Bloodbath Nation: Ένα αιχμητό δοκίμιο για την οπλοκατοχή και τη βία στις ΗΠΑ
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Bloodbath Nation: Ένα αιχμητό δοκίμιο για την οπλοκατοχή και τη βία στις ΗΠΑ

SHARE THIS

«Οι ρωγμές στην αμερικανική κοινωνία μεγαλώνουν σταθερά κι έχουν μετατραπεί σε πελώρια χάσματα κενού χώρου», διαπιστώνει ο συγγραφέας Πολ Όστερ στο βιβλίο του.

Ο νεοϋορκέζος συγγραφέας Πολ Όστερ αποπειράται, στο σύντομο δοκίμιό του εικονογραφημένο με ασπρόμαυρα φωτογραφικά στιγμιότυπα από τοποθεσίες σφαγών στις ΗΠΑ, μια αυτοψία της χώρας του, την οποία αιματοκυλίζει η βία με τη χρήση πυροβόλων όπλων, χωρίς όμως να βρίσκει λύση.

Το «Bloodbath Nation» (εκδ. Grove Press) —ο τίτλος μεταφράστηκε στα γαλλικά «Pays de Sang, une histoire de la violence par arme à feu aux Etats-Unis» (εκδ. Actes Sud), ή «Χώρα του αίματος, ιστορία της βίας με τη χρήση πυροβόλων όπλων στις ΗΠΑ» κυκλοφορεί σήμερα στην Αμερική και την 8η Φεβρουαρίου στη Γαλλία.

Το κείμενο του 75χρονου πολυβραβευμένου λογοτέχνη, παθιασμένο, αλλά βασισμένο σε γεγονότα, λιτό, αναφέρεται σ’ αυτή τη φρικτή κατάσταση σε μια εκατοστή σελίδες. Η αφήγηση συνοδεύεται από σπαρακτικά στιγμιότυπα, τραβηγμένα από τον φωτογράφο Σπένσερ Όστραντερ.

Μια από τις εξηγήσεις για το πώς προέκυψε το δοκίμιο απαντάται στις πρώτες του σελίδες· πρόκειται για βαρύ οικογενειακό μυστικό, που ο συγγραφέας δεν ανακάλυψε παρά όταν ήταν νέος άνδρας πια. «Την 23η Ιανουαρίου 1919 (…) η γιαγιά μου πυροβόλησε τον παππού μου και τον σκότωσε», όταν ο πατέρας του Πολ Όστερ δεν ήταν παρά έξι ετών και ο θείος του, αυτόπτης μάρτυρας του φόνου, δεν ήταν παρά τρία χρόνια μεγαλύτερος. Η γιαγιά του Πολ Όστερ δικάστηκε στην πολιτεία Ουισκόνσιν (βόρειες ΗΠΑ), αλλά αθωώθηκε διότι κρίθηκε πως είχε καταληφθεί από «προσωρινή παραφροσύνη».

Εγκαταστάθηκε κατόπιν μαζί με τα παιδιά της στο Νιου Τζέρζι, σε μικρή απόσταση από τη Νέα Υόρκη. «Το όπλο τα προκάλεσε όλ’ αυτά· όχι μόνο τα παιδιά δεν γνώρισαν πια πατέρα, αλλά έζησαν γνωρίζοντας πως τον σκότωσε η μητέρα», γράφει ο Όστερ.

«Σύμβολο»

Όπως πριν από αυτόν αρκετές οργανώσεις θυμάτων και υποστηρικτές της επιβολής αυστηρότερων κανόνων για την οπλοκατοχή στη χώρα του, ο Πολ Όστερ κάνει μερικούς απλούς υπολογισμούς. Πάνω από 40.000 άνθρωποι πεθαίνουν στις ΗΠΑ κάθε χρόνο εξαιτίας των όπλων, οι μισοί από τους οποίους αυτοκτονούν. Με άλλα λόγια, από το 1968 είχαν αυτή την τύχη πάνω από ενάμισι εκατομμύριο πολίτες μιας χώρας όπου τα όπλα είναι περισσότερα από ό,τι οι κάτοικοι (393 εκατομμύρια έναντι 338 εκατομμυρίων).

Ο Σπένσερ Όστραντερ συνοδεύει το κείμενο με περίπου σαράντα ασπρόμαυρες φωτογραφίες τραβηγμένες σε τόπους σφαγών στις ΗΠΑ, για παράδειγμα στο νυχτερινό κέντρο Pulse της κοινότητας ΛΟΑΤ+, στο Ορλάντο, στην πολιτεία Φλόριντα, όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή 50 άνθρωποι το 2016.

Ένα σούπερ μάρκετ, ένα ακίνητο, ένας χώρος λατρείας, ένας δρόμος, ένας χώρος στάθμευσης, μερικά αυτοκίνητα, όμως σε καμιά από τις φωτογραφίες δεν διακρίνεται ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο. «Επέλεξα να εστιάσω στον τόπο κάθε επίθεσης ως σύμβολο. Είτε ανοικοδομήθηκε, είτε κατεδαφίστηκε, είτε αφέθηκε να σαπίσει, είναι σύμβολο της σημασίας που δίνουν οι Αμερικανοί στο ζήτημα», εξηγούσε ο Σπένσερ Όστραντερ τον Οκτώβριο στο περιοδικό Publishers Weekly, σύμφωνα με δελτίο Τύπου του εκδοτικού οίκου Grove Press.

«Οι ρωγμές στην αμερικανική κοινωνία μεγαλώνουν σταθερά κι έχουν μετατραπεί σε πελώρια χάσματα κενού χώρου», διαπιστώνει ο Πολ Όστερ στο βιβλίο.

Exit mobile version