Μπαίνει η ΕΕ σταδιακά σε νέο μονοπάτι λιτότητας;
ΚΟΣΜΟΣ

Μπαίνει η ΕΕ σταδιακά σε νέο μονοπάτι λιτότητας;

SHARE THIS

Πολλά έχουν ειπωθεί για τα υποτιθέμενα «πρωτοφανή» δημοσιονομικά μέτρα που έλαβε η ΕΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υποτίθεται ότι αυτό θα ήταν η αρχή για κάτι νέο: η γέννηση μιας νέας εποχής μετά τη λιτότητα. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η δημοσιονομική τόνωση της ΕΕ ανέρχεται στο πενιχρό 3,8% του ΑΕΠ – ένα ποσοστό που επισκιάζεται από την τεράστια δημοσιονομική τόνωση ύψους 25,5% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ.

Το χάσμα μεταξύ της αφήγησης και της πραγματικότητας μπορεί να παρατηρηθεί και με το πολυδιαφημισμένο πανευρωπαϊκό «Ταμείο Ανάκαμψης». Παρά τις φανφάρες, ανέρχεται μόλις στο 5% του ΑΕΠ της ΕΕ. Επιπλέον, τα κονδύλια θα εκταμιευθούν κατά τη διάρκεια έξι ετών, με αποτέλεσμα, στην καλύτερη περίπτωση, μια δημοσιονομική επέκταση της τάξης του 1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο μεταξύ 2021 και 2024. Και αυτό σε σύγκριση με μια απώλεια του ΑΕΠ για την ΕΕ στο σύνολό της της τάξης του 15% μόνο το 2020.

Μια νέα τρόικα;

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα κονδύλια συνοδεύονται από πολύ αυστηρούς όρους που μοιάζουν με τους όρους της τρόικας. Εξαρτώνται από τη συμμόρφωση με τις διαβόητες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανά χώρα, οι οποίες στο παρελθόν έχουν ζητήσει από τις κυβερνήσεις να περικόψουν σταθερά τις δημόσιες δαπάνες – ιδίως τις κοινωνικές δαπάνες με έμφαση στις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη και τα επιδόματα ανεργίας. Αυτό είναι τελικά το ζητούμενο του Ταμείου Ανάκαμψης: η αύξηση του ελέγχου των Βρυξελλών επί των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών-μελών και η ενίσχυση του καθεστώτος τεχνοκρατικού και αυταρχικού ελέγχου της ΕΕ.

Έτσι, συνολικά μπορούμε να πούμε ότι η πανδημία δεν οδήγησε σε ριζική επανεξέταση της πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ούτε οδήγησε σε κάποια διαρθρωτική αλλαγή. Πράγματι, οι παλιοί δημοσιονομικοί κανόνες πρόκειται να επανέλθουν σε ισχύ το 2023. Παρόλο που γίνεται πολύς λόγος για «μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ», η αλήθεια είναι ότι όλοι γνωρίζουν ότι μια σοβαρή μεταρρύθμιση των συνθηκών είναι εκτός συζήτησης, όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Δεν είναι μόνο η αντίθεση των λεγόμενων «συνετών χωρών – των Κάτω Χωρών, των σκανδιναβικών χωρών, των χωρών της Βαλτικής και της Αυστρίας. Όποιος περιμένει αλλαγή στάσης από τη νέα γερμανική κυβέρνηση είναι επίσης βέβαιο ότι θα απογοητευτεί. Ο Όλαφ Σολτς, ο διάδοχος της Άνγκελα Μέρκελ, είναι, όπως σημειώνει ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου, «ένας σταθερός δημοσιονομικός συντηρητικός, ισότιμος με τους προκατόχους του, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Πέερ Στάινμπρουκ, τον σοσιαλδημοκράτη που βρίσκεται πίσω από το φρένο του χρέους».

Επιπλέον, ανεξάρτητα από το ποιος θα αναλάβει τον ρόλο του Γενς Βάιντμαν στην Bundesbank, οι αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις στη Γερμανία -τον Σεπτέμβριο ο πληθωρισμός έφτασε σε υψηλό 29 ετών, στο 4,1%- σημαίνουν ότι τα δημοσιονομικά «γεράκια» θα κερδίσουν εύκολα το πάνω χέρι στη συζήτηση. Ανεξάρτητα από την πραγματική αιτία του πληθωρισμού (η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των μαζικών διαταραχών της αλυσίδας εφοδιασμού που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο), τα γερμανικά δημοσιονομικά γεράκια θα το αποδώσουν στην υπερκατανάλωση, με τις περικοπές να είναι η μόνη λύση.

Νέος κύκλος λιτότητας σε ΕΕ κι Ευρωζώνη;

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, μπορούμε να περιμένουμε μια επιστροφή της λιτότητας στην Ευρώπη στο εγγύς μέλλον. Πράγματι, αυτή παίρνει ήδη μορφή. Η Ιταλία του Μάριο Ντράγκι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στην τρέχουσα συζήτηση, η πιο υπερχρεωμένη χώρα της ΕΕ παρουσιάζεται συχνά ως υπέρμαχος της ευελιξίας και της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής μεταρρύθμισης. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η τελευταία έκθεση προϋπολογισμού της Ιταλίας προβλέπει τεράστια μείωση του ελλείμματος – από το 10% στο 4% του ΑΕΠ (περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια ευρώ) σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο. Η εποχή της λιτότητας στην Ιταλία, λοιπόν, φαίνεται ότι απέχει πολύ από το να τελειώσει.

Μια επιστροφή της λιτότητας στην Ευρώπη στο σύνολό της θα ήταν καταστροφική, ιδίως δεδομένου ότι πολλές χώρες εξακολουθούν να ανακάμπτουν από τη θεραπεία σοκ λιτότητας μετά το 2008. Αυτή η εμπειρία δεν αποδείχθηκε απλώς μια κολοσσιαία αποτυχία από οικονομική άποψη, αλλά οδήγησε επίσης σε τίποτα λιγότερο από μια κοινωνική και ανθρωπιστική καταστροφή, ιδίως στις χώρες που υποβλήθηκαν στα «προγράμματα οικονομικής προσαρμογής» που απαίτησε η τρόικα υπό την ηγεσία της ΕΕ: Η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία (η οποία δεν ήταν ποτέ επίσημα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, αλλά είδε την επιβολή πολιτικών που έμοιαζαν με αυτά από τον πρώην Ευρωπαίο Επίτροπο Μάριο Μόντι, ο οποίος ήρθε στην εξουσία μέσω ενός «ήπιου πραξικοπήματος»που οργανώθηκε από την ΕΕ).

Πολλές εκθέσεις έχουν επιβεβαιώσει όλα αυτά τα χρόνια ότι οι περικοπές στον προϋπολογισμό και οι αυξήσεις φόρων που εφαρμόζονται σε αυτές τις χώρες πλήττουν δυσανάλογα τους φτωχούς κι ευθύνονται άμεσα για τη δραματική αύξηση της ανισότητας και των επιπέδων ανεργίας – ιδίως μεταξύ των νέων -, καθώς και για τα ποσοστά αυτοκτονιών, φτώχειας (συμπεριλαμβανομένης της παιδικής φτώχειας), σοβαρής υλικής στέρησης, έλλειψης στέγης, κοινωνικού αποκλεισμού και δυστυχίας. Ακόμα και μια έκθεση πριν από μερικά χρόνια από την ίδια την Επιτροπή Απασχόλησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποστήριζε ότι «οι πολιτικές λιτότητας και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από την τρόικα οδήγησαν σε ένα πραγματικό κοινωνικό τσουνάμι μαζικής ανεργίας (έχει τριπλασιαστεί σε ορισμένες χώρες), ιδίως μεταξύ των νέων, στο κλείσιμο εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων, κυρίως ΜΜΕ, και σε μια απότομη αύξηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού». Οι πολιτικές αυτές έχουν υπονομεύσει από πολλές απόψεις τις ίδιες τις βάσεις της δημοκρατίας, οδηγώντας σε κοινωνική και οικονομική αστάθεια.

Τα τελευταία χρόνια, ορισμένες χώρες θέσπισαν μέτρα για να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της λιτότητας. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση του Κινήματος Πέντε Αστέρων-Λέγκα που προέκυψε από τις εκλογές του 2018 εισήγαγε δύο σημαντικές πολιτικές που κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση: ένα «εισόδημα του πολίτη», μια μορφή συμπληρωματικού εισοδήματος για τα φτωχά νοικοκυριά, και μια μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με τη μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης.

Και οι δύο αυτές πολιτικές απειλούνται τώρα από την τεχνο-αυταρχική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Ντράγκι, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, είναι ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες του πλαισίου λιτότητας της ΕΕ/Ευρωζώνης μετά το 2008. Μια νέα μεταρρύθμιση που αυξάνει για άλλη μια φορά την ηλικία συνταξιοδότησης έχει ήδη ανακοινωθεί, και τα στελέχη της κυβέρνησης που ζητούν την κατάργηση του «εισοδήματος του πολίτη» συνεχίζουν να αυξάνονται.

Αυτό θα άφηνε εκατομμύρια οικογένειες χωρίς καμία στήριξη, σε μια οικονομία που έχει καταστραφεί από 18 μήνες πανδημίας. Αλλά η τιμωρία των φτωχότερων και ασθενέστερων μελών της κοινωνίας για κρίσεις που δεν προκάλεσαν οι ίδιοι – πρώτα η χρηματοπιστωτική κρίση, τώρα η κρίση τουκορονοϊού – αποτελεί εδώ και καιρό συνήθη πολιτική, στην Ιταλία και αλλού. Όπως λέει το ρητό, «οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν και οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει να υποφέρουν».

Exit mobile version