Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής που χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής που χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία

SHARE THIS

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο ποιητής των θαλασσών. Ο ασυρματιστής. Ο Κόλιας. Που έτσι τον φώναζαν οι συνάδελφοί του πάνω στο βαπόρι. Που δεν ήξεραν πως είναι ποιητής και γιατί να ξέρουν.

Γράφει η Γιάννα Κούκα

Σαν σήμερα γεννήθηκε εκείνος που είπε να χορέψουμε πάνω στο φτερό του καρχαρία, όπως εκείνον τον λευκό τρομακτικό που έβλεπε κι ο ίδιος στον ύπνο του. Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Καββαδίας. Που λάτρεψε τα ταξίδια, που ζαλιζόταν στη στεριά, που είδε νωρίς πως μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.

Ο Καββαδίας που το ‘ξερε πως εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού. Ο ποιητής που είχε κούλικο στο σώμα του τατού, μια γοργόνα, που είπε πως εκείνη στο μπράτσο του δεν θα πεθάνει ποτέ, πως ποτέ δεν θα τον αφήσει. Ο ποιητής που είπε πως όταν πεθάνει θέλει αυτές οι ζωγραφιές στο σώμα του να μη σαπίσουν. Να γίνουν αμπαζούρ να φωτίζουν τα όνειρα των στερημένων. Σαν σήμερα, ο ποιητής του Καραντί γεννήθηκε. Ο ποιητής που έγραψε “Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.” και “Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ”.

Ο ναυτικός. Ο ναυτικός που αγάπησε τις σεξεργάτριες ως όμορφες γυναίκες. Κι είπε “Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, πούχουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει”. Εκείνος που είπε “Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο. Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα. Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα”. Ο ποιητής που ήταν αριστερός. Που μέσα από τον φάκελο του Στρατή Τσίρκα στην Ασφάλεια, έγινε γνωστό πως οι αρχές παρακολουθούσαν και τον ποιητή επειδή ήταν καταγεγραμμένος ως κομμουνιστής.

Ο ποιητής με τους όρους του τους ναυτικούς, τους όρους του μπαρκαρίσματος, που επόθησε μια μέρα να ταφεί στις μακρινές Ινδίες κι είχε ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ. Και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες. Ο ποιητής του έρωτα “Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου.”, “Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές…”, Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; – Ματώνει, δε σκοτώνει. Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.”, “Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα, λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω”.

Σαν σήμερα γεννήθηκε εκείνος που αγαπήσαμε, ο ασυρματιστής των φορτηγών πλοίων. Εκείνος που αγάπησε κι ο Θάνος. Ο Μικρούτσικος. Που μας οδήγησε να μην αγαπάμε απλά τον ποιητή, να τον λατρεύουμε. Σαν σήμερα γεννήθηκε η ποίηση. Που χαραγμένο στο άλλο μπράτσο του ένα φανάρι από οίκο ανοχής. Ο Κόλιας που πάλευε με τον λευκό τον καρχαρία. Που τη θάλασσα ποτέ του δε φοβήθηκε, δεν αρνήθηκε. Ο ποιητής που είπε “Τίποτα δε φοβήθηκα τόσα χρόνια που ταξιδεύω, όσο κείνο το βράχο, που στις μαύρες καταραμένες ρίζες του παίζουνε τα Κεφαλονιτάκια κρυφτό.”

Exit mobile version