«H τέχνη δεν συμφέρει την εξουσία»
ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ/ EFSYN.GR
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

«H τέχνη δεν συμφέρει την εξουσία»

SHARE THIS

Ολες οι στοές ανήκουν στην αρχαιότητα (στοά Αττάλου, Φιλίππου στη Μεγαλόπολη κ.ά.). Εκτός από μία που είναι σύγχρονη με ιστορία πενήντα χρόνων. Η «Στοά» του Ζωγράφου. Εκεί πάνω στις πέτρες, στα τσιμέντα δίπλα στα κτίρια, φύτρωσε ένα δεντράκι με γερές ρίζες γιατί άντεξε στις θύελλες, στις καταιγίδες, μεγάλωσε και απλώθηκε για να απολαμβάνουν τους καρπούς του όσοι αγαπάνε το ποιοτικό θέατρο.

Κείμενο της Εύας Νικολαΐδου στην Efsyn

Ενιωσα δέος όταν συνάντησα τους ιδρυτές της στα καμαρίνια του θεάτρου, γεμάτα από περούκες, κειμήλια, κιβώτια με σκηνικά και κοστούμια. Μέσα από την κουβέντα μας αναζητήσαμε αλήθειες και γεγονότα που σημάδεψαν τα πενηντάχρονα της πορείας τους, χωρίς υποστυλώσεις και περιστύλια, βαδίζοντας σταθερά με πείσμα και θυσίες.

Θανάσης Παπαγεωργίου. Συζητώντας μαζί του σε εντυπωσιάζει η αξιοπρέπεια και η γενναιότητά του καθώς και η πνευματική ανύψωση στην τέχνη και στη σκηνοθεσία.

Λήδα Πρωτοψάλτη. Χαρακτηριστικά της είναι η σεμνότητα και η ευαισθησία. Ο Κάρολος Κουν την ξεχώρισε ως εξαιρετικό ταλέντο γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε να τελειώσει τα τρία χρόνια της δραματικής σχολής του. Παρακολούθησε μόνο το πρώτο έτος.

● Να θυμηθούμε το ξεκίνημα…

Λήδα Πρωτοψάλτη: Το πρώτο έργο που έπαιξα το 1974 ήταν το «Επος του βασιλιά Υμπύ» του Μάρκαρη και από κει συνεχίσαμε πια μαζί. Με τον Θανάση γνωριζόμαστε από το 1962. Νωρίτερα έπαιζα με τον δάσκαλό μου, Βασίλη Διαμαντόπουλο. Εκείνος με φώναξε στο θέατρο. Παίζαμε τότε «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» που έγινε επιτυχία και κάθε φορά που περνούσε κρίση το θέατρο, για να συνέλθει οικονομικά ανέβαζε σε επανάληψη αυτό το έργο.

Θανάσης Παπαγεωργίου: Εκείνη την εποχή για να γίνεις ηθοποιός έπρεπε να έχεις άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Να παρακολουθήσεις τρία χρόνια μια δραματική σχολή. Εκτός αν αποφάσιζε ο διευθυντής ή ο καθηγητής να σου δώσει άδεια ως εξαιρετικό ταλέντο.

Λ.Π: Ο Κουν με αγαπούσε πολύ και με πίστευε. Θεωρώ ότι χρωστάω το ταλέντο μου και σε μέλη της οικογένειας όπως στην αδελφή μου Ελσα Καστέλλα που ήταν τραγουδίστρια της όπερας και στη μητέρα μου που υπηρέτησε ως μουσικός σε δημόσιο Γυμνάσιο. Ο πατέρας μου ήταν από τη Σμύρνη ενώ η μητέρα μου από τη Ρωσία. Μετά την επανάσταση και την καταστροφή της Σμύρνης, έσμιξαν οι δυο καταστροφές. Τον Θανάση τον γνώρισα το ’62, όταν ήρθε να αντικαταστήσει τον πατέρα της Θεανώς Ιωαννίδου στο έργο «Πέντε στρέμματα παράδεισος» των συγγραφέων Γ. Σταύρου και Ανδ. Φραγκιά. Μου άρεσε πολύ η αμεσότητά του, ο τρόπος που έπαιζε. Φλερτάραμε σιγά σιγά, παντρευτήκαμε και έχουμε έναν γιο.

Την εποχή της δικτατορίας παίρνατε τολμηρές αποφάσεις.

Θ.Π: Ηταν τέτοια η εποχή. Ή έκανες κάτι ριψοκίνδυνο ή συμβιβαζόσουν με τη δικτατορία. Ημασταν κάποιοι θίασοι που τολμούσαμε να πάμε εναντίον της.

● Δικαιώθηκαν οι αγώνες σας αυτά τα πενήντα χρόνια;

Θ.Π: Το μεγαλύτερο παράσημό μας είναι ότι η «Στοά» δημιούργησε μία σχολή μέσα στο ελληνικό θέατρο. Εχουμε τη σχολή του Εθνικού, τη σχολή του Κουν και μετά θεωρήθηκε η «Στοά» σχολή. Αυτό είναι πολύ τιμητικό. Εχει έναν άξονα, μια γραμμή, μια πορεία, έναν στόχο. Είναι υποκριτική, ρεπερτοριακή σχολή. Αγκαλιάσαμε το ελληνικό έργο που δεινοπαθούσε. Βγήκαν πολλοί νέοι συγγραφείς, νέα ονόματα. Δεν παριστάνουμε τους σωτήρες. Καταφέραμε να αποκτήσει σεβασμό το ελληνικό έργο από το ελληνικό κοινό.

● Ηταν ένας τρόπος λύτρωσης και παρηγοριάς για τον κόσμο μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα.

Θ.Π: Οι άνθρωποι έρχονταν από έναν εμφύλιο. Ηταν νωπός ακόμα. Μιλάμε για Ασφάλεια, φακελώματα, κυνηγητά, εξορίες. Εγραψαν οι συγγραφείς τότε έναν καθημερινό, σύγχρονο προβληματισμό. Κατήγγειλαν το δικτατορικό καθεστώς. Ο «Λάκκος και η φάβα» ήταν μια σάτιρα. Το «Μεγάλο μας Τσίρκο» το ’73, επίσης. Οπως και οι «300 της Πηνελόπης» που είχε κάνει ο Γ. Χαραλαμπίδης.


Μάριος Βασιλόπουλος/ efsyn.gr

● Πώς βλέπετε την εξέλιξη της τέχνης;

Θ.Π: Σε κάθε εποχή η διαφορά πενήντα ετών είναι τεράστια. Μεσολαβούν δυο γενιές. Το θέατρο που γίνεται τώρα δεν με εκφράζει. Νομίζω ότι έχει μία καλλιέπεια, έναν ψευτομοντερνισμό, που σε απομακρύνει από το να εστιάσεις στο πραγματικό πρόβλημα.

Λ.Π: Το «Χάσαμε τη θεία. Στοπ» θεωρείται σήμερα παρωχημένο, αλλά όταν ανέβηκε ήταν απαραίτητο να καταγραφεί αυτή η οικογενειακή κατάσταση. Ενα αντρόγυνο που πεθαίνει η θεία και κοιτάνε πώς θα της πάρουν την περιουσία για να επιβιώσουν. Η κακομοιριά στην αποθέωσή της.

● Δεν υπάρχουν πια εμπνευσμένοι άνθρωποι;

Θ.Π: Υπάρχουν πάρα πολλοί. Μιλάμε για την αποστολή του θεάτρου.

Λ.Π: Δεν έχει καμία σχέση αυτό που κάναμε εμείς με αυτό που γίνεται τώρα. Θυμάμαι, μία κυρία με σταμάτησε μια μέρα στον δρόμο και μου είπε: «Κυρία Πρωτοψάλτη, τα γκρεμίζετε όλα, τι βάζετε στη θέση τους;». Της απάντησα: «Εσείς τι βάζετε στη θέση τους. Εμείς κάνουμε μια καταγγελία». Τι έγινε με τη «Θεία»; Ο Διαλεγμένος γύριζε όλη την Αττική και έγραφε στους τοίχους «Χάσαμε τη θεία. Στοπ». Ο κόσμος έλεγε η «θεία» είναι η CIA ή η Φρειδερίκη; Την ημέρα της πρεμιέρας, στις 9.30 ήταν η έναρξη, χτυπάει ο Θανάσης το κουδούνι και του λένε: «Τι κάνεις; Δεν βλέπεις πού φτάνει η ουρά του κόσμου;». Ηταν πραγματικά συγκινητικό. Ενα θέατρο στη συνοικία να κάνει τέτοια επιτυχία. Ηρθε ο Ντίνος Ηλιόπουλος και μας είπε «Εσείς είστε οι δάσκαλοί μας. Εμείς δεν μπορούσε να παίξουμε έτσι». Θυμάμαι τον Θανάση που μου είπε για πρώτη φορά στην κοινή μας ζωή «μπράβο Λιντάκι». Δεν το λέει εύκολα.

Θ.Π: Εχουμε κάτι κοινό με τη Λήδα. Την αμεσότητα.

Λ.Π: Πιστεύω ότι οι παλιές ελληνικές ταινίες οφείλουν την επιτυχία τους στο ότι οι ηθοποιοί είναι καταπληκτικά άμεσοι.

● Ποιο πιστεύετε ότι ήταν το κλειδί της επιτυχίας σας;

Θ.Π: Ηταν κάτι που θέλαμε να γεννηθεί από μέσα μας. Να μην είναι εισαγόμενο. Από αυτό πάσχει το σημερινό θέατρο.

● Πώς βλέπετε τη σχέση τέχνης κι εξουσίας;

Θ.Π: Είναι δυο άσπονδοι εχθροί. Την εξουσία δεν τη συμφέρει καθόλου η ύπαρξη της τέχνης. Υπάρχει ένα βιβλίο, «Το δόγμα του σοκ» της Ναόμι Κλάιν. Περιγραφόταν όλη η κατάσταση των πολέμων και ο Ράμσφελντ, που ήταν υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ, είπε «εμείς όταν κατακτούμε μια χώρα, όταν επιτιθέμεθα σε αυτή τη χώρα, το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να επέμβουμε στον πολιτισμό της. Μη νομίσετε –λέει– ότι είναι μόνο τα όπλα και οι βομβαρδισμοί». Γιατί; Γιατί εκεί είναι ο κίνδυνος. Ο πολιτισμός αφυπνίζει, δραστηριοποιεί τον άλλον, φέρνει την επανάσταση. Γιατί να αγαπηθεί η τέχνη από την εξουσία; Αυτή είναι η δουλειά της τέχνης.

Λ.Π: Είναι όπως τα λες.

Θ.Π: Οταν ανοίξαμε εμείς το θέατρο εδώ, από τις 6 – 7 η ώρα μέχρι τις 10 που κλείναμε ήταν απ’ έξω ένας μπάτσος. Ασφαλίτης, με πολιτικά, γνωστή μούρη. Κάθε μέρα, όλα τα χρόνια της δικτατορίας εδώ. Στην Κοκκινιά που πήγαμε ήταν ένας αστυφύλακας έξω στην πόρτα κι έγραφε τα ονόματα των εισερχομένων. Ακούστε εκφοβισμό. Ημασταν οι αριστεροί εν πάση περιπτώσει τότε. Η εξουσία προσπαθεί να χειραγωγήσει τον άνθρωπο. Η τέχνη τον κρατάει σε μια αφύπνιση και μια ενεργητικότητα. Προσπαθεί να του μαλακώσει την πληγή, να του απαλύνει τον πόνο. Δεν μπορεί να κάνει ούτε επανάσταση ούτε να γκρεμίσει την εξουσία. Κρατάει τη συνείδηση ξύπνια. Τίποτα παραπάνω.

● Πώς θα σχολιάζατε το metoo;

Θ.Π: Συμβαίνει σε όλη την κοινωνία. Είναι μια πανβρόμικη, αισχρή κοινωνία. Ξεχείλισε το σκατό στο βόθρο και πήρε μυρωδιά.

● Οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις επηρέασαν τη ζωή σας;

Λ.Π: Εχω χαρεί. Είναι ωραίο να παραδέχονται τη δουλειά σου. Θυμάμαι, ρώτησε μια δημοσιογράφος τον Καβάκο: «Εσείς δεν παίξατε σαν παιδάκι, δεν θα θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια» και της απάντησε «Κέρδισα όμως άλλα πράγματα». Εχει δίκιο. Οταν ασχολείσαι με την τέχνη, κερδίζεις πολλά.

● Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Μποστ;

Θ.Π: Εμφανίστηκε στο θέατρο το ’63. Είχε τεράστια απήχηση. Εμείς τακιμιάσαμε εύκολα. Με τον Μποστ έχουμε ένα κοινό χιούμορ.

Λ.Π: Οταν ανέβηκε η «Μήδεια» λέγανε μέχρι τότε ότι ο Μποστ ξόφλησε. Ανέβηκε η «Μήδεια»και έγινε το σώσε. Το κείμενο είναι εκρηκτικό. Κάνει κριτική ο Μποστ, ήταν πολιτικός συγγραφέας. Δεν τα έλεγε μόνο για να γελάσουν τα παιδιά.

Θ.Π: Η ματιά του Μποστ πάνω στα πράγματα είναι μοναδική και καθαρά πολιτική. Το ότι το παίρνουν οι πολιτιστικοί σύλλογοι, για να κάνουν τις γιορτές τους τις σχολικές επειδή έχει πλάκα είναι αμαρτία για τον Μποστ. Είναι βαθιά σοβαρός συγγραφέας. Είναι σατιρικός συγγραφέας. Η σάτιρα δεν σημαίνει σαχλαμάρα, είναι ιερό πράγμα. Η αθηναϊκή επιθεώρηση αν επέζησε τόσες δεκαετίες είναι επειδή στηρίχτηκε στη σάτιρα. Εγώ έχω δει ως παιδί επιθεώρηση, μέχρι έφηβος. Σατιριζόταν το σύμπαν. Περνούσαν αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι πάνω από τη σκηνή και δεν τους αφήναν σε χλωρό κλαρί. Σάτιρα όμως.

Λ.Π: Η επιθεώρηση είναι καθαρά ελληνική.
Θ.Π: Σατίριζαν μια κατάσταση ζοφερή.

● Κι η «Μαντάμ Σουσού» σάτιρα δεν είναι;

Θ.Π: Βέβαια. Εγώ τουλάχιστον που το σκηνοθέτησα θέλησα να δω τη μαντάμ Σουσού σαν τραγικό πρόσωπο κι όχι σαν μια σαχλή γυναίκα που έχει ψηλοτάκουνα και παριστάνει την κάποια. Υπάρχουν ακόμα Σουσούδες αρσενικές και θηλυκές.

● Ο χώρος εδώ θυμίζει ένα μικρό μουσείο.

Θ.Π: Εχουμε άλλες δυο αποθήκες με κοστούμια, με αξεσουάρ, με κάποια σκηνικά αντικείμενα. Πώς να ιδρύσεις ένα μουσείο; Χρειάζονται λεφτά για να το χρηματοδοτήσεις.

● Μα έχετε μια μεγάλη διαδρομή, πενήντα χρόνων.

Θ.Π: Και ποιος θα συγκινηθεί από αυτό; Λέτε να απευθύνω κάποιο αίτημα στην κ. Μενδώνη; (γελάει) Δεν υπάρχει στην Ελλάδα μεγάλο ενδιαφέρον για τα θεατρικά.

Exit mobile version