Γιατί αγαπάμε τόσο τις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου;
FACEBOOK / THANASIS PAPAKONSTANTINOU ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Γιατί αγαπάμε τόσο τις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου;

SHARE THIS

Η ROSA βρέθηκε στη Ριζούπολη και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί οι συναυλίες του Θανάση, το παυσίλυπο που χρειαζόμαστε, αποτελούν το φαινόμενο σχεδόν κάθε καλοκαιριού.

Τετάρτη 21 Ιούνη. Θερινό ηλιοστάσιο. Η μέρα του χρόνου με το περισσότερο φως. Κόσμος άρχισε να μαζεύεται έξω από το γήπεδο «Γεώργιος Καμάρας» από νωρίς το απόγευμα. Ανυπομονησία. Πιτσιρικάδες με μαύρα καπελάκια, κορίτσια με άνετο ντύσιμο, μπύρες και πειρατικές σημαίες στα χέρια.

Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει. Και προσπάθεί να αντέξει. Ποια Ελλάδα; Η Ελλάδα που δεν μπορεί να πάει διακοπές και διψά για την εμπειρία του συναυλιακού καλοκαιριού, η Ελλάδα που τραγουδάει με μάτια κλειστά και φωνή τρεμάμενη τραγούδια για μετανάστες και ξενιτιά, η Ελλάδα των 25χρονων που χειροκροτάνε ακούγοντας μια μικρή ιστορία για την ΕΔΑ και τον Λοΐζο, ιστορία που μοιράζονται από τις ίδιες εξέδρες, το ίδιο γρασίδι, με την κόρη του, Μυρσίνη.

«Δεν είμαστε κρετίνοι, είμαστε καλά παιδιά, έχουμε τα τραγούδια, τις παρέες μας, έχουμε την ομορφιά και αντιστεκόμαστε», είπε κάποια στιγμή από το μικρόφωνο ο τραγουδοποιός, απευθυνόμενος στον κόσμο. Αυτή η φράση νομίζω ότι αντικατοπτρίζει απόλυτα αυτή την αγαπημένη Ελλάδα, την Ελλάδα του «Θανάση».

Λίγοι άνθρωποι είχαν την τύχη μέσα στα χρόνια να απολαμβάνουν την οικειότητα του μικρού ονόματος -ο Αντρέας, η Αλίκη, ο Στέλιος, ακόμα και ο Παντέλος και φυσικά ο άλλος, ο τεράστιος Θανάσης- και όλοι ανεξαιρέτως ακολούθησαν πιστά τη διαδρομή από τον λαϊκό εκφραστή στον λαϊκό ήρωα, φτάνοντας στον λαϊκό μύθο. Δρομέας αυτής της διαδρομής, διαδρομή μακρά και απαιτητική, είναι και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Θανάσης ο πολυακουσμένος, ο πολυτραγουδισμένος, ο Θανάσης που κάθε χρόνο γεμίζει θέατρα, στάδια, ρέματα, μέρη πιθανά και απίθανα, ο Θανάσης που τρέχει προς τον μύθο.

Βασικό στοιχείο της επιτυχίας, στοιχείο κεφαλαιώδες της 30ετούς και βάλε καλλιτεχνικής του διαδρομής, είναι ακριβώς αυτή η λαϊκότητα. Το λαϊκό των τεκέδων, του δρόμου, του περιθωρίου που εκτοξεύτηκε στα αστέρια μέσα από τα έργα των μεγάλων δημιουργών το ’60 και το ’70, που ακούστηκε στη διαπασών στα ξενυχτάδικα των μεγάλων σταρ, που θάφτηκε κάτω από τόνους γαρύφαλλο και θαμπώθηκε από εκτυφλωτικά φώτα στις τεράστιες πίστες, στα χέρια ενός πιστού σαν τον Παπακωνσταντίνου επαναπροσδιορίστηκε, μέσα από τις δημιουργίες ενός ανθρώπου που και ξέρει τι ακούει και έχει όραμα για το τι θέλει να παίξει, αποφεύγοντας με την ίδια επιτυχία τόσο τον στείρο ακαδημαϊσμό του κονσερβατουάρ, όσο και τη φτηνή δημιουργία για χάρη του σουξέ και της εύκολης καταξίωσης.

Είναι η εκδίκηση της γυφτιάς ο Θανάσης. Στεκόμουν στο πάνω πάνω μέρος του γηπέδου με τα χέρια ανοιχτά και ξάφνου φαντασιώθηκα ότι βρίσκομαι κάπου στη δεκαετία του ’80, σε μια από αυτές τις διονυσιακές συναυλίες του μεγάλου Παπάζογλου, εμπειρία που δεν είχα την τύχη να ζήσω. Η ίδια απενεχοποίηση του λαϊκού, του παραδοσιακού, του κλαρίνου, της τσαμπούνας -σε τι αγγέλους μπορεί να δώσει πνοή ο φοβερός Κωνσταντής Πιστιόλης -του μπουζουκιού, του μπαγλαμά και του λαούτου, όλα με μια βιρτουοζιτέ που ανεβάζει τη μουσική από το άκουσμα, στο βίωμα. Έτσι ώστε να μπορεί να γίνει μια άρρητη πολιτισμική διδαχή, απαλλαγμένη από διδακτισμούς.

Βοηθάει σίγουρα και το αστείρευτο μεράκι του ίδιου, μεράκι που τον «έσπρωξε» σε αυτόν τον χώρο, όπως και όλων των συντελεστών δίπλα του, συνήθως νέα παιδιά που αναδεικνύονται με τον καλύτερο τρόπο και ακολουθούν παρόμοεις διαδρομές, δημιουργώντας πολιτισμικό κεφάλαιο. Το μεράκι αυτό δεν ξεπηδά μόνο από πάθη που μπορεί να έχει ζήσει ένας καλλιτέχνης, αλλά από την ικανότητα για ενσυναίθηση. Να μπορείς να μπεις σε οποιαδήποτε ρούχα, μοσχομυριστά ή νοτισμένα στον ιδρώτα της αγωνίας, ντυμένος στο πουκάμισο που πήρες από τη ντουλάπα σου. Είναι αυτό το «αχ» που βγαίνει αβίαστα από μέσα μας για έναν άνθρωπο που παραδέρνει μέσα σε μια βάρκα ή χάνεται από έρωτα. Είναι αυτή η ικανότητα να σε ενδιαφέρει τόσο η ζωή, όσο και ο θάνατος και να μπορείς να το εκφράσεις με οποιονδήποτε τρόπο.

Ο Θανάσης Παπακωσνταντίνου, όλα τα χρόνια της παρουσίας του, και αυτό νομίζω είναι που του δίνει ένα πλεονέκτημα και μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές του κόσμου, προσπαθεί να μιλήσει για όλα αυτά που αφορούν τους ανθρώπους, τους πόνους και τις χαρές τους, το κοινωνικό και το ατομικό, με όλους τους τρόπους. Και καλά κάνει, γιατί λείπουν οι φωνές τριγύρω, αυτές που αρθρώνουν λέξη που νικά τον θόρυβο και φτάνει ολάκερη στα αφτιά του κόσμου.

Το μεγαλύτερο  ατού του Θάναση, αυτό που μαζεύει 30.000 πιστών στα γήπεδα της πόλης και κάνει τα καπνογόνα να ανάβουν, σπάζοντας κάθε καλοκαίρι όλα τα ρεκόρ, είναι η αυθεντικότητά του. Γιατί ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν προσπάθησε ποτέ να μας κοροϊδέψει, εκμεταλλευόμενος την αγάπη του κόσμου. Επιλέγει διαχρονικά να μιλάει κυρίως μέσα από τη μουσική και τους στίχους του, κάνοντας αυτό που αγαπάει και αγαπώντας αυτό που κάνει.

Exit mobile version