Οι υπερβολές και ακρότητες του Χόλιγουντ σχετικά με την κλιματική αλλαγή
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Οι υπερβολές και ακρότητες του Χόλιγουντ σχετικά με την κλιματική αλλαγή

SHARE THIS

Το Χόλιγουντ προσπάθησε επί δεκαετίες να μετατρέψει την οικολογική ανησυχία σε ψυχαγωγία, χωρίς πολλές φορές να τα καταφέρνει αποτελεσματικά. Κατέληξε να παράγει μια σειρά από ταινίες γεμάτες υπερβολή, με μπόλικη δόση συνωμοσιολογίας, χωρίς να συμβάλλει στο διάλογο και στον προβληματισμό της κοινωνίας, ούτε να δίνει φωνή και εικόνα στα καθημερινά προβλήματα που οξύνονται εδώ και δεκαετίες από την κλιματική κρίση σε πολλά μέρη του πλανήτη.

Το Highlander II και η υπαρξιακή αναμέτρηση με τη φύση

Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν πάνε καλά με το «Highlander II: The Quickening» (1991). Τοποθετημένο σε ένα δυστοπικό 2024, παρακάμπτει τη μυθολογία του πρωτότυπου σεναρίου, μετατρέποντας τους αθάνατους πολεμιστές σε εξόριστους εξωγήινους από έναν πλανήτη που ονομάζεται Zeist.

Μέσα σε όλη αυτή την επιστημονική ανοησία, ένα σημείο της πλοκής ξεχωρίζει: στη μυθοπλασία του Highlander, η ανθρωπότητα έκαψε το στρώμα του όζοντος στα μέσα της δεκαετίας του 1990, γεγονός που καθιστά αναγκαία την κατασκευή μιας τεράστιας ηλεκτρομαγνητικής ασπίδας για την προστασία του πλανήτη από την κοσμική ακτινοβολία. Για το κοινό του 1991, η ιδέα ενός κατεστραμμένου στρώματος ήταν μια πραγματικότητα, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη – ή η κλιματική αλλαγή, όπως την αποκαλούμε σήμερα – είχε γίνει μέρος της παγκόσμιας συζήτησης. Ωστόσο η ταινία, παρότι άγγιξε ένα μείζον θέμα της εποχής, ήταν μια αποτυχία σε επίπεδο σεναρίου.

Οι ταινίες πάντα αντανακλούσαν τις βαθύτερες και πιο ανεξερεύνητες κοινωνικές ανησυχίες της εποχής τους. Στη δεκαετία του 1980, το πυρηνικό αδιέξοδο του Ψυχρού Πολέμου σήμαινε ότι ήταν πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου μέσα σε ένα γιγαντιαίο μανιτάρι. Η απειλή των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς που διέσχιζαν τον ουρανό ενέπνευσε αρκετές ταινίες που διαδραματίζονταν σε έρημα σημεία της γης. Αλλά καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος υποχωρούσε και η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση αυξανόταν, έγινε σαφές ότι ακόμη και αν αποφεύγαμε τον πυρηνικό Αρμαγεδδώνα, ο πλανήτης θα εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κίνδυνο. Συνεχίζοντας να υπερεκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους της γης, η ανθρωπότητα κατευθυνόταν προς μια αναπόφευκτη υπαρξιακή αναμέτρηση με τη φύση, αλλά κυρίως με τον ίδιο της τον εαυτό.

Από την φαντασία στην επιστημονική φαντασία και πάλι πίσω

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, αυτές οι ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή εισχώρησαν στον κινηματογράφο. Στο θρίλερ «Split Second» (1992), ο αστυνομικός Ράντγκερ Χάουερ, που κυνηγούσε τέρατα, περπατούσε μέσα σε ένα πλημμυρισμένο Λονδίνο. Στην περιπέτεια κινουμένων σχεδίων «FernGully: The Last Rainforest» (1992), οι νεράιδες και τα ζώα του δάσους έδωσαν μάχη κατά των εισβολέων υλοτόμων. Στο μεγάλο έπος «Water World» (1995), ο νομάς Κέβιν Κόστνερ διέσχισε με ένα άθλιο καταμαράν μια ατέλειωτη θάλασσα που δημιουργήθηκε από το λιώσιμο των πολικών πάγων. Η ταινία ήταν μια παταγώδης αποτυχία, αλλά λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα το «The Day After Tomorrow» (2004) έγινε το πρώτο blockbuster για την κλιματική αλλαγή, παρουσιάζοντας έναν σύγχρονο κόσμο όπου η κατάρρευση των παγετώνων δημιουργούσε τις συνθήκες για θανατηφόρες υπερκαταιγίδες και ένα «flash freeze» ικανό να μετατρέψει τη Νέα Υόρκη σε νέα Αρκτική.

Η ταχύτητα του θανατηφόρου ψύχους στην ταινία μπορεί να ήταν φανταστική, αλλά η απροθυμία των κυβερνήσεων να κάνουν κάτι πριν συμβεί το μοιραίο φαινόταν αληθινή. Ίσως επειδή είμαστε -ή νομίζουμε ότι είμαστε- πιο κοντά στον μετριασμό των προβλημάτων της κλιματικής αλλαγής, η πολιτική διστακτικότητα, η έλλειψη πρόνοιας και η επίκληση στη θρησκεία και σε ανώτερες δυνάμεις φαίνονταν όλο και πιο έντονες στις περισσότερες ταινίες.

Το μολυσμένο από τη ρύπανση Λος Άντζελες του 2019 στο «Blade Runner» (1982), όπως αποτυπώθηκε στη συνέχεια και στο σίκουελ «Blade Runner 2049» έδειξε ότι απέχουμε πολύ από μια βιώσιμη λύση απέναντι στην κλιματική κρίση. Το «Interstellar» (2014) αφορούσε το ταξίδι στο διάστημα, αλλά και την επελαύνουσα ερημοποίηση και την ασταμάτητη καταστροφή των καλλιεργειών που οδηγεί τον Μάθιου ΜακΚόναχι στα αστέρια σε αναζήτηση λύσης.

Το απολαυστικά ανόητο «Geostorm» (2017) βλέπει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μέσα από ένα δίκτυο δορυφόρων που ελέγχουν τον καιρό. Αν και είναι παρήγορο να σκεφτεί κανείς ότι ένας συνδυασμός ακτίνων καιρού και του Τζέραρντ Μπάτλερ θα μπορούσε δυνητικά να προστατεύσει τον κόσμο, η τεχνολογία στο Geostorm είναι περισσότερο φαντασία παρά επιστημονική φαντασία.

Το Digger θέτει ένα ρεαλιστικό πλαίσιο προβληματισμού και γεννά ερωτήματα

Όσο περνούν τα χρόνια, καλλιεργείται η αίσθηση ότι τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν παραιτηθεί από  τον μετριασμό ή την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Στην μεγάλη οθόνη, η κλιματική αλλαγή κινδυνεύει να γίνει λιγότερο ο κινητήριος μοχλός, ο πυρήνας της πλοκής, και περισσότερο μια ατμοσφαιρική λεπτομέρεια στο παρασκήνιο.

Στα δικά μας, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το «Digger» (2020), όπου ένας πατέρας υπερασπίζεται το δάσος που δίνει ζωή στον ίδιο και την κοινότητα. Ενας γιος πολεμά για τη δική του επιβίωση, αδιαφορώντας για την καταστροφή του τόπου. Ενας οικογενειακός πόλεμος παίρνει διαστάσεις κοσμικές και έρχεται να προκαλέσει έναν γόνιμο προβληματισμό για το σεβασμό στο περιβάλλον και κατ’επέκταση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Πέρυσι, λοιπόν, ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, παρουσίασε την πιο ξεκάθαρα οικολογικού προβληματισμού ελληνική ταινία της γενιάς μας, κάνοντας μια σοβαρή προσπάθεια να απαντήσει σε μεγάλα ερωτήματα.

Βλέποντας ό,τι συμβαίνει στη Γλασκώβη αυτές τις μέρες, είναι αδύνατο να μην αναρωτηθεί κανείς: Για ποιο λόγο βρισκόμαστε σε αυτό το αδιέξοδο και, κυρίως, πως θα πεισθούν οι ηγέτες να αναλάβουν δράση;

Exit mobile version