μελανσόν έχει τρέξει ήδη 3 καμπάνιες για την προεδρία.


Ο Αντώνης Γαλανόπουλος

Ο Αντώνης Γαλανόπουλος

Πόσο «μεγάλωσε» εκλογικά η Λεπέν;

Μεγάλωσε πολύ αλλά δεν μιλάμε για μια ξαφνική και μετεωρική άνοδο όπως υποδεικνύει η σύγκριση των εδρών μεταξύ του 2017 και του 2022. Δεν έχουμε, προφανώς, έναν δεκαπλασιασμό της εκλογικής δύναμης αλλά μια μεγέθυνση της κοινοβουλευτικής παρουσίας που εξηγείται περισσότερο από την κατάρρευση του λεγόμενου «ρεπουμπλικανικού μετώπου».

Να δούμε τα νούμερα για να γίνει κατανοητό. Το 2017 το κόμμα της Λε Πεν αποσπά 3 εκ. ψήφους στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών και μόλις 1,5 εκ. στον δεύτερο γύρο. Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, κέρδισε 4,2 εκ. ψήφους στον πρώτο και 3,5 εκ. ψήφους στον δεύτερο γύρο. Πρόκειται, προφανώς, για μια αξιοσημείωτη άνοδο αλλά το σημαντικότερο εδώ είναι η μικρή απώλεια που είχε από τον πρώτο στον δεύτερο γύρο. Αυτή είναι η αριθμητική αποτύπωση της αποτυχίας του «ρεπουμπλικανικού μετώπου». Φαίνεται πως είναι πιο εύκολο για τα στελέχη του κόμματος Μακρόν να επικαλούνται το «ρεπουμπλικανικό μέτωπο» όταν πρόκειται να κερδίσουν από αυτό, παρά να συμμετέχουν σε αυτό ρισκάροντας να κερδίσει η Αριστερά. Η προσπάθεια δαιμονοποίησης της Αριστεράς το διάστημα πριν τον δεύτερο γύρο συνέβαλε σίγουρα σε αυτό το αποτέλεσμα.

Το εκλογικό σύστημα (μονοεδρικές περιφέρειες με πλειοψηφικό σύστημα δυο γύρων) και το «ρεπουμπλικανικό μέτωπο» ήταν αυτά που εμπόδιζαν το κόμμα της Λε Πεν να αποκτήσει σημαντική κοινοβουλευτική παρουσία. Αυτό είναι το μεγάλο ιστορικό επίτευγμα της Λε Πεν σε αυτές τις εκλογές. Να τονίσουμε, επιπλέον, ότι καθώς η NUPES είναι σχήμα συνεργατικό και όχι κόμμα, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στη βουλή της Γαλλίας είναι αυτό της Λε Πεν.

Η μεγάλη άνοδος της ίδιας της Λε Πεν προσωπικά έχει ήδη γίνει, φυσικά, στις προεδρικές εκλογές όπου κατέγραψε το ιστορικά υψηλότερο ποσοστό που κερδίζει ποτέ ακροδεξιά υποψηφιότητα (41,5% και 13 εκ. ψήφους) εμφανιζόμενη σχεδόν σαν μια άλλη mainstream υποψηφιότητα.

Λεπέν και Μελανσόν στοχεύουν σε κοινά εκλογικά ακροατήρια; Αν ναι, πόσο θα μπορούσε αυτό να επηρεάσει τη μεταξύ τους δυναμική;

Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα και δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Ιδιαίτερα χρήσιμη για εμένα ήταν η προσέγγιση του Ντιντιέ Εριμπόν στο βιβλίο Επιστροφή στη Ρενς (εκδόσεις Νήσος, 2020). Ο Γάλλος συγγραφέας μας λέει ότι πρέπει να κατανοήσουμε τη ψήφο των λαϊκών στρωμάτων στη Λε Πεν ως αποτέλεσμα της μετάλλαξης της παραδοσιακής Αριστεράς. Η ψήφος αυτή γίνεται κατανοητή από τους ίδιους τους ψηφοφόρους ως ύστατο μέσο των στρωμάτων αυτών να υπερασπιστούν μια συλλογική ταυτότητα, να εκφράσουν την οργή τους, να ψηφίσουν αυτό που φαίνεται να ενοχλεί τους «αστούς» και την «εξουσία». Ο κοινός τόπος των γαλλικών λαϊκών τάξεων υπέστη ριζική μεταμόρφωση, ισχυρίζεται ο Εριμπόν, μέσα από την συνάρθρωση των λαϊκών-εργατικών αιτημάτων με ξενοφοβικά και εθνικιστικά προτάγματα και την επικράτηση της ιδιότητας του «Γάλλου».

Ο Μακρόν παίζει το χαρτί της θεωρίας των δυο άκρων ήδη.Έχουμε δει και στην Ελλάδα το πόσο επιζήμια είναι η θεωρία των δυο άκρων, όταν πολιτικοί επιχειρούσαν να εξισώσουν την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής με κόμματα της Αριστεράς.

Επομένως, σε έναν βαθμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει ένα κοινό εκλογικό ακροατήριο ή υπάρχει ένα εκλογικό σώμα που παλιότερα μπορεί να ψήφιζε κάποια εκδοχή Αριστεράς και τώρα το κόμμα της Λε Πεν. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε για αυτό το γεγονός. Επιλέγουμε ως αντίδραση την λοιδορία, την περιφρόνηση ή την ηθική επίκριση αυτών των ανθρώπων; Είναι μια πρακτική που θα μπορούσε να φέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα;

Ο Μελανσόν φαίνεται ότι ακολούθησε μια στρατηγική διεκδίκησης αυτής της λαϊκής ψήφου. Μια επιλογή υπέρ της οποίας επιχειρηματολογεί και η Σαντάλ Μουφ, όταν ισχυρίζεται ότι μια αριστερή λαϊκιστική στρατηγική θα μπορούσε να κερδίσει πίσω αυτούς τους ψηφοφόρους, προσφέροντάς τους ένα διαφορετικό λεξιλόγιο για να εκφράσουν τα αιτήματά τους. Αυτό που χρειάζεται είναι η επιλογή μιας πολιτικής δύναμης να εμπλακεί με τα λαϊκά αιτήματα και να προσφέρει εναλλακτική απέναντι στο κατεστημένο.

Εκτιμάς ότι ο Μακρόν θα παίξει το χαρτί της «θεωρίας των δύο άκρων»;

Ο Μακρόν παίζει το χαρτί της θεωρίας των δυο άκρων ήδη. Το είδαμε και νωρίτερα με τη δήλωση του για τα τρία «άκρα» και τη -διαφορετική- ριζοσπαστικότητα που χαρακτηρίζει τη Λε Πεν και τον Μελανσόν. Το είδαμε με την αμφίσημη και αντιφατική στάση των στελεχών του κόμματος του προέδρου όταν καλούνταν να τοποθετηθούν για τη «γραμμή» του κόμματος στις περιφέρειες που συγκρούονταν η NUPES και το κόμμα της Λε Πεν. «Δεν θα υποκύψουμε στα άκρα» ήταν η πρώτη δήλωση της πρωθυπουργού Borne ενώ στη συνέχεια έκανε λόγο για κατά περίπτωση ψήφο στις περιφέρειες όπου η επιλογή είναι μεταξύ αριστεράς και ακροδεξιάς, πριν αναγκαστεί να ανασκευάσει το ίδιο βράδυ. Υπήρξε προσπάθεια να φανούν τα δυο κόμματα ως εξίσου ακραία ενώ πάλι η πρωθυπουργός της Γαλλίας έφτασε σε σημείο να υποστηρίξει ότι το πρόγραμμα του Μελανσόν είναι το πιο ακραίο και πως δεν φέρει τις αξίες της δημοκρατίας. Μπροστά στον πανικό μιας ενδεχόμενης ήττας, το κόμμα του Μακρόν υιοθέτησε μια ρητορική που εν τέλει ευνόησε την ακροδεξιά. Για αυτόν τον λόγο, ο δημοσιογράφος Owen Jones υποστήριξε, με κάπως οξύ λόγο, ότι ο Μακρόν λειτούργησε ως «θεραπαινίδα του φασισμού». Σε κάθε περίπτωση, ο Aurelien Mondon, από το πανεπιστήμιο του Bath, έχει αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο του Μακρόν στην κανονικοποίηση της γαλλικής ακροδεξιάς.

Η αποχή είναι ένα σύμπτωμα της κρίσης της δημοκρατίας που βιώνουμε. Ολοένα και περισσότερος κόσμος στις σύγχρονες δημοκρατίες αισθάνεται είτε ότι δεν του προσφέρεται μια πραγματική επιλογή μεταξύ διαφορετικών εναλλακτικών επιλογών είτε ότι δεν έχει δύναμη, ότι η ψήφος του δεν μετράει.

Έχουμε δει και στην Ελλάδα το πόσο επιζήμια είναι η θεωρία των δυο άκρων, όταν πολιτικοί επιχειρούσαν να εξισώσουν την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής με κόμματα της Αριστεράς. Οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές αυτής της ιδέας, επιχειρώντας να απονομιμοποιήσουν ή να στιγματίσουν ηθικά τα κόμματα της Αριστεράς, ενισχύουν τις προσπάθειες των ακροδεξιών κομμάτων για «αποδαιμονοποίηση» και διακινδυνεύουν να σχετικοποιήσουν την ακροδεξιά και νεοναζιστική απειλή. Ίσως η επιλογή αυτή να φέρει πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη αλλά ο μόνος που κερδίζει μακροπρόθεσμα είναι η ίδια η ακροδεξιά.

Γιατί υπήρξε τόσο υψηλό ποσοστό αποχής; Η GenZ δεν στηρίζει την αριστερά;

Παρότι είναι το τελευταίο ερώτημα, είναι ίσως το σημαντικότερο ζήτημα που συχνά δεν συζητάμε όσο θα έπρεπε. Στη Γαλλία, βλέπουμε την αποχή παγιωμένη και στις βουλευτικές εκλογές πλειοψηφική. Hαποχή κινήθηκε στο 52% στον πρώτο και στο 54% στον δεύτερο γύρο.  To 2017 είχε φτάσει στο 57% στον δεύτερο γύρο. Τα στοιχεία του Ipsos δείχνουν ότι απείχαν περισσότερο οι εργάτες (67%), όσοι και όσες κερδίζουν κάτω από 1250 ευρώ το μήνα (64%), όσοι και όσες αυτοπροσδιορίστηκαν ως μέλη της μη προνομιούχας κοινωνικής τάξης (65%).

Η αποχή είναι ένα σύμπτωμα της κρίσης της δημοκρατίας που βιώνουμε. Ολοένα και περισσότερος κόσμος στις σύγχρονες δημοκρατίες αισθάνεται είτε ότι δεν του προσφέρεται μια πραγματική επιλογή μεταξύ διαφορετικών εναλλακτικών επιλογών είτε ότι δεν έχει δύναμη, ότι η ψήφος του δεν μετράει. Σε κάποιους φαίνεται αντιφατικό να μην ασκεί κανείς το δικαίωμα της ψήφου την ίδια στιγμή που διαμαρτύρεται γιατί η ψήφος του νιώθει ότι έχει μικρότερη αξία. Για πολλούς, όμως, αυτή είναι μια ύστατη επιλογή. Όταν το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί ατάραχο και ανεπηρέαστο από το γεγονός ότι –σε ορισμένες χώρες- η πλειοψηφία απέχει, αποκαλύπτεται ακόμα περισσότερο ως κυνικό και αδιάφορο στα μάτια αυτών των πολιτών, ενισχύοντας εν τέλει τις τάσεις πολιτικής αποξένωσης.

Τα κόμματα,  σε πολλές περιπτώσεις, φαίνεται να έχουν χάσει τόσο τα εργαλεία για να κατανοήσουν την αποχή με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σε κάθε εθνικό πλαίσιο, σε κάθε επαγγελματική, κοινωνική ή ηλικιακή ομάδα, όσο και τη γλώσσα για να προσεγγίσουν και να μιλήσουν στους –διαφορετικούς- ανθρώπους που επιλέγουν την αποχή. Κι όμως εκεί κρύβεται –και- ένα πολιτικό δυναμικό.

Βλέποντας τα στοιχεία πιο λεπτομερώς, η αποχή έφτασε στο 71% στη Gen Z, δηλαδή στην ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών. Είναι το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής που εντοπίστηκε σε οποιαδήποτε κατηγορία. Γνωρίζουμε λίγα πράγματα για τη Gen Z, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα συγκεκριμένα. Αξίζει να αναφέρουμε ότι αυτήν την περίοδο πραγματοποιείται μια ενδιαφέρουσα ερευνητική δουλειά για τη Gen Z από το Ινστιτούτο Eteron. Είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς μια μοναδική ταυτότητα στη Gen Z. Γνωρίζουμε, και φαίνεται να αποδεικνύεται, ότι είναι μια γενιά που έχει προοδευτικές αξίες στα κοινωνικά ζητήματα και συνδυάζει υλιστικά και μετα-υλιστικά προτάγματα. Είναι, όμως, δύσκολο να πει κανείς εάν είναι μια γενιά αριστερή, αριστερόστροφη, όπως έχει γράψει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, ή ριζοσπαστικά προοδευτική. Όπως ακριβώς είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς τι ακριβώς σημαίνει κάθε μια από αυτές τις ταμπέλες σήμερα για την ίδια τη Gen Z, η οποία δείχνει ταυτόχρονα και μια στάση κομματικής αποστασιοποίησης.

Η Gen Z θα μπορούσαμε να πούμε πως κινείται μεταξύ προοδευτικών αξιών και αποξένωσης από το πολιτικό και κομματικό σύστημα. Αυτό έδειξαν και οι γαλλικές εκλογές, όπου δήλωνε στις έρευνες ότι στηρίζει περισσότερο τις υποψηφιότητες της Αριστεράς ή αιτήματα που συνδέονται με την Αριστερά και ταυτόχρονα να απείχε μαζικά. Εάν αναζητούμε μια εξήγηση για αυτό, αρκεί να δούμε μια έρευνα του YouGov, σύμφωνα με την οποία οι νέοι ηλικίας 18-24 είναι λιγότερο πιθανό –σε σχέση με τις άλλες ηλικιακές ομάδες- να πουν ότι η δημοκρατία στη χώρα τους ικανοποιεί τα συμφέροντά τους.

Αυτά είναι πολύ αρνητικά σημάδια για το μέλλον των σύγχρονων δημοκρατιών. Η αναζωογόνηση της δημοκρατίας απαιτεί κάτι παραπάνω από διακοσμητικές, επιφανειακές αλλαγές ή ρηχές επικοινωνιακές παρεμβάσεις.

Exit mobile version