Εμβόλια covid-19: Να μοιραστούμε το επενδυτικό ρίσκο, αλλά με τι όρους;
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Εμβόλια covid-19: Να μοιραστούμε το επενδυτικό ρίσκο, αλλά με τι όρους;

SHARE THIS

Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιθυμούσε εξαρχής να ισορροπήσει μεταξύ του business as usual και της επείγουσας κατάστασης στην οποία έχουν βρεθεί οι ευρωπαίοι πολίτες.

Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιθυμούσε εξαρχής να ισορροπήσει μεταξύ του business as usual και της επείγουσας κατάστασης στην οποία έχουν βρεθεί οι ευρωπαίοι πολίτες. Οι Ευρωπαίοι, όχι οι πολίτες του κόσμου.

Της Contentativa

Την άνοιξη διοργάνωσε 2 διαδικτυακές εκδηλώσεις συγκέντρωσης χρηματικών ποσών από κράτη και ιδιώτες με σκοπό να βοηθήσει στην έρευνα και ανάπτυξη εμβολίων που θα ήταν δημόσια αγαθά. Για όλους και όλες, εντός και εκτός ευρωπαϊκής περιφέρειας. Έκανε σημαντικές δηλώσεις υπέρ της παγκόσμιας δεξαμενής πατεντών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Πολύ σύντομα έφυγε από αυτή την πορεία και ξεκίνησε μια πιο κλειστή ευρωπαϊκή πολιτική που είχε θετικές και αρνητικές επιπτώσεις. Υπέγραψε επενδυτικά συμβόλαια ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ στο σύνολό τους, με τις ιδιωτικές φαρμακοβιομηχανίες που περνούσαν από τις κλινικές μελέτες φάσης ΙΙ, στο κλινικό στάδιο ΙΙΙ με σκοπό να μοιραστεί το επενδυτικό ρίσκο και να εξασφαλίσει τα πιθανά εμβόλια προτεραιοποιώντας τους ευρωπαίους πολίτες.

Αυτή η πολιτική κρίνεται ως εξής:

Η ανάληψη πρωτοβουλίας για κοινή διαπραγμάτευση και κοινή παραγγελία με αντικείμενο μια φαρμακευτική καινοτομία, στην παρούσα φάση μιλάμε για το εμβόλιο, δεν έχει προηγούμενο. Η βιομηχανία μέχρι τότε επιδίωκε να υποβιβάζει τις πρωτοβουλίες που είχαν εμφανιστεί εντός ΕΕ, της BENELUXAI στις πλούσιες χώρες του βορρά και της Βαλέτας για τις χώρες του νότου, καθώς χαλούσαν τα κεκτημένα που δεν ήταν άλλα από τις διμερείς διαπραγματεύσεις. Αυτές έδιναν στη βιομηχανία αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ και την καθιστούσαν κεντρικό διαμορφωτή των εμπορικών όρων. Σε κάθε προσπάθεια που γινόταν από τις κυβερνήσεις να ενώσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ, η βιομηχανία έφερνε συνεχώς τεχνικές εκθέσεις που εξηγούσαν ότι το «όραμα» για κοινή διαπραγμάτευση είναι μακρινό.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό το βάρος του πολιτικού κόστους, κατάφερε να στηριχθεί στον σχετικά πρόσφατο κανονισμό ESI του 2016, που με μερικές τροποποιήσεις που έγιναν στις 15 Απριλίου 2020, της δίνει τη δυνατότητα σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, όπως η πανδημία Covid-19, να προχωρήσει σε κοινή παραγγελία. Η βιομηχανία του φαρμάκου, βλέποντας το μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη: ζητά από την ΕΕ να μοιραστεί το επενδυτικό κόστος, αντί να καθορίσει μόνο τις τελικές τιμές και δόσεις που θα παρέδιδε σε περίπτωση που όλα πήγαιναν καλά. Η ΕΕ το αποδέχεται, προχωρά στην υπογραφή με αυτούς τους όρους και βάση χρονοδιαγράμματος, που διαφαίνεται πλέον από την δημοσιοποίηση του συμβολαίου με την AstraZeneca που έγινε πριν μερικές μέρες και που μας προϊδεάζει για το πώς θα είναι πάνω κάτω και τα άλλα συμβόλαια, προχωρά στην πληρωμή των 2/3 των 870 εκατομμυρίων ευρώ εκ των προτέρων, για να βοηθήσει τις εταιρείες να συνεχίσουν τις κλινικές δοκιμές.

Το επενδυτικό ρίσκο είναι το μεγαλύτερο επιχείρημα του ιδιωτικού τομέα. Οι φαρμακοβιομηχανίες λένε ότι επενδύουν τεράστια ποσά στην έρευνα και ανάπτυξη, χωρίς εγγυήσεις ότι οι κλινικές δοκιμές θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι όταν καταφέρνουν να παράξουν ενός είδους καινοτομία, χρεώνουν υψηλές τιμές για να βγάλουν τα σπασμένα. Τι γίνεται όμως όταν έρχεται μια ένωση κρατών και αναλαμβάνει να διαμοιραστεί το επενδυτικό ρίσκο ή το αναλαμβάνει εξ’ολοκλήρου; Μπαίνει στην κούρσα παραγωγής ως ισότιμος εταίρος – αυτό θα έπρεπε να είναι σαφές στους όρους του συμβολαίου – και εφόσον οι ερευνητές παρουσιάσουν καλά δεδομένα έχει απαιτήσεις να επωφεληθεί και μάλιστα πρώτη, αν δεν υπάρχει αντίστοιχο άλλο συμβόλαιο που έχει υπογράψει η εν λόγω βιομηχανία με άλλες περιφέρειες ή χώρες.

Η αρχική πολιτική απόφαση της ΕΕ να εγκαταλείψει την παγκόσμια δεξαμενή πατεντών έρχεται ως συνέχεια στην απόφαση της διοίκησης Τραμπ να γυρίσουν οι ΗΠΑ πρώτες την πλάτη στη διεθνή κοινότητα. «Θα εμβολιάσουμε πρώτα τον αμερικανικό λαό» έλεγε ο τέως Αμερικανός Πρόεδρος καθώς αποχωρούσε από την οικονομική στήριξη του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας καλώντας τους γεωπολιτικούς συμμάχους του να κάνουν το ίδιο. Την ίδια στιγμή Κίνα και Ρωσία παρά το γεγονός ότι αναπτύσσουν επίσης εμβόλια χρηματοδοτούμενα με δημόσιους πόρους, δεν παραδίνουν τις πατέντες στον Π.Ο.Υ. Προτεραιοποιούν τους εμβολιασμούς σε εθνικό επίπεδο και χρησιμοποιούν τα εμβόλια για τις γεωοπολιτικές τους συμμαχίες. Μέσα σε αυτό το διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, η ΕΕ επιλέγει να ακολουθήσει και αυτή την ίδια τακτική προκρίνοντας συμφωνίες, όχι με άλλα κράτη που έχουν σε διαδικασία εμβόλια, αλλά με τις βιομηχανίες φαρμάκου της Δύσης.

Αυτή η πολιτική επιλογή της ΕΕ φαίνεται να αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Προσκρούει σε δυσκολίες της φύσης του εγχειρήματος: πόσο γρήγορα μια φαρμακοβιομηχανία μπορεί μόνη της να παράξει εκατομμύρια δόσεων, όταν ολόκληρη Ρωσία κάνει συμπράξεις με κατασκευαστικούς κολοσσούς, όπως η Ινδία και η Βραζιλία, για να ανταπεξέλθει στη ζήτηση εκατομμυρίων δόσεων.

Προσκρούει στην αναζήτηση επιχειρηματικού κέρδους και στους όρους εμπιστευτικότητας των εμπορικών συμφωνιών, που όπως ισχύουν για τα συμβόλαια που υπογράφει η ΕΕ, ισχύουν για τα συμβόλαια που υπογράφει η βιομηχανία. Σήμερα εμείς δεν γνωρίζουμε αν η κάθε AstraZeneca έχει μοιραστεί το επενδυτικό ρίσκο με άλλους εκτός της ΕΕ και με ποιους. Ούτε ξέρουμε αν έχει εγγυηθεί και άλλα εκατομμύρια δόσεων, σε ποιες χώρες και με τι όρους. Αν διαβάσει κανείς τις σελίδες του συμβολαίου που αναγκάστηκε η ΕΕ να δώσει στη δημοσιότητα, φαίνεται σχεδόν να παρακαλά τη βιομηχανία να τις δώσει τα εμβόλια ή να βρούνε από κοινού τρόπους να υπερνικήσουν ανταγωνιστικά συμβόλαια.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε τα εξής:

  • Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να ανταπεξέλθουμε με σοβαρότητα σε μια παγκόσμια πρόκληση όπως η πανδημία αν δεν υπάρχει σε κεντρικό επίπεδο συνεργασία των κρατών και αν δεν προτεραιοποιηθεί η κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος. Η αναστολή των συμφωνιών πνευματικής ιδιοκτησίας για φάρμακα, εμβόλια και διαγνωστικά που αφορούν την Covid-19 είναι αυτό που πρέπει όλες οι χώρες μαζί να τολμήσουμε.
  • Στην περίπτωση που επιμένουμε στον «παλαιό τρόπο σκέψης», δηλαδή της προώθησης εμπορικών, περιφερειακών ή εθνικών συμφερόντων έναντι της παγκόσμιας κοινότητας, η έλλειψη διαφάνειας και οι εμπιστευτικές συμφωνίες δεν θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όπως αποδεικνύεται από τη μέχρι σήμερα εξέλιξη των συμφωνιών της ΕΕ με τις φαρμακοβιομηχανίες.
  • Η ίδια η βιομηχανία πρέπει επίσης να παραδεχθεί την αδυναμία ανάπτυξης σε μαζική κλίμακα και να αναπροσαρμόσει το ρόλο της, που είναι σημαντικός αλλά δεν μπορεί να είναι ο κυρίαρχος. Η κρισιμότητα της κατάστασης είναι ανελαστική ως προς τα χρονοδιαγράμματα που δίνουν οι εταιρείες. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου που μας ζητάνε.

www.contetativa.com

Exit mobile version