ΑΚΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ (FB)
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Άκης Καπράνος: Κοινωνικά μπορεί να οδεύουμε προς την καταστροφή, κινηματογραφικά όμως όχι

SHARE THIS

Ο γνωστός κριτικός με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κινηματογράφου μιλάει στη ROSA για το παρόν και το μέλλον του σινεμά, τις πλατφόρμες, την πολιτική ορθότητα, την κουλτούρα ακύρωσης και μοιράζεται μαζί μας αναμνήσεις από την καριέρα του.

Τον Άκη τον γνωρίζω αρκετά χρόνια. Άνθρωπος με ευρύτατη κινηματογραφική παιδεία, ένας γνήσιος ερασιτέχνης που έκανε το πάθος του βιοπορισμό. Δίπλα σε αυτό και την αγάπη του για τη μουσική- χρόνια εραστής της metal και όχι μόνο- διαπιστώνει κανείς μια πολύ ανοιχτή και προοδευτική ιδιοσυγκρασία, που δεν χαραμίζεται σε σχήματα και τύπους, αλλά προχωρά στην ουσία και την κοινωνική έκφραση.

Πέρα από τη δουλειά του σε έντυπα μέσα, τα τελευταία χρόνια στη Lifo και προσφάτως στη Ναυτεμπορική και την Ραδιοφωνική Οθόνη του που μετράει σχεδόν 30 χρόνια ραδιοφωνικής ζωής, με μεράκι στέριωσε και το Midnight Express, μια λέσχη μεταμεσονύχτιων προβολών με στέγη το Ααβόρα, που τα τελευταία χρόνια έχει κέρδισε το αθηναϊκό σινεφίλ κοινό όχι μόνο ως προς το κινηματογραφικό κομμάτι, αλλά και στην κοινωνική δράση, όπως λόγου χάρη με συγκέντρωση χρημάτων για τους πυρόπληκτους της Εύβοιας και την δίκη του Ζακ Κωστόπουλου.

Ας ξεκινήσουμε από τη Μέκκα και τη μεγάλη κόντρα των δημιουργών με τα μεγάλα στούντιο γύρω από τις ταινίες υπερηρώων.

Προσωπικά με τις ταινίες υπερηρώων, ειδικά της Marvel, έχω τεράστιο ηθικό πρόβλημα, γιατί θέτουν ένα ζήτημα παγκόσμιου ηθικής, κοινής για όλους τους λαούς που ορίζεται από μία υπερδύναμη, όλως τυχαίως από Αμερικανούς. Αυτοί οι υπεράνθρωποι μας υποδεικνύουν τη διαφορά ανάμεσα στο σωστό και στο άδικο με μία τους κίνηση, καταστρέφοντας ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες σε κάθε ταινία και κρύβει κάτι για την ηθική αυτών των ταινιών ότι αυτό αποσιωπάται. Από την άλλη πιάνω τον εαυτό μου να λέει τη φράση ‘’η ηθική αυτών των ταινιών’’ και θέλω να με κρεμάσω (γέλια). Επίσης υπάρχει η λογική ότι το καλό και το κακό είναι πλήρως διαχωρισμένα, δεν υπάρχει στάλα του ενός μέσα στο άλλο. Και αυτή είναι και η φιλοσοφία πολλών ανθρώπων που ασπάζονται αυτή την κόμικ μυθολογία, οι άνθρωποι δεν έχουν αποχρώσεις στα υπερηρωικά κόμικ -σε αντίθεση με τα υπέροχα ευρωπαϊκά της Βαβέλ με τα οποία μεγαλώσαμε και είναι λες και τα έχει καταπιεί μία μαύρη τρύπα. Αυτή η λογική εφαρμόζεται πλέον παντού, κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί τις γκρίζες ζώνες στους ανθρώπους.

Αυτό αποτυπώνεται και στα Όσκαρ. Τα τελευταία χρόνια είναι λες και υπάρχουν ταινίες κατά παραγγελία, μία εργαλειοποίηση του κινηματογράφου ώστε να εκφραστεί το ‘’δημοκρατικό Hollywood’’. Δε νιώθω ότι βραβεύονται πια μεγάλες ταινίες.

Είναι αλήθεια. Και θα μπορούσα να σου πω ότι το ίδιο ισχύει και για τις Κάννες. Δεν τις βλέπουμε καν αυτές τις μεγάλες ταινίες, παίζονται μόνο σε φεστιβάλ. Οι καλύτερες ταινία που είδα φέτος ήταν δυο ταινίες από τη Λατινική Αμερική. Προσωπικά αυτό το σινεμά με ενδιαφέρει πολύ. Είναι φρέσκο, άμεσο μιλάει για σημερινά προβλήματα. Τους απασχολεί πολύ η αποαστικοποίηση, η επιστροφή στα μέρη των προγόνων τους, όπως αντίστοιχα και το Digger στην Ελλάδα.

 

Μιας και αναφέρθηκες στον ανεξάρτητο κινηματογράφο, έχω μια αίσθηση ότι όσο τα μεγάλα στούντιο γιγαντώνουν τις παραγωγές, τόσο στον αντίποδα δυναμώνει και ο ανεξάρτητος κινηματογράφος. Νιώθω ότι βρίσκεται σε καλύτερη φάση από παλιότερα.

Αυτό είναι σχετικό, γιατί τις προηγούμενες δεκαετίες είχαμε τον Jarmusch, τον Hartley, τον Kerrigan, όλους αυτούς. Σίγουρα εδώ βοηθάνε λίγο και οι πλατφόρμες, αν και προσωπικά τις μισώ. Μέσα από τις πλατφόρμες παίρνει λεφτά και ανεξάρτητος κινηματογράφος. Όπως το Coda, μία πολύ γλυκιά, πολύ ενδιαφέρουσα ταινιούλα. Ανάμεσα στο 2000 και το 2020 υπήρξε ένα κενό για αυτές τις ταινίες. Γενικά, οι ταινίες της εποχής του Jarmusch ήταν πιο μεγαλεπήβολες, πέφτανε λεφτά τότε, σκέψου πόσο μπορεί να έχει στοιχίσει ο Νεκρός ή Χαμένη Λεωφόρος του Lynch. Σήμερα το σινεμά δεν μπορεί να φέρει πίσω τα λεφτά του, οπότε περισσότερο νομίζω ότι θα θρηνήσουμε την αίθουσα παρά τις ταινίες. Η αίθουσα θα γίνει κάτι σαν το Μέγαρο, ένα είδος πολυτελείας για λίγους.

Για να πω και τον καημό μου, έχουν πάψει να βγαίνουν πια και ωραία, ποιοτικά blockbuster.

Ο Villeneuve και ο Nolan, αυτοί είναι πια. Και σκέψου ότι το 1971 blockbuster ήταν O Νονός. Νομίζω ότι τότε τα στούντιο προσπαθούσαν λίγο να μαντέψουν τι θέλει ο κόσμος, τώρα το καθορίζουν πριν καν φτιάξουν την ταινία. Μέσα από το BuzzFeed αποτυπώνονται κοινωνικές τάσεις τις οποίες το Hollywood εμπορευματοποιεί. Πιστεύω πως η πλειονότητα των παραγωγών, όπως και στην Ελλάδα η πλειονότητα των δημοσιογράφων στα πρωινάδικα, χαίρονται που υπάρχουν βιαστές, παιδεραστές, ρατσιστές, ομοφοβικοί, γιατί έχουν δουλίτσα. Εμπορευματοποιούν τον δικαιωματικό λόγο γιατί έχει χρήμα αυτή η ιστορία. Μερικές φορές το λέω και με κοιτάζουν παράξενα, πιστεύω ότι από τις πιο υπέροχα αντιρατσιστικές ταινίες που έγιναν ποτέ είναι Ο Μπάτσος του Beverly Hills, γιατί έχει θέσει το ζήτημα πριν γυριστεί η ταινία, έχει τελειώσει και έχει πάει πάνω από αυτό. Δεν είναι ούτε αντιρατσιστική ούτε ρατσιστική η ταινία, είναι πέρα από τον ρατσισμό. Οπότε μετά έχουμε το ελεύθερο να κάνουμε πλάκα με αυτό και με το ανάποδο και τέλος.

Πιστεύω πως η πλειονότητα των παραγωγών, όπως και στην Ελλάδα η πλειονότητα των δημοσιογράφων στα πρωινάδικα, χαίρονται που υπάρχουν βιαστές, παιδεραστές, ρατσιστές, ομοφοβικοί, γιατί έχουν δουλίτσα.

Και αυτό είναι σημείο των καιρών, η αίσθηση ότι οι ταινίες πλέον παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους, δεν υπάρχει καθόλου fun.

Έβλεπα την τελευταία ταινία του Emmerich και λένε κάτι ατάκες, λες δεν μπορεί να τα λένε στα σοβαρά. Αντίθετα είδα το Polyester του John Waters του 1981 και υπάρχει ένα τύπος που κυκλοφορεί με την κοπέλα του με το αμάξι και για πλάκα στοχοποιούν μειονότητες με θύματα πραγματικές καρικατούρες: Ένας Ραβίνος, μια μεσήλικη Κινέζα, και μια αφροαμερικάνα (με άμφια!) που εξαγριωμένη κλέβει ένα λεωφορείο, καταδιώκει τον τύπο, ξεχαρβαλώνει το αμάξι με τα χέρια της, σκάει τα λάστιχα με τα δόντια και τον πλακώνει στις μάπες και είναι υπέροχο – γιατί ο Γουότερς γνωρίζει πάντα με ποιου το μέρος είναι, κι ας τους διακωμωδεί! Βλέποντάς το ένιωσα ένα σφίξιμο σε «κακές» λέξεις και ατάκες που ακούγαμε παλιά στην κωμωδία, αλλά τώρα δεν πρέπει να λέγονται. Και πρώτη φορά σκέφτηκα ότι  είναι ωραία που το νιώθω, αυτή ήταν και η πρόθεση της ταινίας όταν φτιάχτηκε, να ενοχλήσει και να ταυτόχρονα να δημιουργήσει το γέλιο της αμηχανίας. Τώρα όμως πηγαίνουμε προς τα πίσω, γινόμαστε πιο συντηρητικοί και αν γελάμε, γελάμε με την ‘’επικινδυνότητα’’ του να γελάμε, σαν κάτι που είναι απαγορευμένο και το παραβιάζεις και είναι κάπως ηδονιστικό. Θα ήθελα να δω πού θα πάει η κωμωδία σε λίγα χρόνια, γιατί η νέα γενιά, 18αρηδες, 20αρηδες, το κόλπο της πολιτικής ορθότητας πλέον δεν το παίζουν. Αυτό το πράγμα έχει διαγράψει ήδη το μισό του κύκλο και έχει αρχίσει να πέφτει από την άλλη μεριά. Το βλέπω στα stand up, γίνονται ολοένα και περισσότερες προσπάθειες να σπάσει αυτό το κομμάτι.

Το να καταλήξει κάποιος να μην πηγαίνει σινεμά είναι το τελευταίο σκαλοπάτι. Πρώτα τον έχεις πείσει να μη βγαίνει από το σπίτι του, τον έχεις πείσει ότι το μέσα είναι ευτυχία και έξω τον περιμένει μόνο δυστυχία και δεν γίνεται τίποτα για να αλλάξει αυτό.

Σειρές ακόμα δε βλέπεις, φαντάζομαι.

Όχι, δεν βλέπω, αν και έχω δει πάρα πολύ anime γιατί τα βλέπει η κόρη μου. Προσωπικά εκτιμώ πολύ την οικονομία, λατρεύω τα παλιά νουάρ που μέσα σε 70 λεπτά έχουν ειπωθεί όλα. Θέλω από ένα πλάνο να έχω χαρακτήρα, να έχω ήρωα, να λέει μία κουβέντα ή να ανακατεύει τον καφέ του και να ξέρω τι χαρακτήρας είναι. Οι σειρές είναι πιο κοντά στη λογοτεχνία από ότι στο σινεμά. Κυρίως, όμως, με ενοχλεί το σύστημα πίσω από αυτό. Ας πούμε ότι βρισκόμαστε σε μία μικρή, φτωχή βαλκανική χώρα με ιστορία και έχεις μία πλατφόρμα που έχει απ’ όλα. Αγοράζεις ξένες ταινίες απέξω και τις ανεβάζεις μία εβδομάδα στα σινεμά και μετά στην πλατφόρμα. Τα σινεμά δεν αγοράζουν τις ταινίες σου γιατί δεν πρόκειται να κερδίσουν κάτι κι εσύ για να τους πείσεις τους δίνεις λεφτά κάτω από το τραπέζι, τα σινεμά παίζουν τις ταινίες, δεν τις βλέπει κανείς γιατί σε λίγο θα είναι στην πλατφόρμα και νομίζω ότι αυτό που περιμένει αυτή τη χώρα σε μερικά χρόνια είναι το κλείσιμο των μισών κινηματογράφων. Από την άλλη, για να μεγαλώσω την εικόνα, δε φταίει ο Σκορτσέζε που έκανε τον Ιρλανδό στο Netflix, ούτε οι Coen ούτε ο Cuaron, αφού τα μεγάλα στούντιο τους το αρνήθηκαν. Xαίρομαι που έτσι ο Σκορτσέζε μπορεί να κάνει την ταινία που θέλει, αλλά έχω θέμα με το πώς επιδρά αυτό στη νοοτροπία του κόσμου. Το να καταλήξει κάποιος να μην πηγαίνει σινεμά είναι το τελευταίο σκαλοπάτι. Πρώτα τον έχεις πείσει να μη βγαίνει από το σπίτι του, τον έχεις πείσει ότι το μέσα είναι ευτυχία και έξω τον περιμένει μόνο δυστυχία και δεν γίνεται τίποτα για να αλλάξει αυτό, οπότε ας αποδεχτεί τη μοίρα του ως παραγωγική μηχανή και ας μείνει σπίτι να δει Netflix.

Τα ευρωπαϊκά και τα ελληνικά πράγματα πώς τα βλέπεις;

Ό, τι είπαμε για Όσκαρ, ισχύει και για τις Κάννες. Δεν έχει χρονιά που να μην έχει παίξει παιδεραστία.  Όποτε πάμε στο φεστιβάλ το ελληνικό μπούγιο, λέμε ‘’ωχ Παναγία μου, ας μη δω παιδεραστία 8:30 το πρωί που ξεκινάν οι προβολές’’. Και σου λέει μετά ο άλλος, το ευρωπαϊκό σινεμά μπορεί να πιάσει θέματα που το αμερικάνικο ούτε καν θα τολμούσε. Τρίχες κατσαρές. Εργαλειοποιούν θέματα παίζοντας το παιχνίδι της πρόκλησης, όπως οι Ιταλοί του ‘80 που έβγαζαν την Ορνέλα Μούτι γυμνή στο εξώφυλλο της βιντεοκασέτας. Τουλάχιστον αυτοί δεν κρυβόντουσαν. Οι ταινίες που πραγματικά πηγαίνουν μπροστά το σινεμά αποσιωπώνται. Το ότι έφυγε από τις Κάννες το Holy Motors χωρίς ένα βραβείο μου λέει πάρα πολλά για το πώς λειτουργεί το πράγμα. Αλλά άμα ψάξεις έξω από το διαγωνιστικό κομμάτι, στα παράλληλα προγράμματα, εκεί θα βρεις θησαυρούς. Το μέλλον του σινεμά είναι στα παράλληλα προγράμματα των μεγάλων και ιδιαιτέρως των μικρότερων φεστιβάλ.

Όσον αφορά την Ελλάδα, κάνουμε 20 ταινίες τη χρονιά και οι τρεις είναι καλές. Το ποσοστό είναι φανταστικό. Δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύει η ίδια αναλογία για το γαλλικό, το αγγλικό ή το αμερικανικό σινεμά, αναλογικά είμαστε πολύ καλύτερα από αυτούς.

Το μέλλον του σινεμά είναι στα παράλληλα προγράμματα των μεγάλων και ιδιαιτέρως των μικρότερων φεστιβάλ.

Κι αυτό είναι ένα μικρό παράδοξο, σε μία περίοδο παρακμής να βλέπουμε καλύτερο σινεμά απ’ ότι 20 χρόνια πριν. Ίσως επειδή ξεμπερδέψαμε από το τηλεοπτικό all star σινεμά.

Κοίτα, σίγουρα ξεπηδάνε νέες φωνές, αλλά και ο Οικονομίδης πριν 15 χρόνια νέα φωνή ήταν. Από καλές ελληνικές ταινίες, βγαίνει το καλοκαίρι το Μαγνητικά Πεδία, δυστυχώς και σε πλατφόρμα, αλλά αξίζει να τη δει κανείς σε αίθουσα. Γίνονται πράγματα και σε αυτό βοηθάει το ψηφιακό μέσον, είναι πιο εύχρηστο. Οι Έλληνες σκηνοθέτες κάνουν ταινίες με λίγα λεφτά όχι όπως θέλουν αλλά όπως μπορούν, φτύνοντας αίμα.

Υπάρχει μία τάση που υπήρχε και παλιότερα, αλλά έχει γιγαντωθεί με τα social media. Είναι όλη αυτή η ηθικοποίηση της Τέχνης που εκφράζεται κυρίως από νεότερους ανθρώπους μέσα από την κουλτούρα ακύρωσης. Τρανταχτό παράδειγμα το έργο του Πολάνσκι.

Και μόνο που το συζητάμε νομίζω πως και αυτό πεθαίνει σιγά-σιγά. Σε 10 χρόνια θα έχουμε ησυχάσει από αυτή τη μαλακία. Όταν μιλάμε για κακοποιητικούς ανθρώπους όπως ο Πολάνσκι, το θέμα υπάρχει και ταυτόχρονα δεν υπάρχει καθώς αυτή η αντίληψη, πώς το έργο ανήκει στον δημιουργό, είναι βαθιά συντηρητική και ηθικοπλαστική. Σημασία έχει τι δημιουργούν σε εμένα αυτά τα έργα, είμαι ένα σύμπαν από μόνος μου, ένας υπέροχος άνθρωπος ικανός να νιώσει όλα τα συναισθήματα και να τα μεταβολίσει. Όσα δημιουργούνται μέσα μας είναι δικά μας κι αυτό πρέπει να το υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο.

Βέβαια, θέλει μεγάλη προσοχή πώς διατυπώνεται αυτή η προβληματική. Η οικονομική κρίση ολοένα χειροτερεύει και όταν το κράτος καταστολής φουσκώνει, την πληρώνουν οι μειονότητες. Ξέρουμε από τη μία πως η πολιτική ορθότητα δεν είναι εργαλείο αλλά όπλο, και όπως κάθε όπλο, μετράει πολύ ποιος είναι αυτός που το κρατάει. Πρέπει να χτιστεί άμεσα ένα τοίχος προστασίας για κάθε άνθρωπο που απειλείται, αλλά από την άλλη, επειδή δε θέλουμε ή έχουμε δρόμο ακόμα, δεν έχουμε φτάσει στο επίπεδο της ωριμότητας να διδάξουμε ακόμα και κυρίως τον τελευταίο προλετάριο ποια πρέπει να είναι η θέση του απέναντι σε αυτά τα ζητήματα. Το υποκείμενο νιώθει ότι βάλλεται από παντού επειδή είπε κάτι που δεν έπρεπε, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιο λόγο κατηγορείται. Και εγώ νομίζω πως είναι σημαντικό να καταλάβει ο προλετάριος γιατί πρέπει να κατέβει μαζί με τις trans στο δρόμο και γιατί αυτές πρέπει να τον δεχτούν. Ο Ζακ, ας πούμε, είχε μια τέτοια ρητορική, τον ενδιέφερε αυτό το πράγμα και ίσως κάποιος θεωρήσει ειρωνεία αυτό που του συνέβη, αλλά δεν βίωσε την κακοποίηση τη μέρα της δολοφονίας του, τη βίωνε κάθε μέρα.

Έχει δημιουργηθεί μια τεράστια τάση κινηματογραφικής κριτικής από τους χρήστες social media τα τελευταία χρόνια. Αυτή η τάση λειτουργεί θετικά ή αρνητικά για τη δική σας δουλειά;

Νομίζω ότι τα προβλήματα στην κριτική ξεκίνησαν πολλά χρόνια πριν. Κάποια πράγματα γίνονται λάθος. Καταρχάς πιστεύω ότι οι κριτικές δεν θα έπρεπε να βγαίνουν ίδια μέρα με τις ταινίες, αλλά τρεις-τέσσερις μέρες μετά. Ο κόσμος πρέπει να διαλέγει ο ίδιος τις ταινίες με οποιοδήποτε κριτήριο και μετά να βγαίνουν κριτικές. Ο πρώτος μεταλόγος είναι ο λόγος της κριτικής και είναι σημαντικός, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει το υποκείμενο να γνωρίζει γιατί μιλάς. Όταν εγώ απλά υπάρχω για να υποδεικνύω ταινίες, παίζω κατά κάποιο τρόπο το παιχνίδι των διαφημιστών, που τους σιχαίνομαι. Επίσης μισώ τα αστεράκια και χαίρομαι που στη Ναυτεμπορική μπορώ να κάνω τη δουλειά μου χωρίς αυτό το στοιχείο. Τα αστεράκια είναι ο θάνατος της διαλεκτικής. Υπάρχουν κριτικοί που απλά λένε ‘’αυτή είναι η γνώμη μου, θα στην εδραιώσω όσο μπορώ’’ και κριτικοί που λένε απλά ‘’αυτή η ταινία είναι σκουπίδι και όποιος τη δει είναι κι αυτός σκουπίδι’’, με λόγια γλώσσα και κομψή, βέβαια. Γενικά, όπως σε κάθε δουλειά, όταν βλέπεις την υπογραφή σου μεγαλύτερη από το σινεμά, εκεί υπάρχει πρόβλημα.

Νομίζω πως είναι σημαντικό να καταλάβει ο προλετάριος γιατί πρέπει να κατέβει μαζί με τις trans στο δρόμο και γιατί αυτές πρέπει να τον δεχτούν. Ο Ζακ, ας πούμε, είχε μια τέτοια ρητορική, τον ενδιέφερε αυτό το πράγμα.

Τον σχολιασμό των ταινιών μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν το βλέπω ούτε θετικά, ούτε αρνητικά, απλά συμβαίνει, κόσμος μιλάει για ταινίες και ούτε με τις τάσεις ασχολούμαι. Όταν βλέπω σε διάφορες ομάδες στο facebook ότι η τάδε ταινία στοχοποιείται επειδή θέτει ένα ηθικό ζήτημα, παλιότερα μπορεί να με εκνεύριζε, τώρα δεν με νοιάζει καθόλου. Βλέπω κι έναν άγουρο φροϋδισμό σε όλη αυτή την κανονικοποίηση, κρύβεται έναν τεράστιο daddy issue πίσω από τη λογική πως ό, τι δημιουργήθηκε από την εποχή του πατέρα μας και πίσω είναι λάθος και ότι ανήκει στη δική μας εποχή είναι καλό. Δεν μπορώ να το πάρω σοβαρά και να υπάρχει μία συνδιαλλαγή σε επίπεδο τέχνης.

Η αλήθεια είναι ότι μπορεί να γίνει πολύ προσβλητική όλη αυτή η πλάκα γύρω από τους boomers.

Μισανθρωπιά είναι. Εμένα μου φαινόταν αστείο όταν το λέγαμε μεταξύ μας οι 40άρηδες, τώρα είναι στιγμές που μου φαίνεται κακοποιητικό εργαλείο. Από τη στιγμή που κάποιος έχει άσπρες τρίχες είναι ένοχος, αυτό ενοχοποιείται. Δε μπορώ να πάρω στα σοβαρά κάποιον που μιλάει για ισότητα και χρησιμοποιεί τον όρο boomer.

Δυστυχώς σαν εποχή βιώνουμε το βιολογικό τέλος μιας κινηματογραφικής γενιάς πολύ ένδοξης και μας μένει η αίσθηση ότι δημιουργούνται δυσαναπλήρωτα κενά.

Παρελθοντολάγνος δεν είμαι, αλλά το είπες κι εσύ πριν, όλοι οι ηθοποιοί πια πρέπει να έχουν κοιλιακούς. Ένας Walter Matthau, ένας Jack Lemmon σήμερα θα μπορούσε να επιβιώσει, στο σινεμά; Και ως τι, ως κακός της Marvel; (γέλια) Υπάρχουν ευτυχώς κάποιοι σκηνοθέτες που προσπαθούν να κρατήσουν αυτούς τους δεσμούς όχι από παρελθοντολαγνεία, αλλά για να αναδείξουν πόσο μοντέρνοι εξακολουθούν να είναι και σήμερα. Λόγου χάρη ο Πολ Τόμας Άντερσον με το σινεμά του Robert Αltman ή τον Βισκόντι στην Αόρατη Κλωστή. Στα χαρτιά η ηλικία δεν παίζει ρόλο -δες το σφρίγος του Σκορτζσέζε- αλλά με το βιολογικό θάνατο χάνουμε κόσμο. Πιστεύω πως και αυτό θα κάνει κύκλο, σε 5, 10, 15 χρόνια θα υπάρξει ένα κύμα νέων σκηνοθετών που θα γυρίσει πίσω σε αυτές τις ταινίες, αυτή τη γραφή, αυτή την οπτική. Κοινωνικά μπορεί να οδεύουμε προς την καταστροφή, κινηματογραφικά όχι.

Υπάρχει κάποιος νέος δημιουργός που ποντάρεις πολλά πάνω του;

Στην Ελλάδα ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, στο εξωτερικό ένας λατινοαμερικάνος, ο Juan Sebastian, σίγουρα o Leo Carax. Από την άλλη, κοίτα την Chloé Zhao. Έβγαλε το The Rider, ένα αριστούργημα, μετά το Nomandland, όπου ουσιαστικά έφτιαξα μία προσομοίωση ρεαλισμού για ένα πιο ευρύ κοινό, συμπαθητικoύλι αλλά μέχρι εκεί και μετά βγάζει το Eternals. Οπότε δεν μπορώ να πάρω και όρκο σε ποιους να ποντάρει κάνεις. Από την άλλη, δεν μπορώ και να την κατηγορήσω τη γυναίκα, όλοι γυρνάμε σπίτι μας και κοιτάμε πώς θα πληρώσουμε τους λογαριασμούς. Αν μπορείς να τη βγάλεις με κάποιον τρόπο, τη βγάζεις.

Υπάρχει κάποιος που απομυθοποίησες όταν τον γνωρίσεις από κοντά;

Πολύ εύκολη απάντηση. Ο Άντι Γκαρσία. Μόνο και μόνο που αντιλήφθηκε πως αναφορικά με την Κούβα είμαι με τον Κάστρο, επειδή ο ίδιος προέρχεται από μία πολύ πλούσια οικογένεια εκτοπισμένων με καζίνο στην περιοχή, ήταν τόσο εξουσιαστικά εριστικό το ύφος του, ύφος που συναντάς σε ανθρώπους που μείνανε στη μέση, που δεν έγιναν ποτέ μεγάλοι σταρ, Μπελμοντό ή  Κλούνεϊ, οπότε κουβαλάνε μία μεγάλη πικρία. Τώρα που δεν υπάρχουν πια λεφτά για αποστολές, τους μεγάλους σταρ τους συναντάμε μόνο στα φεστιβάλ και πολλές φορές πρέπει να μηχανευτείς πολλούς τρόπους για να κερδίσεις μία κουβέντα. Θυμάμαι μία προγραμματισμένη συνέντευξη με τον Harvey Keitel για το Youth που άλλαξε ώρα κι εγώ κατά λάθος δεν ενημερώθηκα εγκαίρως και έφτασα στο ξενοδοχείο την ώρα που έφευγε. Λέω στη βοηθό του ‘’δώστε του χαιρετίσματα από την οικογένεια του Θεόδωρου Αγγελόπουλου’’, υπονοώντας ψευδώς ότι έχω φιλικούς δεσμούς. Και τον ακούω να λέει αυτολεξεί ‘’if he was a friend of Τheo, I have to talk to him’’, σκέψου τι σύνδεση ένιωθε με τον Αγγελόπουλο. Πρώτη φορά το λέω, νιώθω ενοχές μέχρι και σήμερα, αλλά το έκανα για να μην τον χάσω και όντως απέσπασα μισή ώρα πολύ ουσιαστικής κουβέντας με αυτόν τον άνθρωπο.

Πώς προέκυψε το Μidnight Εxpress;

Ήταν μία πολύ δύσκολη περίοδος για μένα για πολλούς λόγους και είχα την ανάγκη να κάνω κάτι για να νιώσω καλά. Από τη μία σκεφτόμουν πως μου λείπουν οι μεταμεσονύκτιες προβολές, από την άλλη παρατηρούσα ταξιδεύοντας πως οι μεταμεσονύκτιες προβολές δεν είναι αυτό που στήθηκε στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά, αποκλειστικά φτιαγμένες για χαβαλέ και για εκτόνωση, αλλά πολλά παραπάνω. Επίσης κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι τις περισσότερες από τις αγαπημένες μου ταινίες δεν τις έχω δει στο σινεμά. Αυτό ήθελα ουσιαστικά. Ούτε που μου πέρναγε ποτέ από το μυαλό ότι υπάρχει τέτοια ανάγκη κι έξω κι όταν άρχισε να έρχεται κόσμος, τότε σκέφτηκα ότι μπορώ να αγοράσω και πιο ακριβές ταινίες, να κάνω πιο μεγάλα πράγματα. Πάντως δεν βγαίνουν και πολλά λεφτά από τις προβολές, ούτε φυσικά είναι ο βιοπορισμός μου. Για τους πυρόπληκτους μαζεύτηκαν αρκετά λεφτά μεν, αλλά μέσα σε τρία Σάββατα. Βοηθάνε και οι σπόνσορες.

Δεν είμαι λέκτορας, δεν ανεβαίνω με το μικρόφωνο με τη λογική ότι εγώ θα σας μάθω σινεμά. Νομίζω πιο ωραία συναισθάνεται κάποιος μία κουβέντα για το σινεμά όταν ξεκινάς βιωματικά παρά όταν μιλάς ακαδημαϊκά. Νιώθω ότι είναι ένα μεγάλο τραπέζι σε μία ταβέρνα και τυχαίνει να βρίσκομαι στην κεντρική καρέκλα. Γι’ αυτό και δε δέχομαι Q&A μετά την προβολή, θέλω να προκύπτει από τον ίδιο τον θεατή η ανάγνωση της ταινίας. Κάθε ένας που έρχεται στο Midnight μου κάνει ένα δώρο, νιώθω πολύ τυχερός και αυτοί οι άνθρωποι με βοηθάνε και το κρατάω. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα μπορούσα να πάρω κάποιο ΕΣΠΑ, να κάνω κάτι μεγαλύτερο. Δεν πρόκειται ποτέ να το κάνω αυτό. Το Midnight Express θα πάει για ύπνο όταν σταματήσει να το στηρίζει το κοινό του. Και τότε θα πάμε σε κάτι άλλο.

Θέλω να διαλέξεις τρεις αγαπημένους σου δημιουργούς και να τους χαρακτηρίσεις με ένα επίθετο.

Mario Μonicelli – Τίμιος
Ken Loach – Τίμιος
Claire Denis -Δημιουργός.
Ξέρει το περισσότερο σινεμά από όλους μας μαζί.

Exit mobile version