Η επιστροφή της «ροζ παλίρροιας» στη Λατινική Αμερική: Εξελίξεις, προκλήσεις, ηγέτες
ΚΟΣΜΟΣ

Η επιστροφή της «ροζ παλίρροιας» στη Λατινική Αμερική: Εξελίξεις, προκλήσεις, ηγέτες

SHARE THIS

Θρυαλλίδα των εξελίξεων υπήρξε η ραγδαία μετάδοση της Covid-19 στον πληθυσμό της Λατινικής Αμερικής, όταν και επανήλθαν στην επιφάνεια πολλές από τις εκφάνσεις των διαιρετικών τομών Αριστεράς-Δεξιάς.

Το 2021 βρήκε τη Νότια, ή άλλως Λατινική, Αμερική σε περίοδο έντονων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών. Κοινωνικά κινήματα επηρέασαν βαθύτατα τις εκλογικές διαδικασίες και αποτύπωσαν τους κοινωνικούς-ταξικούς και ιδεολογικούς διαχωρισμούς, στη Χιλή (2019-2020), τη Κολομβία (2021) αλλά και το Περού, όπου η χώρα στην κυριολεξία «χωρίστηκε στα δύο» ενόψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών (2021) ανάμεσα στην υπερδεξιά υποψήφια Fujimori -κόρη του πρώην Προέδρου της χώρας- και στον αυτοδημιούργητο εκπρόσωπο των ιθαγενών Ινδιάνων, δάσκαλο και συνδικαλιστή Pedro Castillo, με τον τελευταίο τελικά να επικρατεί οριακά (50,1%). Οι εξελίξεις αυτές άφησαν το στίγμα τους, προμηνύοντας νέες και στις υπόλοιπες χώρες για το 2022.

Θρυαλλίδα των εξελίξεων υπήρξε η ραγδαία μετάδοση της Covid-19 στον πληθυσμό της Λατινικής Αμερικής από το 2020, όταν και επανήλθαν στην επιφάνεια πολλές από τις εκφάνσεις των διαιρετικών τομών Αριστεράς-Δεξιάς με αφορμή την πανδημία.

Χιλή

Με ώθηση από την επικράτηση των αριστερών-προοδευτικών δυνάμεων στο Περού στις προεδρικές (αλλά και στις βουλευτικές) εκλογές, αλλά και την εδραίωση της διακυβέρνησης του κινήματος που ανέδειξε σε Πρόεδρο τον Evo Morales την προηγούμενη δεκαετία MAS (Movimento Al Socialismo) στη Βολιβία από τα τέλη του 2019 και την θριαμβευτική επάνοδο του τελευταίου στην χώρα, η Αριστερά της Χιλής, έπειτα από χρόνια παραγκωνισμού προς όφελος της κεντροαριστερής συμμαχίας «Concertación», που κάλυπτε σχεδόν όλο το φάσμα αριστερά του κέντρου, μπορούσε πλέον να ελπίζει για τις εκλογές του Νοεμβρίου, παρά την οριακή αποτυχία της επανόδου στην κυβέρνηση του πολιτικού φορέα Union de Esperanza με επικεφαλής τον Andres Arauz.

Ήταν όμως στα αλήθεια τόσο βάσιμες οι ελπίδες; Τι ρόλο θα έπαιζε η πολυδιάσπαση των προοδευτικών  και συντηρητικών δυνάμεων, η οποία διαφαινόταν ήδη, από τον Μάη του 2021, όταν διεξήχθησαν οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών της Συντακτικής Συνέλευσης, που θα αποφάσιζε την κατεύθυνση, αλλά και τις αλλαγές ή μη στο ισχύον (πινοσετικό) σύνταγμα;

Ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων εξαρτιόταν την φορά αυτή από τα κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης και αντίστασης στην κυβέρνηση του Sebastian Piñera, που συντόνισαν την δράση τους στους δρόμους (2019 & 2020), αποτελώντας το λαϊκό ξέσπασμα κατά της νεοφιλελεύθερης «συνταγής» πολιτικής, τόσο στον τομέα της οικονομίας και του κοινωνικού κράτους, όσο και στη διαχείριση των «αρμών της εξουσίας», έπειτα από επανειλημμένα σκάνδαλα διαφθοράς.

Αναδείχτηκε λοιπόν μία ευρεία λαϊκή προοδευτική πλειοψηφία, ικανή να αντιπαρατεθεί σθεναρά σε κάθε υποψήφιο από τον χώρο της μετριοπαθούς Σοσιαλδημοκρατίας (π.χ. Yasna Provoste), αλλά και της Δεξιάς (π.χ. Sebastian Sichel), όπως έγινε και στις εκλογές για τη  Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Η Αριστερά ξεπέρασε τις εσωτερικές της διαφωνίες σε μεγάλο βαθμό με την διεξαγωγή εσωτερικών «προκριματικών εκλογών» (Primarias), τις οποίες διοργάνωσαν τα δύο κόμματα-φορείς της πολιτικής αλλαγής, «Apruebo Dignidad» (Εγκρίνω την Αξιοπρέπεια) και Lista del Pueblo (Συνδυασμός του Λαού),  που είχαν λάβει αθροιστικά 35% στις εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση.  Αναμετρήθηκαν ο «παραδοσιακός»  Daniel Jadue του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής με τον νεαρότερο Gabriel Boric της «Convergencia Social» (Κοινωνική Σύγκλιση), που επικράτησε τελικά  με 56%, έναντι 44% του πρώτου.

Στην προεκλογική του εκστρατεία ο Boric, στηρίχτηκε στα κοινωνικά κινήματα, που τον είχαν άλλωστε αναδείξει ως εμβληματική φυσιογνωμία προ δεκαετίας. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην εξάλειψη της έμφυλης βίας, στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, κυρίως στους τομείς της υγείας και της παιδείας, αλλά και στον κοινωνικό έλεγχο μεγάλων πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας (ενέργεια – ύδρευση),  που είχαν ιδιωτικοποιηθεί κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Pinochet.  Καθώς η προεκλογική εκστρατεία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη,  εξελισσόταν η πτώση της δημοφιλίας του  υποψηφίου της Δεξιάς Sichel προς όφελος του πλέον αυταρχικού και φανατικά υπέρμαχου της περιόδου Pinochet υποψηφίου, José Antonio Kast. Το συντηρητικό ρεύμα (κυρίως της επαρχίας) της Χιλής συσπειρώθηκε τελικά  σε μεγάλο ποσοστό στον πρώτο γύρο, όπου μάλιστα ο Kast κατέλαβε την 1η θέση μεταξύ όλων των υποψηφίων (27,9 % έναντι 25,8 % του Boric, που πέρασε στον 2ο γύρο ως  2ος).

Ψήφος ανά φύλο και ηλικία στον 2ο γύρο των Προεδρικών Εκλογών της Χιλής, 2021. Το μίγμα κόκκινου και πράσινου αντιστοιχεί στον Boric, ενώ το μαύρο στον Kast.

Από τις  21 Νοέμβρη έως τις  19 Δεκέμβρη 2021, ο Boric κατάφερε να  ξεπεράσει το αρχικό σοκ της πρωτιάς του Kast και να συστρατεύσει  δυνάμεις για την νίκη στον 2ο γύρο. Αυτό επιτεύχθηκε μέσω της προσέγγισης ψηφοφόρων του λεγόμενου «μεσαίου χώρου» και της αύξησης της προσέλευσης στις κάλπες (αύξηση έγκυρων ψήφων κατά 1,3 εκατομμύρια σχεδόν, μεταξύ 1ου και 2ου γύρου), δίνοντας ξεκάθαρη νίκη στον Boric  με 55,9 έναντι 44,1 % του αντιπάλου του. Σημαντικό ωστόσο ρόλο για την επικράτηση διαδραμάτισε και η διαφοροποίηση στις νεαρές και μεσαίες ηλικίες των ψηφοφόρων, που τάσσονταν υπέρ του Boric, καθώς και η επικράτησή του στο Santiago, τόσο στις λαϊκές και μεσοαστικές συνοικίες όσο και σε ορισμένες μεγαλοαστικές περιοχές.

Χάρτης του 2ου γύρου των Προεδρικών Εκλογών στη Χιλή. Πάνω δεξιά η Μητροπολιτική Περιοχή του Santiago, βαμμένη με κόκκινο.

Τη νίκη του Boric επικρότησαν οι απανταχού προοδευτικές δυνάμεις. Έχοντας πλέον  ισχυρή εντολή «να αλλάξει τα πάντα στη χώρα», έστω και αν δεν έχει κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία στα νομοθετικά σώματα της Βουλής και της Γερουσίας (απαραίτητα για την έγκριση των μεταρρυθμίσεων), επιλέγει ριζικές αλλαγές στην σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου (πλέον 14 από τους 24 υπουργούς είναι γυναίκες), εμφαίνει στην προτεραιοποίηση του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής (επικεφαλής η Maisa Rojas, διαπρεπής επιστήμονας στον σχετικό τομέα), και σηματοδοτεί τη σύγκλιση της οικονομίας  με τον «ρεαλισμό» (τοποθέτηση του  «κεντρογενή» Mario Marcel). Σε κάθε περίπτωση, η νέα κυβέρνηση μένει να δοκιμαστεί και να κριθεί από τις πολιτικές επιλογές της, τον προσανατολισμό της στο ριζοσπαστικά αριστερό και οικολογικό της πρόγραμμα και τη συνοχή των επιμέρους συνιστωσών της.

Κολομβία

Το βέβαιο είναι, πως η επέλαση της «ροζ παλίρροιας» σε δύο ακόμη κομβικής σημασίας κράτη της Λατινικής Αμερικής φτάνει για τα καλά μετά την επικράτηση Boric. Ο λόγος αρχικά για την Κολομβία, μία χώρα παραδοσιακά (συν)ταγμένη στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές των ΗΠΑ., εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου που διεξαγόταν από την δεκαετία του ’60, όταν οι κομμουνιστές αντάρτες της FARC πήραν τα όπλα ενάντια στις κυβερνήσεις της χώρας. Έκτοτε η Κολομβία μετρά πάνω από 4 εκατομμύρια εκτοπισμένους από τις εστίες τους, πάνω από 100.000 νεκρούς και άλλους τόσους αγνοούμενους και των  δύο πλευρών,  καθιστώντας επίκαιρο το θέμα του εμφυλίου, κάθε φορά που γίνονται εκλογές, παρότι η προηγούμενη κυβέρνηση του Juan Manuel Santos είχε καταλήξει σε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός με τους αντάρτες (2016).

Επιπρόσθετα, η εσωτερική κρίση στην γειτονική Βενεζουέλα έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε ογκώδεις μεταναστευτικές ροές προς την Κολομβία. Το  ζήτημα  θεωρείται από τα πλέον σημαντικά, μαζί με αυτό της καταπολέμησης των ναρκωτικών (για το οποίο τα δεξιά κόμματα κατηγορούν τους αντάρτες της FARC πως υποθάλπουν τους διακινητές).

Εξάλλου, μέσα  στο 2021,  οι μαζικές διαδηλώσεις που ξεκίνησαν στην χώρα με αφορμή την αύξηση των φόρων σε τρόφιμα και μεταφορές, από την δεξιά κυβέρνηση του Ivan Duque, έλαβαν χαρακτήρα γενικής αποδοκιμασίας της κυβέρνησης και γενικής διαμαρτυρίας για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αστυνομική βία.

Το κίνημα Pacto Histórico (Ιστορική Συμφωνία), με επικεφαλής τον πρώην δήμαρχο της Bogota και αντάρτη Gustavo Petro, αναδεικνύεται προσωρινά ως ο κύριος καρπωτής και εκφραστής της λαϊκής οργής και δυσπιστίας ενάντια στην άκρως συντηρητική κυβέρνηση και στο σύνολο του πολιτικού κατεστημένου, που ξεκινά από τις παρυφές της Κεντροαριστεράς (Partido Liberal) και φτάνει ως την άκρα Δεξιά (Centro Democrático), έχοντας κυριαρχήσει στις κυβερνήσεις, πάνω από μισό αιώνα

Πρόσφατη δημοσκόπηση για τις Προεδρικές Εκλογές της Κολομβίας, 2022.

Το πιο σημαντικό και σίγουρο δεδομένο είναι πως το Pacto Histórico – μια συμμαχία 23 πολιτικών φορέων και συλλογικοτήτων από τον χώρο του κοινωνικού φιλελευθερισμού έως το κόμμα των πρώην ανταρτών της FARC «Humanos» που πρόσκειται στην άκρα Αριστερά -θα κατέβει στην εκλογική αναμέτρηση ως «φαβορί» στις 13 Μαρτίου και  στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στις 29 Μαΐου. Φιλοδοξεί να κατακτήσει την αυτοδυναμία στα νομοθετικά σώματα και την προεδρία παράλληλα, ώστε να μη χρειαστεί να διαπραγματευτεί  με το «παλιό κατεστημένο» της Δεξιάς και των συντηρητικών κεντρώων για την κυβέρνηση της χώρας.

Το 2018, ο Gustavo Petro κατέστησε την πολιτική δύναμη, Polo Democrático Alternativo, ως την 3η στην Κολομβία, και ο ίδιος πέρασε στον δεύτερο γύρο, όπου και ηττήθηκε από τον Duque. Οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές, όπως μερικοί αναλυτές επισημαίνουν, διότι  δεν υπάρχει αντίπαλος από την Δεξιά και το Κέντρο, αφού ο Duque δεν θα είναι εκ νέου υποψήφιος. Μπορεί η Κολομβία να γυρίσει την πρώτη αριστερή σελίδα στην σύγχρονη ιστορία της, επουλώνοντας ταυτόχρονα τα εμφυλιοπολεμικά τραύματα και αντιμετωπίζοντας μία σειρά από φλέγοντα ζητήματα;

Βραζιλία

Το ερώτημα θα παραμείνει για τουλάχιστον ενάμιση μήνα ακόμη εκκρεμές, σε αντίθεση με την αποφασιστική απάντηση μιας χώρας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιοανατολικά… τη Βραζιλία, την πιο σημαντική από οικονομικής πλευράς,  έκτασης και πληθυσμού χώρα της Λατινικής Αμερικής και του νοτίου ημισφαιρίου. Τη χώρα που εξέλεξε για πρόεδρό της το 2018, τον πρώην στρατιωτικό Jair Bolsonaro, μετά την καταδίκη σε κάθειρξη του εμβληματικού πρώην προέδρου της Lula da Silva και πολλών άλλων στελεχών του κυβερνώντος αριστερού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος PT του οποίου ηγούταν, κατά την τριετία 2015-2018.

Η κυβέρνηση Bolsonaro, μία φερόμενη ως κεντρώα-κεντροδεξιά τεχνοκρατική κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», κατέλαβε με ημι-πραξικοπηματικές διαδικασίες τα ηνία,  άλλαξε άμεσα τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας, ερχόμενη «κοντά» με τις ΗΠΑ, αφήνοντας ντόπιους ολιγάρχες και πολυεθνικές εταιρίες να υλοτομούν ανεξέλεγκτα το δάσος του Αμαζονίου ή παραδίδοντάς το στην κυριολεξία στο έλεος της φωτιάς (πυρκαγιές του 2020),  υλοποιώντας μία σειρά από ξενοφοβικές και τρανσφοβικές πολιτικές «νόμου και τάξης» (π.χ. πλήρης απελευθέρωση της αγοράς όπλων) και λεηλατώντας τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου και τα λαϊκά στρώματα των πόλεων. Ως αποτέλεσμα, η λαϊκή αγανάκτηση έθεσε τέλος στην «περίοδο χάριτος» δύο ετών στην κυβέρνηση, με συνεχείς διαδηλώσεις και (δημοσκοπική) πτώση των ποσοστών του κυβερνώντος Partido Social Liberal.

Τα γεγονότα συνέπεσαν με την  αποφυλάκιση του Lula da Silva στα τέλη του 2019 και με την οριστική απαλλαγή του από όλες τις κατηγορίες για διαφθορά και ξέπλυμα μαύρου χρήματος στις αρχές του 2021, που του επιτρέπει να υποβάλει  εκ νέου την υποψηφιότητά του για τις φετινές εκλογές του Οκτώβρη. Τουλάχιστον  δημοσκοπικά,  τυγχάνει ευρείας στήριξης από το εκλογικό σώμα μέχρι τώρα.  Τον τελευταίο χρόνο παρατηρείται σταθερή μείωση των ποσοστών της κυβερνητικής συμμαχίας και της δημοφιλίας του Bolsonaro προσωπικά, με ανάλογη ποσοστιαία αύξηση για τον Lula και το PT.

Πρόσφατη δημοσκόπηση για τις Προεδρικές Εκλογές της Βραζιλίας, 2022.

Ειδικότερα, δεν πρόκειται για μία ξαφνική «άφεση αμαρτιών» για την τέως θητεία πολλών κομματικών στελεχών, ούτε μία στροφή των Βραζιλιάνων σε μία αμιγώς κινηματική και ριζοσπαστική κατεύθυνση, όπως έγινε πρόσφατα στην Χιλή και στην Κολομβία ή σε μικρότερο βαθμό στο Περού και στον Ισημερινό. Είναι η συντριπτική προτίμηση στο πρόσωπο του Lula έναντι του Bolsonaro, ως τον «ιδανικό κυβερνήτη», με όχημα την πολιτική σταθερότητα και την επίτευξη της «κοινωνικής ειρήνης», σε μία από τις πλέον οικονομικά άνισες χώρες του πλανήτη,  μία εκ νέου στροφή της εξωτερικής πολιτικής προς την Κίνα και την Ρωσία ως γεωπολιτικούς εταίρους αντί των ΗΠΑ και το  ισχυρότερο «δίχτυ προστασίας» για τους φτωχούς και τους άπορους απέναντι στην επιχειρηματική ασυδοσία, χωρίς όμως τον μαχητικό, «υπερβάλλοντα» ριζοσπαστισμό της πρώτης τετραετίας της διακυβέρνησης Lula (2002-2006).

Κοντολογίς, ο Lula έχει αυτήν την φορά το momentum με το μέρος του, έχοντας ανακτήσει δυνάμεις και βλέποντας την επικράτησή του ακόμη και από τον 1ο γύρο των προεδρικών εκλογών με ποσοστό άνω του 49%.  Στην τρέχουσα συγκυρία,  η Βραζιλία μοιάζει να ψάχνει έναν «Μεσσία», ο οποίος θα την λυτρώσει από την καταστροφική διακυβέρνηση Bolsonaro. Μένει να αποδειχθεί πόσο αριστερά μπορεί και θέλει, να «στρίψει» το τιμόνι της χώρας, με όχημα την πολιτική αλλαγή και δεδομένη την έλλειψη άλλων ισχυρών αριστερών αντιπολιτευτικών φωνών εντός της επικράτειας.

Το δεύτερο «ροζ κύμα», είναι βέβαιο ότι έρχεται κι εδώ, όπως ακριβώς ήλθε σε πολλές χώρες της περιοχής ήδη. Αυτή τη φορά ακόμη πιο πλατύ καθώς ανάλογη στροφή παρατηρείται στην Κεντρική Αμερική με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Ονδούρα και το Μεξικό. Οψόμεθα.

* Ανάλυση για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ από τον Άρη Παπαδόπουλο, πολιτικό επιστήμονα – επιστημονικό συνεργάτη ΕΝΑ.

Exit mobile version