Ρεπορτάζ Rosa: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε κρίση
ΚΟΣΜΟΣ

Ρεπορτάζ Rosa: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε κρίση

SHARE THIS

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή. Από την ανακήρυξη του τουρκικού κράτους και την διεθνή του αναγνώριση στις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι σχέσεις των δύο χωρών περνούν διαρκώς από νέες φουρτούνες. Πολλές κυβερνήσεις ένθεν κακείθεν του Αιγαίου έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν κρίσεις, που αρκετές φορές έφτασαν στα πρόθυρα ενός θερμού επεισοδίου, κι άλλες φορές στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης. Υπήρξαν επίσης κυβερνήσεις που προσπάθησαν να βελτιώσουν σε πνεύμα καλής γειτονίας τις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών, να διερευνήσουν σε βάθος το πως αυτές επηρεάζουν το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο στη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου και στα Βαλκάνια, αλλά και τις πολιτικές των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της ΕΕ, πάντοτε σε αναφορά με το δίπολο Ελλάδα-Τουρκία.

Το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι σύνθετο, έχει διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης και αναφορών. Η τουρκοκρατία, η επιβίωση και συνύπαρξη εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και οι πόλεμοι που ακολούθησαν από το 1897 και μετά, οι Βαλκανικοί, ο Πρώτος Παγκόσμιος και η Μικρασιατική Καταστροφή, φτάνοντας έως τις μέρες μας, διαμορφώνουν ένα πλούσιο, πολυδαίδαλο και συγκρουσιακό πλαίσιο για τα δύο κράτη. Ρωτήσαμε δύο ακαδημαϊκούς που παρακολουθούν στενά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέσα στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον, την Ζoυχάλ Μερ Ουζουνέρ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά στην Κωνσταντινούπολη, και τον Βασίλειο Καρακάση, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Λέιντεν, στην Ολλανδία. Δύο ακαδημαϊκοί που μπορούν να μας διαφωτίσουν για το τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα, ποια είναι η κατάσταση στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, ποιες είναι εξελίξεις με το τουρκολιβυκό σύμφωνο, ποια είναι η στάση ΕΕ και ΗΠΑ, ποια η σχέση Τουρκίας-ΕΕ.

«Ελάχιστες πιθανότητες στρατιωτικής εμπλοκής στο Αιγαίο»  

Αμφότεροι οι συνομιλητές μας υπογραμμίζουν ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σήμερα βρίσκονται σε ένα κρίσιμο επίπεδο, με την κα Ουζουνέρ να σημειώνει πως «Ελλάδα και Τουρκία φαίνεται να βρίσκονται στα πρόθυρα πολέμου λόγω των όσων λαμβάνουν συνολικά χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια, από την Αραβική Άνοιξη, τη Συρία, τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, τις εσωτερικές εντάσεις σε χώρες της Βόρειας Αφρικής – εξελίξεις που επηρεάζουν και τα Βαλκάνια, και τη Μέση Ανατολή και τη Μαύρη Θάλασσα».

Ο κ. Καρακάσης υπογραμμίζει πως «είναι προφανές ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδιαίτερα από το 2016 και έπειτα, διάγουν μια εξαιρετικά τεταμένη περίοδο και χρειάζονται ένα ‘breakthrough’ για να ανατραπεί το αρνητικό κλίμα που τις διέπει», προσθέτοντας πως «έχουμε κληρονομήσει από τη δεκαετία του ’70 και του ’90 μια σειρά θεμάτων που αποτελούν αγκάθια για τη βελτίωση των σχέσεών μας, με σημαντικότερα από αυτά να αφορούν στο Αιγαίο, το Κυπριακό και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».

Για το ενδεχόμενο εμπόλεμης σύρραξης στο Αιγαίο, η κα Ουζουνέρ ξεκαθαρίζει πως «δεν βλέπω στρατιωτική εμπλοκή μεγάλης κλίμακας, πιθανώς κάποια μικρής έντασης εμπλοκή φρεγατών, αλλά μέχρι εκεί», συμπληρώνοντας πως  «η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα, αλλά και το γεγονός ότι η στρατιωτική εμπλοκή είναι άχρηστη και άσκοπη». Η κα Ουζουνέρ υπογραμμίζει ακόμα ότι «η τουρκική ηγεσία δεν χρειάζεται να κάνει κάποια επιθετική κίνηση για να δηλώσει πως δεν αναγνωρίζει τα επιχειρήματα και τις θέσεις της Ελλάδας», τονίζοντας ακόμα πως «προτεραιότητα της Τουρκίας δεν είναι το Αιγαίο, αλλά η Ανατολική Μεσόγειος».

Ο κ. Καρακάσης από την πλευρά του εκτιμά πως «το Αιγαίο παραμένει μια σημαντική πληγή, με την Ελλάδα να αναγνωρίζει την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και κατ’επέκταση της ΑΟΖ) ως τη μόνη διαφορά με τη Τουρκία», προσθέτοντας πως «η γείτονα χώρα εγείρει ρηματικά και έμπρακτα μια σειρά εδαφικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο, αμφισβητώντας με απειλή πολέμου το νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγαλίτιδα ζώνη της στα 12 ναυτικά μίλια βάσει των διατάξεων του Δικαίου της Θάλασσας, το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου μας, την ελληνική κυριαρχία επί νησιών και θαλασσίων συνόρων, τις αρμοδιότητες της Ελλάδας εντός του FIR Αθηνών και εντός της περιοχής ευθύνης για θέματα έρευνας και διάσωσης, ενώ απαιτεί και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου».

Οι ελληνικές αυταπάτες και το πλατό της Ανατολικής Μεσογείου

Ο λέκτορας του Πανεπιστημίου του Λέιντεν μας μίλησε επίσης για το τουρκολιβυκό σύμφωνο, για το οποίο σημείωσε πως «αντιβαίνει βασικές διατάξεις του δικαίου της θάλασσας, παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα κρατών και προσφέρει ένα πρόσχημα νομιμοποίησης των διεκδικήσεων της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειo», δίνοντας ωστόσο, όπως τονίζει, και μια σημαντική ευκαιρία στην κυβέρνηση της Αθήνας να συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα:

«Πρώτον, ότι η Τουρκία δεν μπλοφάρει, όπως ανάλαφρα ακούμε από ορισμένους αξιωματούχους και αναλυτές, αλλά προειδοποιεί και εκτελεί. Δεύτερον, ότι η Τουρκία δεν είναι διεθνώς απομονωμένη, καθώς το γεωγραφικό βάθος της χώρας, το μάχιμο δυναμικό της που ξεπερνάει τους 730.000 (με 355.000 ενεργούς στρατιώτες), τα 4 εκατομμύρια προσφύγων που φιλοξενούνται στο έδαφός της και τα δισεκατομμύρια δολάρια που διακυβεύονται στη χώρα μέσω επενδύσεων ή εμπορίου καθιστούν μια απομόνωσή της εξαιρετικά δαπανηρή και επίπονη επιλογή». Τρίτον, ενώ η παραβατικότητα δεν παράγει δίκαιο, παράγει πολιτικά αποτελέσματα, όπως συνέβη με την παράνομη εισβολή το ’74 στην Κύπρο, την παράνομη συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας του 2011 με τους Τουρκοκύπριους, τις παράνομες γεωτρήσεις πέριξ της Κυπριακής Δημοκρατίας, ορισμένων εξ αυτών εντός της οριοθετημένης ΑΟΖ, την NAVTEX που θα κηρύξει ή το γεωτρύπανο της ΤΡΑΟ που θα στείλει η Τουρκία νοτίως της Κρήτης. Τέταρτον, ο χρόνος δεν κυλά με το μέρος μας. Η προσέγγιση των προβλημάτων ως ‘άστο και βλέπουμε’ δεν έχει αποβεί αποτελεσματική».

Μέσα σε αυτό το σύνθετο γεωπολιτικά σκηνικό, οι δύο ακαδημαϊκοί συγκλίνουν στη θέση πως η Τουρκία κινείται προς την εκπλήρωση των στρατηγικών της στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο κα Ουζουνέρ δηλώνει πως «η Τουρκία επιδιώκει να αλλάξει τον ρόλο της ως χερσαία δύναμη που καθοδηγείται αποκλειστικά από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπως συνέβαινε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, και να καταστεί ναυτική δύναμη. Αυτή η απαίτηση θεωρείται ως πολύ σημαντικό τμήμα των αυτοκρατορικών επιδιώξεων της Τουρκίας, αλλά αυτό δεν είναι σωστό», προσθέτοντας ωστόσο ότι «ο πολιτικός ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις εθνικών συμφερόντων είναι αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής γενικότερα». Αναφορικά με ποια θα ήταν η ιδανική στρατηγική για την ευρύτερη περιοχή, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά υπογραμμίζει πως «ο πολυμερής διάλογος είναι η μόνη λύση που θα έφερνε κοντά όλους τους περιφερειακούς δρώντες», φέρνοντας ως παράδειγμα προς αποφυγή τον αγωγό EastMed που, σύμφωνα με την κα Ουζουνέρ, «αγνοεί τα δικαιώματα της Τουρκίας, προκαλώντας ως συνέπεια την στρατιωτικοποίηση της ευρύτερης περιοχής».

«Η Τουρκία έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη Λιβύη»

Η Λιβύη βρίσκεται στο επίκεντρο των σχεδιασμών της τουρκικής ηγεσίας στις εξωτερικές της σχέσεις. Το ενδιαφέρον έχει καθαρά γεωστρατηγικά χαρακτηριστικά, τη στιγμή που η Τουρκία αναζητεί να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής της.

Όπως τονίζει η κα Ουζουνέρ, «ο παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός προκαλεί αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την Τουρκία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν προφανές για την Τουρκία ότι επιχειρείται η δημιουργία κουρδικού κράτους εντός της γεωγραφικής της επικράτειας, κάτι το οποίο θεωρήθηκε ως ευθεία απειλή για την εδαφική της ακεραιότητα. Γενικότερα οι παρεμβάσεις στην περιοχή πάντα αναλύονταν υπό το πρίσμα της απειλής προς την Τουρκία», συμπληρώνει η κα Ουζουνέρ.

«Όλα κρίνονται κατόπιν εορτής», προσθέτει ο κ. Καρακάσης, αναφορικά με τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης στην εμφύλια διαμάχη στην Λιβύη, τονίζοντας «πως  μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού συμφώνου και με το momentum της σύγκρουσης προ της διάσκεψης του Βερολίνου τον Δεκέμβριο του 2019 να δείχνει Χάφταρ, δύσκολα η Αθήνα θα μπορούσε να συνταχθεί με τον αλ Σαράζ».

Από την άλλη, η ΕΕ δεν επέβαλε βαριές τιμωρίες στην Τουρκία που εν αντιθέσει με τα συμφωνηθέντα στη Διάσκεψη του Βερολίνου, παραβίασε το εμπάργκο στην εισαγωγή όπλων και τη στρατιωτική στήριξη ενός εκ των αντιμαχόμενων μερών. Κατά συνέπεια, υπογραμμίζει ο κ. Καρακάσης, «η πλάστιγγα έγειρε προς την πλευρά του αλ Σάραζ».

«Η Ελλάδα δεν μπορεί να προσβλέπει σε ουσιαστική στήριξη από ΕΕ και ΗΠΑ»

Όπως συμβαίνει στη Λιβύη, όπως συμβαίνει στη Συρία, όπως συμβαίνει στην ευρύτερη γειτονιά της νοτιοανατολικής Μεσογείου, έτσι και στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, Αθήνα και Άγκυρα ζητούν διαφορετική στήριξη από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Η ελληνική πλευρά αναζητά την στήριξη της ΕΕ και των ΗΠΑ όταν κλιμακώνεται η τουρκική επιθετικότητα, ωστόσο, όπως σημειώνει ο κ. Καρακάσης, η Ελλάδα δεν μπορεί να προσβλέπει σε ουσιαστική στήριξη. «Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας οι ΗΠΑ έχουν δείξει σημάδια αποστασιοποίησης από τα δρώμενα της περιοχής, ενώ για την ΕΕ, πέρα από την εύλογη έλλειψη ενιαίας γραμμής, αναδείχθηκε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι δύσκολα θα προβεί σε ενέργειες που θα ριψοκινδυνεύσουν τις εμπορικές της σχέσεις με τη Τουρκία, αλλά και τη συμφωνία για το προσφυγικό και μεταναστευτικό». Η ενταξιακή διαδικασία είναι τουλάχιστον από το 2016 ‘κλινικά νεκρή’ και βάσει των λεγομένων της γερμανικής καγκελαρίας η στρατηγική που χαράσσεται είναι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ως νέου οχήματος των ευρωτουρκικών σχέσεων. Αν δεν διασφαλιστούν και συγκεκριμένοι πολιτικοί όροι καλής γειτονίας σε αυτή την ‘αναβάθμιση, τονίζει ο κ. Καρακάσης, «η εξέλιξη σίγουρα δεν θα αλλάξει τη συμπεριφορά της Τουρκίας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο».

Για την κα Ουζουνέρ, ειδικά οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας βρίσκονται σε μια διαρκή πορεία αναθεώρησης και ανασχηματισμού, με τις δύο πλευρές να αλλάζουν διαρκώς θέσεις. «Για τα ανώτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας η πορεία προς ένταξη στην ΕΕ συνιστά μια υπόσχεση για καλύτερες πολιτικές στο πεδίο της δημοκρατίας και των θεσμών, στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών», ωστόσο, όπως προσθέτει η καθηγήτρια, «οι κυβερνήσεις και οι Τούρκοι πολίτες έχουν χάσει την ελπίδα τους για ένταξη στην ΕΕ, έχουν ενισχυθεί τα αντι-δυτικά αισθήματα στη βάση ότι η Τουρκία δεν έχει την καλύτερη δυνατή μεταχείριση από την ΕΕ».

Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ αναμένεται να διαμορφώσει νέες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, επηρεάζοντας θετικά ή αρνητικά και τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Επανεκλογή του Προέδρου Τραμπ ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει εκ νέου την ευρύτερη περιοχή ή να εντείνει τις ήδη εύθραυστες σχέσεις, ενώ η εκλογή του Μπάιντεν αναμένεται να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της κατάστασης και στην ενίσχυση των σχέσεων καλής γειτονίας.

Exit mobile version