Ο Δ. Καραντζάς αναμετρήθηκε με τον Σαίξπηρ και βγήκαν και οι δυο κερδισμένοι
FACEBOOK.COM/DIMITRIS KARANTZAS-OFFICIAL ΓΚΕΛΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Ο Δ. Καραντζάς αναμετρήθηκε με τον Σαίξπηρ και βγήκαν και οι δυο κερδισμένοι

SHARE THIS

Ο Δημήτρης Καραντζάς επιχείρησε φέτος μια τολμηρή προσέγγιση στο πιο δημοφιλες love story όλων των εποχών, δίνοντας φρέσκια πνοή στη μαγεία του Σαίξπηρ.

Η αναμέτρηση με τον Σαίξπηρ είναι μια σκληρή δοκιμασία για τον ελληνικό θεατρικό κόσμο, δημιουργούς και κοινό. Πόσο εύκολο είναι να τα «βάλεις» με κείμενα που μετράνε σχεδόν μισή χιλιετία ζωής, κείμενα έμμετρα, ποιητικά που είναι εκ των πραγμάτων ρηγμένα ακόμα και στην καλύτερη δυνατή μετάφραση, όπως κάθε κομμάτι λόγου που δεν μπορεί να εκφραστεί πρωτότυπα;

Ακόμα και αν θεωρήσει κάποιος ότι η βαθιά σχέση του ελληνικού θεάτρου με τη δραματική ποίηση, αυτό το απαράμιλλο αβαντάζ που μας προσφέρεται -χωρίς να το εκμεταλλευόμαστε κατ’ ανάγκη και σωστά- προσφέρει ενα πλεονέκτημα στον μελετητή, το ιστορικό πλαίσιο του σαιξπηρικού σύμπαντος δημιουργεί θάλλασες που δε βγάζουν εύκολα στη στεριά.

Ο Δημήτρης Καραντζάς προσπάθησε κάπως να το κλέψει, να το ξεγελάσει αυτό το τελευταίο εμπόδιο, επιλέγοντας ένα θέμα διαχρονικό, κοινό, πανανθρώπινο: τον έρωτα. Πόση ευκολία έχει, όμως, στ’ αλήθεια η προσπάθεια να μιλήσεις για τον έρωτα, το αίνιγμα των αινιγμάτων, μέσα από το πιο δημοφιλές, το πιο χιλιοτραγουδισμένο, το πιο πολυπαιγμένο έργο που γράφτηκε πότέ γύρω από το θέμα; Πώς μπορείς να το ακουμπήσεις χωρίς να καταντήσεις γραφικός, γλυκανάλατος, μουσειακός ή βαρετός;

Πρώτα απ’ όλα, ποντάροντας στο σώμα. Αν δεν μιλήσει το σώμα για τον έρωτα, ποιος θα το κάνει καλύτερα; Δεν είναι η πρώτη φορά που το «τρομερό παιδί» του ελληνικού θεάτρου επενδύει στη σωματικότητα, με την αμέριστη συνδρομή του Τάσου Καραχάλιου στην κίνηση. Σώματα γυμνά, φωτισμένα, ερωτικά, ντροπαλά, σώματα σε περιδίνηση, σώματα στατικά, σώματα γεμάτα έξαψη, πόνο, αγωνία, σώματα που ποθούν και σώματα που πενθούν. Αυτό που στην παράσταση «Φαίδρα» ήταν μια εντυπωσιακή ποιητική πινελιά, στο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» γίνεται θρίαμβος.

Δε μιλάνε, βέβαια, μόνο για τον έρωτα τα σώματα. Έχουν το ελεύθερο να ανοίξουν έναν αδιάκοπο διάλογο με τον θεατή για όσα μας απασχολούν εξωκειμενικά, σαν πολίτες, σαν άτομα, σαν κοινωνία. Να χορέψουν σε ένα ξέφρενο πανηγύρι παρακμής, να τη «γιορτάσουν» στο κάτω μέρος μια χωρισμένης στα δύο «οθόνης» -στο πάνω, ψηλά, ανθίζει ο έρωτας- μέχρι τελικής πτώσης, μέχρι να σωριαστούν άδεια και βουβά.  Να κονταροχτυπηθούν σε έναν μάταιο αγώνα για την επικράτηση του ισχυρότερου, όπως τον ορίζουν μέσα που μόνο αδυναμία δηλώνουν, γεμίζοντας βίαιους ήχους τους δρόμους της Βερόνας και το ησυχαστήριο της πλατείας του θεάτρου.  Ένα ταξίδι που ξεκινάει από την ανέξοδη έκσταση και την ορμή και φτάνει μέχρι τον χαμό, με τα σώματα να σωριάζονται, ακίνητα, βουβά, ντυμένα τη γυμνή αλήθεια τους.

Για εμένα, όμως, η σημαντικότερη συμβολή σε αυτόν τον διάλογο, είναι η επιλογή του δημιουργού -εν προκειμένω μόνο έκπληξη δεν μας δημιουργεί- να απομονώσει από την παλέτα της βίας που αναδεικνύει αυτή που πηγάζει από την πατριαρχική κουλτούρα. Τη δημιουργία οικογένειας ως προυπόθεση πλήρωσης της γυναίκας, τον πατέρα αφέντη που φτάνει ακόμα και στη σωματική κακοποίηση για το «καλό» της κόρης, τη βουβή αποδοχή εξουσιαστικών μεθόδων από κουρασμένες, συμβιβασμένες μανάδες που ξέρουν, αλλά δε μιλάνε, την επιβολή του έρωτα ενός άντρα σε μια γυναίκα που ξέρει ότι δεν τον αγαπά. Και τότε φτάνουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ελάχιστα έχει αλλάξει η μοίρα των γυναικών τα τελευταία 500 χρόνια, μικρές οι διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, στα παλάτια της Βερόνας και στα τριάρια της Αθήνας, στα κορίτσια της παρθενικής τιμής και αυτά της σεξουαλικής επανάστασης.

Κάπως έτσι ο σκηνοθέτης, με τρόπο φυσικά που του επιτρέπει απλόχερα το κείμενο και η έξοχη μετάφραση του Διονύση Καψάλη, δημιουργεί διαρκώς δίπολα που οπτικοποιούνται άριστα με την πολύτιμη αρωγή της Μαρίας Πανουργιά στα σκηνικά, του Δημήτρη Κασιμάτη στον φωτισμό και της Ιωάννας Τσάμη στα κοστούμια. Έρωτας-παρακμή, αγάπη-βία, αγνότητα-εκφυλισμός, αλήθεια-επιτήδευση, νιάτα- γηρατειά, ομορφιά-ασχήμια, επανάσταση-συμβιβασμός, πάνω-κάτω, φως-σκιά, όλα σε μια αέναη διαπάλη που μας δημιουργεί ίσως μερικές φορές την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στη ζώνη του γκρίζου, μέχρι όλα τα φωτεινά στοιχεία -ο έρωτας, το φως, η αλήθεια, η ομορφιά- να επικρατήσουν μέσα πιο παράδοξο σκηνικό, το απόλυτο έρεβος του θανάτου.

Φυσικά απαιτείται να μνημονευτούν οι εξαιρετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις των ηθοποιών ολόκληρου του θιάσου, που χάρισαν στην παράσταση μια αίσθηση εξαιρετικής συνοχής και αρμονίας με τη φυσικότητα ροής ποταμού. Αξίζει να επιφυλλάξουμε μια ξεχωριστή μνεία στο πρωταγωνιστικό δίδυμο Ηρούς ΜπέζουΈκτορα Λιάτσου που στάθηκαν επάξια σε αυτόν τον άθλο, χαρίζοντάς μας δυο βαθιά συγκινητικούς ήρωες που δε θα ξεχαστούν εύκολα, στην απολαυστική Νένα της μοναδικής Ρένης Πιττακή, στην Άννα Καλαϊτζίδου για την σπουδαία  Κυρία Καπουλέτου και στον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη που πολλές στιγμές  ως Πατήρ Λαυρέντιος κυριαρχούσε με την παρουσία του πάνω στη σκηνή.

Με όχημα αυτές τις τολμηρές επιλογές – τη σεξουαλικότητα των σωμάτων, το ασίγαστο πάθος των πρωταγωνιστών, την άφοβη ενσάρκωση της βίας, την queer αισθητική, τις ομοφυλοφιλικές αποχρώσεις στην όποια συνύπαρξη των νεαρών αντρών, φιλική ή εχθρική-  ο Δημήτρης Καραντζας μεταφέρει τους ήρωές στο εδώ και τώρα, διατηρώντας όμως, αναλοίωτο τον βαθιά συγκινητικό χαρακτήρα του έργου που έχουμε τόση ανάγκη.

Αυτές οι επιλογές πολλές στιγμές κατά τη διάρκεια της παράστασης φάνηκαν να ξάφνιαζουν ή ακόμα και να  σόκαρουν θεατές που είναι συνηθισμένοι σε πιο κλασσικές προσεγγίσεις. Ίσως εντέλει αυτή να είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της επιτυχίας του εγχειρήματος, επιβεβαιώνοντας ότι ο πάντοτε τολμηρός Σαίξπηρ ευτυχεί μόνο στα χέρια τολμηρών σκηνοθετών και θιάσων.

Η παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά συνεχίζεται στην Κεντρική Σκηνη του Εθνικού Θεάτρου ως τις 19 Μαΐου.

 

 

Exit mobile version