Ο Τσίκο Μέντες δεν φοβήθηκε κανέναν δίνοντας μαθήματα ακτιβιστικής αλληλεγγύης
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ο Τσίκο Μέντες δεν φοβήθηκε κανέναν δίνοντας μαθήματα ακτιβιστικής αλληλεγγύης

SHARE THIS

Σε ηλικία 19 ετών έμαθε να διαβάζει και να γράφει με τη βοήθεια του Φερνάντο Ταβόρα, ενός κομμουνιστή δασκάλου, με τον Μέντες να παραδέχεται ότι η εκπαίδευση και η μόρφωση άνοιξε τους ορίζοντές του.

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1988, ο Βραζιλιάνος περιβαλλοντολόγος ακτιβιστής Τσίκο Μέντες έπεφτε νεκρός, χτυπημένος από τις σφαίρες υπαλλήλων ιδιοκτητών μεγάλων αγροκτημάτων της πολιτείας Άκρε στη Βραζιλία. Ο Μέντες υπήρξε πρωτοπόρος του περιβαλλοντικού κινήματος, καθώς συνειδητοποίησε πολύ νωρίς ότι το τροπικό δάσος μπορεί να αποδειχθεί «κερδοφόρο» για την ανθρωπότητα εάν αφεθεί ανέπαφο, παρά εάν εκποιηθούν οι θησαυροί που περικλείει. Συνεργοί στη δολοφονία του υπήρξαν, όπως αποκαλύφτηκε αργότερα, η τοπική αστυνομία αλλά και κτηνοτρόφοι που ήθελαν να πουλήσουν τη γη τους σε μεγαλογαικοκτήμονες.

Ο Μέντες γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1944 στο δήμο Xapuri, που βρίσκεται στην πολιτεία Άκρε της Βραζιλίας. Ήταν γιος του Φρανσίσκο Άλβες Μέντες και της Μαρία Ρίτα Μέντες, οι οποίοι μετανάστευσαν στην πολιτεία του Αμαζονίου για να εργαστούν στην παραγωγή καουτσούκ. Σε ηλικία 11 ετών άρχισε να εργάζεται με τον πατέρα του στα καουτσουκόδεντρα. Σε ηλικία 19 ετών έμαθε να διαβάζει και να γράφει με τη βοήθεια του Φερνάντο Ταβόρα, ενός κομμουνιστή δασκάλου που ήταν ιδιαίτερα ενεργός στο περιβαλλοντικό κίνημα, τον οποίο ο Μάντες δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1964. Η εκπαίδευση και η μόρφωση άνοιξε τους ορίζοντες του Μέντες και τον οδήγησε να γίνει ακτιβιστής της κλιματικής αλλαγής. Τον βοήθησε να ευαισθητοποιηθεί απέναντι στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής και ιδιαίτερα στο ζήτημα της αποψίλωσης του τροπικού δάσους του Αμαζονίου και την εκμετάλλευση των καουτσούκ. Έτσι ξεκίνησε τον μεγάλο αγώνα του για την προστασία του δάσους του Αμαζονίου.

Το καουτσούκ και η εκμετάλλευση παραγωγών και αγροτών

Η εκμετάλλευση του καουτσούκ ως οικονομική δραστηριότητα στο δάσος του Αμαζονίου δημιουργούσε πάντα συγκρούσεις μεταξύ των γαιοκτημόνων και των παραγωγών, καθώς τις περισσότερες φορές βασιζόταν σε σχέσεις μεγάλης και ακραίας εκμετάλλευσης. Αυτό το σύστημα εγκλώβιζε και υπερχρέωνε τους παραγωγούς, με τους γαιοκτήμονες να παρέχουν στους εργάτες μόνο τα απαραίτητα αγαθά για την επιβίωσή τους ή έναν μισθό πολύ κάτω από αυτό που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σήμερα ως «κατώτατο μισθό».

Το καουτσούκ αποτέλεσε σημαντικό μέρος της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Βραζιλίας ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο καουτσούκ ήταν η πολιτεία του Αμαζονίου. Αυτή η πολλά υποσχόμενη αγορά προκάλεσε την επέκταση του εποικισμού και προσέλκυσε πλούτο σε ορισμένες πόλεις που βρίσκονται στη βόρεια περιοχή της Βραζιλίας, όπως το Μπελέμ, το Μανάους και το Πόρτο Βέλχο.

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών μετανάστευσαν στα βόρεια της χώρας για να εργαστούν ως παραγωγοί καουτσούκ. Ο αριθμός των καουτσουκόχαρτων αυξήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν υπήρξε μεγάλη ζήτηση για καουτσούκ για να βοηθηθούν οι Σύμμαχοι στην κατασκευή όπλων, καθώς διεξήγαγαν πόλεμο κατά του ναζιστικού άξονα.

Το 1943, η κυβέρνηση της Βραζιλίας δημιούργησε ένα σύστημα στρατολόγησης εργατών και αγροτών που θα στέλνονταν στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου για να εργαστούν ως καουτσουκοποιοί. Το πρόγραμμα «στρατιώτες από καουτσούκ» προήλθε έπειτα από μια συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βραζιλίας, με χιλιάδες ανθρώπους να στέλνονται στις πολιτείες Αμαζόνας, Πάρα και Ακρίτο, για να εργαστούν – πολλές φορές παρά τη θέλησή  τους – στην εκμετάλλευση του καουτσούκ.

Οι προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης τη δεκαετία του 1970

Το 1975, ο Μέντες βοήθησε στη δημιουργία του πρώτου συνδικάτου αγροτικών εργατών στην πολιτεία Άκρε. Ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι η δημιουργία ενός συνδικάτου θα ήταν σημαντική για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και πολιτικών συσχετισμών στις φυτείες καουτσούκ. Το συνδικάτο των εργατών άρχισε σύντομα να γίνεται σύμβολο αντίστασης ενάντια στην εκτεταμένη αποψίλωση των δασών. Τα μέλη του σχημάτιζαν μια ανθρώπινη αλυσίδα για να εμποδίσουν με φυσικό τρόπο την πορεία των μπουλντόζων και των υλοτόμων προς την αποψίλωση των δασών.

Οι προσπάθειες του Μέντες κατέληξαν να τραβήξουν την προσοχή σημαντικών προσωπικοτήτων στη Βραζιλία και παγκοσμίως. Ο ίδιος έλαβε βραβεία από τα Ηνωμένα Έθνη και μίλησε σε διεθνή ΜΜΕ για τους αγώνες του ως περιβαλλοντολόγος και ακτιβιστής της κλιματικής αλλαγής. Το 1980, μαζί με ηγέτες των ιθαγενικών κοινοτήτων, καλλιεργητές καουτσούκ και κατοίκους παραποτάμιων περιοχών δημιούργησαν τη «Συμμαχία των Δασικών Λαών» στη Βραζιλία, ένα κίνημα που απαιτούσε την οριοθέτηση των εδαφών εξόρυξης και εκμετάλλευσης. Η Συμμαχία στόχευε σε μια αγροτική μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να ωφελήσει όλους όσους διαβιούσαν στον Αμαζόνιο. Ήταν θεμελιώδους σημασίας για τη συμπερίληψη των δικαιωμάτων υπεράσπισης των ιθαγενικών πληθυσμών και της προστασίας του περιβάλλοντος στο Σύνταγμα της Βραζιλίας. Η δολοφονία του “πάγωσε” την πορεία διεκδίκησης αυτών των αιτημάτων.

To 2003, εικοσιπέντε χρόνια μετά το άγριο έγκλημα που στέρησε τη ζωή του Μέντες, η κυβέρνηση Λούλα στη Βραζιλία τον ανακήρυξε «προστάτη του περιβάλλοντος της Βραζιλίας». Τα τελευταία ωστόσο χρόνο, οι πολιτικές Μπολσονάρο έχουν πάει τη Βραζιλία πολλά χρόνια πίσω στο ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος, με την ανάγκη για ένα νέο κίνημα στη βάση των αρχών του Μέντες να είναι περισσότερο απαραίτητο από ποτέ.

«Στην αρχή νόμιζα ότι αγωνιζόμουν για να σώσω τα καουτσουκόδεντρα. Μετά ότι αγωνιζόμουν για να σώσω το τροπικό δάσος του Αμαζονίου. Τώρα, συνειδητοποιώ ότι αγωνίζομαι για την ανθρωπότητα», είχε δηλώσει ο Μέντες λίγο καιρό πριν τη δολοφονία του.

Exit mobile version