Κωνσταντίνος Τσουμάνης: Παγιδευτήκαμε στα “ρεκόρ αφίξεων”
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Κωνσταντίνος Τσουμάνης: Παγιδευτήκαμε στα “ρεκόρ αφίξεων”

SHARE THIS

Ο Κωνσταντίνος Τσουμάνης είναι Διδάκτωρ Τουριστικής Οικονομίας. Ζει στην Κέρκυρα και έχει γράψει βιβλία για το νησί και την ιστορία του σε σχέση με τον τουρισμό. Μιλάει στο rosa.gr για τις άμεσες και τις μακροχρόνιες συνέπειες της φετινής πανδημίας στον τουρισμό, το πρόβλημα του υπερτουρισμού, αλλά και την πολυσυζητημένη επένδυση στον Ερημίτη, στα βορειοανατολικά της Κέρκυρας, έναν από τους δύο φυσικούς πνεύμονες του νησιού, που η πολιτεία τον αντιμετωπίζει όπως λέει χαρακτηριστικά σαν «έμπορος οργάνων».

Συνέντευξη στον Κώστα Αργυρό

– Υπάρχουν κάποια στοιχεία για τα επίπεδα της τουριστικής κίνησης στην Κέρκυρα φέτος; Τελικά άξιζε τον κόπο το ρίσκο του ανοίγματος;

Είναι γνωστό ότι η Κέρκυρα δέχεται αεροπορικώς το 98% των διεθνών αφίξεων. Τον Απρίλιο είχε μείωση κατά 73% και μέχρι τώρα, τον Αύγουστο, η μείωση ανέρχεται στο 50% περίπου. Ως εκ τούτου, ο επιχειρηματικός κόσμος γνώριζε εξ αρχής τα δεδομένα και δεν προσδοκούσε θετικά οικονομικά αποτελέσματα.

Το άνοιγμα των επιχειρήσεων αυτής της τουριστικής περιόδου αποσκοπούσε κυρίως στην ενδυνάμωση της ψυχολογίας και της αυτοπεποίθησης όλων των εμπλεκόμενων φορέων, και στο γεγονός ότι οφείλουμε να σταθούμε όλοι μαζί ενωμένοι για να αντιμετωπίσουμε αυτή την απρόβλεπτη πανδημία.

Η επιχειρηματικότητα ταυτίζεται με το ρίσκο, που αυτή τη φορά, με τον COVID-19, το ρίσκο μεταβλήθηκε σε άμεση απειλή, με εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους και δεκάδες εκατομμύρια ανέργους σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

– Η Κέρκυρα είναι ένα από τα τουριστικά νησιά μας, που αντιμετώπισαν τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα του υπερτουρισμού. Θεωρείτε ότι η πανδημία είναι μια ευκαιρία για αλλαγή μοντέλου;

Η πανδημία, πέραν από τις καταστροφικές συνέπειες που προανέφερα «έκρουσε» και τον κώδωνα του κινδύνου για τις τουριστικές περιοχές που δέχονται μεγάλο αριθμό μαζικού τουρισμού.

Άμεσα, οι δημόσιοι και ιδιωτικοί τουριστικοί φορείς, δεν συζητούν για μια αλλαγή του υπάρχοντος μοντέλου, κυρίως λόγω των ιεραρχούμενων προτεραιοτήτων που τίθενται, και σχετίζονται με τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας. Σε δεύτερο χρόνο, θα συζητάμε για την εποχή προ και μετά κορωνοϊού, σε όλα τα επίπεδα, παγκοσμίως.

Όσον αφορά τη χώρα μας, ο τουρισμός «παγιδεύτηκε» στα «ρεκόρ αφίξεων» τα τελευταία χρόνια, που με αυταρέσκεια προβάλλονταν από κάθε τουριστική ηγεσία.

Ο ιός έρχεται να υπενθυμίσει τις συνέπειες που προκαλεί η υψηλή πυκνότητα του μαζικού τουρισμού.

– Πιστεύετε ότι οι αρμόδιοι φορείς, αλλά και οι επιχειρηματίες του τουρισμού έβγαλαν φέτος κάποια διδάγματα, που θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν ενόψει των χρόνων που έρχονται;

Φοβάμαι, πως όταν επανέλθει η κανονικότητα, τόσο η πολιτεία όσο και οι επαγγελματίες του τουρισμού, θα επιλέξουν την εύκολη λύση του «αυτόματου πιλότου», ενώ τώρα είναι η χρυσή ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τον Ελληνικό Τουρισμό με ποιοτικά χαρακτηριστικά, μιας και αποδείχτηκε περίτρανα, για άλλη μία φορά, πως ο τουρισμός αποτελεί την κύρια ατμομηχανή της Ελληνικής Οικονομίας.

Ο μαζικός τουρισμός δεν πρόκειται να μειωθεί, αντίθετα θα αυξάνεται.

Το ζητούμενο είναι η άνιση χωρική και χρονική κατανομή του, που προκαλεί υψηλή πυκνότητα σε συγκεκριμένες περιοχές, και υψηλή εποχικότητα στους τέσσερις (4) καλοκαιρινούς μήνες.

Για παράδειγμα η Κέρκυρα δέχεται σ’ αυτή την χρονική περίοδο το 80% των διεθνών αφίξεων και εισπράττει το 90% των εσόδων της.

Αυτό συνεπάγεται και τις πολύ μεγάλες συνέπειες: καταπόνηση των δημοσίων υποδομών, του οδικού δικτύου και των κοινόχρηστων αγαθών και χώρων, και πολλές φορές την ανεπάρκεια αυτών, όπως την μη  επαρκή ύδρευση, ηλεκτροδότηση, αποχέτευση κ.ά.

Τέλος, με το μοντέλο αυτό, δεν διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των τουριστικών επιχειρήσεων.

Η βελτίωση αυτού του μοντέλου δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί θα πρέπει να συμπράξουν τόσο η χώρα υποδοχής, εν προκειμένω η Ελλάδα, όσο και οι κύριες χώρες προέλευσης τουριστών (Αγγλία, Γερμανία), αλλά και οι διακινητές του μαζικού τουρισμού (Tour Operators), ώστε να επιδιώξουν μια ορθολογική διαχείρισή του.

– Ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν ιδιαίτερα φέτος ήταν η περιβόητη επένδυση στον Ερημίτη. Έχει μέλλον αυτό το μοντέλο της κατασκευής τεράστιων ξενοδοχειακών μονάδων και μάλιστα σε περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή μήπως επαναλαμβάνουμε με σύγχρονο τρόπο λάθη από το παρελθόν;

Τώρα, θέσατε ένα σημαντικό θέμα, για το οποίο θα απαιτούνταν μια ξεχωριστή συνέντευξη.

Σχετικά με την επίμαχη επένδυση του Ερημίτη της βορειοανατολικής Κέρκυρας, ως επιστήμονας του τουρισμού, που παρακολουθώ την εξέλιξη του κερκυραϊκού τουρισμού τα τελευταία 30 χρόνια, θέλω να είμαι δίκαιος.

Δεν ανήκω σε κάποιο σύλλογο ή ομάδα που πιθανόν να έχει επιλεκτική ευαισθησία, τόσο για το περιβάλλον όσο και για την επένδυση.

Οι δικές μου ενστάσεις έχουν να κάνουν με την υποκρισία και τον κοροϊδία της πολιτείας απέναντι στην Κέρκυρα, σε έναν τουριστικό προορισμό που λειτουργεί ως τουριστικό θέρετρο 200 και πλέον χρόνια.

Συγκεκριμένα:

α) Η πολιτεία για 40 χρόνια άφησε την Κέρκυρα στο «έλεος του Θεού», με την ανοχή και την αδιαφορία των Κερκυραίων. Και ξαφνικά ανακαλύπτεται μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (που για τους κρατούντες αντιμετωπίζεται ως ένα δημόσιο φιλέτο προς εκμετάλλευση, που ούτε καν γνώριζαν που βρίσκεται, απλά ανοίξανε το συρτάρι με τα ασημικά, και πουλάνε).

Το επιχείρημα των ιθυνόντων είναι ότι θα δημιουργηθεί μια ξενοδοχειακή μονάδα 5 αστέρων, 200 κλινών, και 40 πολυτελείς βίλες, και θα αλλάξει το τουριστικό μοντέλο της Κέρκυρας.

Αυτό το επιχείρημα, θα είχε πράγματι αξία, αν η επένδυση γινόταν στα Τζουμέρκα, που διαθέτουν συνολικά 100 κλίνες και που πράγματι θα προσέδιδε μια υπεραξία στον τόπο.

Η Κέρκυρα διαθέτει ήδη 130.000 κλίνες και η πλειοψηφία τους βαθμολογείται κάτω του μετρίου.

Αντί, λοιπόν, η πολιτεία να μεριμνήσει γι’ αυτές τις απαξιωμένες κλίνες, που αποτελούν το «δάσος» της υπόθεσης ‘τουρισμός’, ενδιαφέρεται ξαφνικά και διακαώς, για την δημιουργία 200 κλινών 5 αστέρων, που αποτελεί το «δέντρο» της υπόθεσης.

β) Η πολιτεία, σε έναν τέτοιο προορισμό, θα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στο χωροταξικό σχεδιασμό και σε ανάλογες σχετικές μελέτες, ώστε να γνωρίζουμε ποια είναι η φέρουσα τουριστική ικανότητα του νησιού και ποιες είναι οι βασικές κατευθύνσεις για την βελτίωση, κατ’ αρχάς, του υπάρχοντος τουριστικού προϊόντος και κατά δεύτερο λόγο ποιες είναι οι προοπτικές του.

γ) Στην επένδυση του Ερημίτη δόθηκαν ευνοϊκότεροι όροι δόμησης από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο επενδυτή που έχει προβεί σε επένδυση στην Κέρκυρα.

δ) Η διαδικασία προκήρυξης του διαγωνισμού προέβλεπε για μίσθωση 99 χρόνων, και στη συνέχεια αυτό άλλαξε… Τυχαίο;!

ε) Η Εταιρεία που ανέλαβε την επένδυση στον Ερημίτη ασχολείται με Real Estate και συνεπώς κατ’ αυτό τον τρόπο προσεγγίζει την επένδυση.

Θα πωλήσει τις 40 βίλες από τις μακέτες, θα κατασκευάσει το ξενοδοχείο, και κατά αυτόν τον τρόπο αποκτά περισσότερα οικονομικά ωφέλει, όπως ο συντελεστής δόμησης, επιχορηγήσεις του κράτους, φοροαπαλλαγές κ.ά.

στ) Τέλος, η πιο προσβλητική στάση της πολιτεία απέναντι στην Κέρκυρα είναι η εξής: Η Κέρκυρα έχει δύο περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, τον Ίσσο και τον Ερημίτη, που αποτελούν τους δύο φυσικούς πνεύμονες του νησιού.

Έρχεται η πολιτεία και λέει «θα πουλήσω (καταστρέψω) τον έναν φυσικό πνεύμονα για το καλό σας, εφόσον μπορείτε να ζείτε και με τον άλλον».

Μας αντιμετωπίζει ακριβώς όπως οι έμποροι ανθρωπίνων οργάνων στην Αφρική, που οι δυστυχείς άνθρωποι πεινάνε, και τους λένε, για να επιζήσεις θα σου πάρουμε τον ένα πνεύμονα, γιατί μπορείς να ζεις και με τον άλλον πνεύμονα, για το δικό σου καλό.

Έτσι, η πολιτεία φρόντισε για το καλό της Κέρκυρας. Μην ξεχνάμε ότι ο κύριος σκοπός ξεπουλήματος του Ερημίτη ήταν να βρεθούν χρήματα για το δημόσιο χρέος, αλλά ούτε αυτό επιτεύχθηκε.
Exit mobile version