Ο Kostika Çollaku μελοποιεί βαλκανική ποίηση και δίνει άλλη διάσταση στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού»
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Ο Kostika Çollaku μελοποιεί βαλκανική ποίηση και δίνει άλλη διάσταση στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού»

SHARE THIS

Ο νεαρός Θεσσαλονικιός συνθέτης παρουσιάζει το νέο του έργο και τη δουλειά του με το φωνητικό σύνολο Contradition Ensemble.

Ένα διαδικτυακό μουσικό άλμπουμ, με μελοποιημένη βαλκανική ποίηση, βασισμένη στην παράσταση «Του νεκρού αδερφού» κυκλοφορεί από τις 14 Ιανουαρίου 2022 δωρεάν σε όλες τις διαδικτυακές πλατφόρμες. Το άλμπουμ επιμελείται ο Kostika Çollaku, ένα παιδί από την Κορυτσά, που μεγάλωσε και μεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη.

Η ιδέα να μελοποιηθούν κάποια ποιήματα για την παράσταση «Του νεκρού αδερφού» – που δεν ανέβηκε λόγω της πανδημίας και προβλήθηκε μόνο διαδικτυακά – ήταν της σκηνοθέτριας Εύης Σαρμή, η οποία μαζί με το συνθέτη επέλεξαν αποσπάσματα από το έργο των Αργύρη Εφταλιώτη (Ελλάδα 1849-1923), Peyo Yavorov (Βουλγαρία 1878-1914), Jovan Dučić (Σερβία 1871-1943), Νaim Frashëri (Αλβανία 1846-1900) και Mihai Eminescu (Ρουμανία 1850-1889).

Η παράσταση ήταν ένα διαβαλκανικό θέαμα, βασισμένη στο ποίημα «Του νεκρού αδερφού», το οποίο γαλούχησε ολόκληρες γενιές των λαών των Βαλκανίων. Υπάρχουν ποικίλες ονομασίες για το ποίημα αυτό, όπως ο «Κωσταντής και Δοκίνα» στην Αλβανία, «Λαζάρ και Πετκάνα» στη Βουλγαρία, «Της Βόικας» στη Ρουμανία, «Η κόρη και τ’ αδέρφια της» στη Σερβία.

Ο Kostika Çollaku μίλησε στη Lifo και τον Χαρίλαο Τρουβά σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη που ακολουθεί παρακάτω.

Μου αρέσει που υπογράφεις στα αλβανικά.

Μ’ αρέσει αυτό το ποδαράκι κάτω από το Ç. Εξάλλου, έτσι είναι τ’ όνομά μου και στο διαβατήριο και στην ελληνική ταυτότητα, που την έβγαλα πριν δύο χρόνια, μετά από τόσα χρόνια διαμονής εδώ. Δεν υπάρχει άλλος λόγος. Άπαξ και το κάνεις στην αρχή, εγκλωβίζεσαι λίγο. Δεν μπορείς να το αλλάξεις μετά, από τη στιγμή που έχεις κυκλοφορήσει κι έχεις κάνει κάποια πράγματα μ’ ένα συγκεκριμένο όνομα.

Γεννήθηκες στην κόψη της Ιστορίας, το ’89.

Ναι, και το ’91 έφυγα με τους γονείς μου, περάσαμε τα σύνορα κι από τότε μένω στη Θεσσαλονίκη.

Αυτή η μετατόπιση τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή διαμόρφωσε κάπως και τον τρόπο που βλέπεις τα Βαλκάνια;

Σίγουρα την έχει διαμορφώσει. Βέβαια όλο αυτό γίνεται υποσυνείδητα και δεν ξέρω κατά πόσο μ’ έχει επηρεάσει και μουσικά. Σίγουρα όμως μ’ έχει επηρεάσει στην αγάπη μου για την πολυφωνία. Εξάλλου στην Κορυτσά πήγαινα και τα καλοκαίρια, όταν ήμουν μαθητής. Οι γονείς μου δουλεύανε και με πηγαίνανε για κάνα τρίμηνο εκεί, στους παππούδες. Άρα δεν μιλάμε μόνο για τα βιώματα των δύο πρώτων ετών που απλά γεννήθηκα κι έζησα εκεί. Ακόμα και τώρα, όποτε μπορώ, πάω. Τα ηπειρώτικα, τα πολυφωνικά, υπήρχαν πάντα στο σπίτι. Αυτά ακούγαμε στην οικογένεια. Καμία σχέση με κλασική μουσική, κανείς δεν ήταν μουσικός.

Εσύ πώς έμπλεξες μετά με τη δυτική μουσική;

Δεν ξέρω πώς. Δεν είχα πάει σε ωδείο. Μου βγήκε κάποια στιγμή η ανάγκη να γράψω. Ήταν πολύ δυνατό το ταρακούνημα. Δεν μου περνούσε σαν δεύτερη σκέψη μήπως κάνω κάτι άλλο. Στα δεκαοκτώ ξεκίνησα ωδείο αλλά έκατσα πολύ λίγο, τέσσερα χρόνια. Σταμάτησα γιατί δεν θεωρούσα ότι μπορούσε να μου προσφέρει κάτι παραπάνω.

Το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» υπάρχει σε παραλλαγές σε όλα τα Βαλκάνια. Επομένως μου φάνηκε πολύ ταιριαστό που ένας άνθρωπος σαν εσένα καταπιάστηκε μ’ αυτό.

Την παραλογή αυτή την ήξερα απ’ το Δημοτικό. Δεν ήταν ξεκάθαρα δική μου επιλογή, αλλά από τη στιγμή που έπεσε η πρόταση, μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν επιλογή της σκηνοθέτιδας Εύης Σαρμή. Υπάρχει μια προϊστορία όμως.

Στην πρώτη καραντίνα, ξεκινήσαμε να κάνουμε κάποιες απαγγελίες για τις εορτές ραδιοφώνου του Κρατικού Θεάτρου. Διαλέξαμε κάποια παραμύθια, ελληνικά, παραδοσιακά, κι εγώ έγραψα πρωτότυπη μουσική για να συνοδεύει την απαγγελία της Εύης. Κι αφού κάναμε τρία παραμύθια, μου λέει η Εύη: «Δεν κάνουμε και την παραλογή του νεκρού αδερφού;». Το κάναμε λοιπόν κι αυτό απαγγελία και μέσω αυτού γεννήθηκε η ιδέα να το κάνουμε και παράσταση.

Βέβαια τα μέρη που μελοποίησες δεν έχουν καμία σχέση με το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού». Αργύρης Εφταλιώτης κι άλλοι τέσσερις Βαλκάνιοι ποιητές.

Ο Εφταλιώτης έχει σχέση γιατί ο «Βουρκόλακας», απ’ όπου πήραμε στίχους, είναι ένα θεατρικό κείμενο που έγραψε επηρεασμένος απ’ το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού». Η Εύη βασίστηκε εκεί αλλά έβαλε και δικά της στοιχεία, όπως τις Μοίρες, που δεν υπήρχαν στον Εφταλιώτη, ενώ στο δικό μας έργο παίζουν σημαντικό ρόλο και μουσικά και δραματουγικά.

Και μπήκαν κι οι άλλοι ποιητές, στη γλώσσα τους – αλβανικά, βουλγάρικα, σέρβικα, ρουμάνικα.

Ήταν ιδέα της Εύης, που ήθελε να κάνει το έργο διαβαλκανικό – έτσι κι αλλιώς είναι διαβαλκανικό το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού». Βρίσκεις την ίδια παραλογή και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, με άλλα ονόματα. Θεωρείται ότι η παραλογή γράφτηκε στη Μικρασία τον 9ο αιώνα περίπου, αλλά σ’ αυτά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος.

Θέλοντας να εντάξουμε πιο πολλά διαβαλκανικά στοιχεία στο έργο, βάλαμε και ποιήματα από άλλες γλώσσες, που τα επιλέξαμε μετά από μεγάλη έρευνα. Αυτά τα κομμάτια μουσικά ακούγονται σαν στάσιμα. Έγινε λοιπόν μια πρόταση στο Πολιτιστικό Ινστιτούτο της Ρουμανίας να το χρηματοδοτήσει κι έτσι συνεργαστήκαμε και με τη βυζαντινή αντρική χορωδία Anton Pann.

Και αποφάσισες να βγάλεις τη μουσική από μόνη της. Είναι από τις περιπτώσεις που η μουσική στέκει χωρίς την παράσταση για την οποία γράφτηκε. 

Από την αρχή ήξερα ότι έχουμε να κάνουμε με μια μουσικοθεατρική παράσταση, οπότε μπήκα στη διαδικασία να φτιάξω μια μουσική ιστορία. Ήταν πολλή δουλειά για να την αφήσω, γνωρίζοντας μάλιστα ότι μπορεί να μην ξαναπαιχτεί η παράσταση.

Κι έμεινε σαν ενθύμιο μιας παράστασης για λίγους. Να μιλήσουμε όμως λίγο και για το φωνητικό σύνολο Contradition Ensemble, που διευθύνεις. Τι ακριβώς σημαίνει Contradition; Συμπαράδοση;

Έχει πολλές ερμηνείες η λέξη αυτή. Είναι το con-,  το λατινικό, που σημαίνει «με», είναι και το contra, που σημαίνει αντίθεση, αλλά υπονοείται και η λέξη contradiction, αντίφαση. Γιατί έχουμε πιάσει παραδοσιακά κομμάτια και τα έχουμε φέρει στα μέτρα μας. Στόχος μας δεν ήταν να κάνουμε απλά μια αναπαραγωγή ή να κλειστούμε σε ένα είδος. Είμαστε λίγο κόντρα στην προσέγγιση του πράγματος. Θέλουμε κάποια παραδοσιακά ν’ ακουστούν αλλιώς, κάποια ρεμπέτικα ν’ ακουστούν αλλιώς. Κι αυτή η προσέγγιση δίνει και την ταυτότητα που έχει το σύνολο.

Κάπου διάβασα ότι από μικρός ήθελες ν’ αλλάζεις, να πειράζεις τη μουσική.

Είχα τότε μια αίσθηση, που την κατάλαβα μεγάλος. Δεν ήθελα ακριβώς να πειράζω ή να χαλάω ή να αλλάζω ό,τι άκουγα. Άκουγα όμως ένα κομμάτι κι έλεγα ότι αυτή η μελωδία πάει αλλού, αν το έγραφα εγώ θα το έγραφα κάπως αλλιώς. Κι αυτό είναι και το έναυσμα για να ξεκινήσεις να κάνεις κάτι.

Ακόμα και σήμερα, όταν ακούω κάτι, ακόμα κι ένα κλασικό, χορωδιακό, οτιδήποτε, άμα δεν γίνει αυτή η πρώτη σκέψη τού να το οραματιστώ κάπως αλλιώς, δεν το πιάνω μάλλον. Αυτό είναι που μου δίνει το έναυσμα. Από κει και πέρα είναι θέμα δουλειάς, να κάνω παρτιτούρες κ.λπ.

Σ’ ενδιαφέρει περισσότερο η χορωδιακή μουσική ή η ενορχηστρωμένη;

Ε, φαίνεται τι. Κι όχι απλά η χορωδιακή αλλά η a cappella χορωδιακή. Από τα ηπειρώτικα μέχρι τα μεγάλα κλασικά έργα. Και με το σύνολο Contradition Ensemble υπάρχει αυτή η γκάμα. Μπορείς ν’ ακούσεις από Ραχμάνινοφ και Σνίτκε μέχρι Τσιτσάνη.

Εσύ τι βρίσκεις στο a cappella;

Είσαι σε ένα βουνό με πέντε άτομα και μπορείτε να τραγουδήσετε ένα πολυφωνικό. Απελευθερωμένος, χωρίς πρίζες. Και καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα που φτάνεις και σε μια συναυλία. Αναδεικνύεις τον στίχο και μπορείς να το αναπαράγεις παντού.

Είναι εύκολο να τα κάνεις όλα αυτά στη Θεσσαλονίκη;

Όχι, καθόλου, κι εγώ απορώ μερικές φορές πώς τα κάνω. Κάποια στιγμή θα σβήσει. Εμείς είμαστε πέντε χρόνια, δεν κάνουμε τακτικά πρόβες, επειδή όλοι είναι έμπειροι μουσικοί, δηλαδή σπουδάζουν τραγούδι, διαβάζουν παρτιτούρες. Τα παιδιά έρχονται επειδή βλέπουν ότι εγώ έχω ένα όραμα, αλλά δεν έχουν κάποια απολαβή πέρα από την ωραία κατάσταση που δημιουργείται μουσικά.

Δεν υπάρχει κάποια αμοιβή. Δίνουμε συναυλίες σε κάποιο τζαμί, σε κάποια εκκλησία, σε τέτοιους χώρους, για να το απολαύσουν οι ακροατές και για να βγει πιο άρτιο το αποτέλεσμα. Αυτοί οι χώροι όμως είναι αρχαιολογικοί, δεν βάζουν εισιτήριο, οπότε δεν μπορείς να βγάλεις κάτι. Επομένως είναι κάτι από το οποίο ξέρεις ότι δεν μπορείς να βγάλεις χρήματα, και δεν είναι βιώσιμο.

Αυτή η δυσκολία είναι θέμα Θεσσαλονίκης ή Ελλάδας, πιστεύεις;

Είναι και θέμα Ελλάδας, αλλά στην Αθήνα μπορεί να υπάρχουν δυο-τρία πράγματα παραπάνω, πιο πολλές πόρτες ανοιχτές.

Ποια είναι η πρόσληψη, η υποδοχή τού έργου σου απ’ το κοινό;

Στα δεκατέσσερα περίπου χρόνια προσωπικής δράσης μέσω της σύνθεσης και στα έξι χρόνια μέσω συναυλιών με το φωνητικό σύνολο, έχω παρατηρήσει πως ο κόσμος μπορεί να διακρίνει κάτι που έχει δημιουργηθεί με αγνότητα ως προς τις προθέσεις και με αγάπη και σεβασμό απέναντι στη μουσική. Το στηρίζει και με σχόλια και με τη φυσική του παρουσία στις συναυλίες. Στο κάτω κάτω, αυτή είναι και η μόνη ουσιαστική ανταμοιβή μας και είμαστε πολύ ευγνώμονες γι’ αυτό.

Τη μουσική κατάσταση της Θεσσαλονίκης πώς τη βλέπεις;

Είναι πολύ χάλια, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος και δεν φταίνε οι μουσικοί και δεν φταίει μόνο ο Covid. Έχουν δυσκολέψει βέβαια τα πράγματα, αλλά η κατάσταση ήταν ήδη κακή. Κι όταν λέω κακή, εννοώ ότι πολλές παραστάσεις, συναυλίες, είναι κάτω του μετρίου και, επειδή δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, απλά συνεχίζουν να υπάρχουν.

Όσον αφορά αυτού του είδους τη μουσική, την a cappella χορωδιακή, δεν έχεις την προσδοκία να γεμίσεις στάδια. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αλλά εκεί είναι που πρέπει να μπουν στη μέση φορείς πολιτισμού ώστε να στηρίξουν κάτι τέτοιο και έμπρακτα. Οι φορείς πολιτισμού της πόλης όμως πολλές φορές το βλέπουν επιχειρηματικά, φέρνοντας ένα καταξιωμένο όνομα για να γεμίσουν τις αίθουσες, κάτι που αναιρεί την ιδιότητά τους ως φορέων πολιτισμού.

Τις προηγούμενες δεκαετίες η Θεσσαλονίκη τροφοδοτούσε με πολλή μουσική τη χώρα.

Μουσικοί υπάρχουν, πάρα πολύ καλοί. Απλά όλοι φεύγουν Αθήνα, εξωτερικό. Επομένως μένοντας εδώ πέρα βλέπεις τους ίδιους και τους ίδιους, πέφτει η ποιότητα καλλιτεχνικά, κι αυτό είναι το αποτέλεσμα της όλης κατάστασης. Βέβαια ούτε το κοινό ζητάει όσο θα έπρεπε, είναι αμφίδρομη η σχέση. Εγώ με το σύνολο Contradition Ensemble προτείνω κάτι καινούριο και γι’ αυτό ξεκίνησα, γιατί ως ακροατής δεν έβρισκα χώρους ν’ ακούω χορωδιακή μουσική a cappella.

Βέβαια εσύ κάνεις μια πρόταση μοντέρνα, νεανική. Ο τρόπος που δουλεύεις τη μουσική, το στήσιμο, οι χώροι που επιλέγεις, σε σώζουν απ’ τις παγίδες της κλασικούρας ή του φολκλόρ.

Ναι, έχω ανοιχτεί σε μεγαλύτερη μερίδα κοινού. Είναι πολύ μεγάλος στόχος αυτός και χαίρομαι που το βλέπεις έτσι. Δε θα ‘θελα να κλειστώ κάπου και να απευθύνεται αυτό που κάνω σε συγκεκριμένα αυτιά. Με ενδιαφέρει να προσεγγίσω όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα με το ποια ακούσματα έχει ο καθένας. Εμένα θα μου άρεσε ν’ ακούω τέτοια μουσική και σε μαγαζιά. Η καλύτερη συναυλία που έχω πάει ήταν σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που τελούσε σε κατάληψη. Εκεί άκουσα μεταξύ άλλων και Σοστακόβιτς. Οι άνθρωποι είχαν φέρει τα σκυλιά τους, τα γατιά τους, τις μπίρες τους, καθόντουσαν κάτω και είχαν μεγαλύτερη σύνδεση με τη μουσική απ’ ό,τι σε έναν χώρο όπου υποτίθεται ότι η μουσική παίζει τον πρώτο ρόλο, όπως κάποιο Μέγαρο.

Επιλέγω ξεκάθαρα τον μη συμβατικό χώρο, με διαφορά, γιατί έχει πιο ανοιχτούς ανθρώπους, που εμπεριέχουν ουσιαστικότερο σεβασμό σ’ αυτούς που βρίσκονται πάνω στη σκηνή, στην ίδια τη μουσική και στους εαυτούς τους. Προτιμώ το πρόσωπο της μουσικής από το προσωπείο της.

Exit mobile version