
Η αλλαγή στη ζωή μας
Η κατανάλωση, η πανδημία, οι κοινωνικές ανισότητες και η 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
-
31.03.2021 Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης
Από την περίοδο 2009 – 2010 και την απαρχή της ελληνικής οικονομικής κρίσης, οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων έχουν αλλάξει πολύ, σε βαθμό που σήμερα να συζητάμε για την ανάγκη ανάλυσης και κατανόησης αυτού του διαρκώς εξελισσόμενου φαινομένου. Η νέα κατάσταση που έχει πλέον διαμορφωθεί, είναι χρήσιμο να τοποθετηθεί μέσα στο πλαίσιο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης που βρίσκεται προ των πυλών.
Το πρώτο σοκ
Το πρώτο μεγάλο σοκ για την ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση για την ελληνική αγορά και οικονομία, ήρθε με το ξέσπασμα της κρίσης και την είσοδο της χώρας μας στη «μαύρη τρύπα» των μνημονίων, που κάθε άλλο παρά μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα αποδείχθηκε πως είχαν. Η περίοδος της επίπλαστης ευμάρειας, των Ολυμπιακών Αγώνων και της υποτιθέμενης ανάπτυξης (κάποιοι μιλούσαν και για «το ελληνικό θαύμα») είχε φτάσει οριστικά στο τέλος της.
Η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων (αύξηση φορολογίας και ταυτόχρονη επιβολή νέων φόρων, μείωση δημοσίων δαπανών, περικοπές μισθών και επιδομάτων κλπ) εκτός των προφανών προβλημάτων που δημιούργησαν (ανεργία, βαθιά ύφεση και υποχώρηση της εμπορικής δραστηριότητας, αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού, φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του κοινωνικού συνόλου κλπ) οδήγησαν αναπόφευκτα σε μια κατακόρυφη πτώση (και) της ιδιωτικής κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι από εμάς, οδηγούμενοι κυρίως από το φόβο για το αβέβαιο αύριο, αλλά και επηρεαζόμενοι άμεσα από μια σειρά επίπονων μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής, περιορίσαμε την κατανάλωση στα «απολύτως απαραίτητα».
Τα στατιστικά στοιχεία έρχονται να επιβεβαιώσουν τις εμπειρικές παρατηρήσεις όλων μας, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας «Αναφορικά με τις τρέχουσες τιμές του έτους 2019, παρατηρείται μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών κατά 24,4% σε σχέση με το έτος 2010, ενώ η αντίστοιχη μείωση σε σχέση με το έτος 2008 είναι της τάξεως του 30,3%».

Το πλαστικό χρήμα
Ήταν καλοκαίρι του 2015 όταν, επ’αφορμής του δημοψηφίσματος και του κλίματος ανασφάλειας που τα συστημικά ΜΜΕ δημιούργησαν, πραγματοποιήθηκε μια αξιοσημείωτη αλλαγή της καταναλωτικές της συνήθειες. Το καλοκαίρι του 2015 είναι το χρονικό σημείο που το πλαστικό χρήμα όχι απλά «μπήκε στη ζωή της», αφού κάρτες πιστωτικές ή και χρεωστικές ήδη χρησιμοποιούσαμε, αλλά η χρήση της έγινε μια κανονική καθημερινή σταθερά και διαμόρφωσε έναν νέο τρόπο πληρωμής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2019 η αξία των εγχώριων πληρωμών με κάρτα αυξήθηκε κατά 13% σε σχέση 2018 (2017vs2018: 7%, 2016vs2017: 43%, 2015vs2016: 83% που ήταν και το χρονικό σημείο εκείνο που η στροφή στο πλαστικό χρήμα παγιώθηκε) κατά κύριο λόγο εξ’ αιτίας της αυξημένης χρήσης χρεωστικών καρτών, τάση η οποία φυσικά συνεχίζεται και το 2020.

Η αλλαγή αυτή, που επί της ουσίας ήρθε σαν ένα δεύτερο σοκ, δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ για το 2019, το ποσοστό χρήσης των χρεωστικών καρτών για όσους έχουν τραπεζικό λογαριασμό αγγίζει το σύνολο των καταθετών, ο αριθμός των POS είναι σήμερα κοντά στις 750 χιλιάδες σε σχέση με τα περίπου 200 χιλιάδες που υπήρχαν στη χώρα μας μέχρι το 2015, ενώ οι συνολικές κάρτες που κυκλοφορούσαν το 2019 ήταν περίπου 18,7 εκ. σε σχέση με τα περίπου 14 εκ. του 2015.
Η άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου μέσα στην πανδημία του Covid19
Το ξέσπασμα της πανδημίας βρήκε τη χώρα μας στην αρχή της προσπάθειας μιας νέας, νεοφιλελεύθερης, κυβέρνησης να εφαρμόσει ένα πρόγραμμά πολύ μακριά από τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης και της προστασίας των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας. Η έμφαση δόθηκε και συνεχίζει να δίνεται, σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην (από)ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων σε μια νέα πιο «ευέλικτη» βάση, στη μείωση του κοινωνικού κράτους σύμφωνα και με την έκθεση Πισσαρίδη, στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων δομών του ΕΣΥ μέσω των περιβόητων ΣΔΙΤ ή και της δηλωμένης πρόθεσης της κυβέρνησης για τη δημιουργία νοσοκομείων ΝΠΙΔ (αν και σε αυτό το σημείο η πανδημία λειτούργησε ανασταλτικά των σχεδίων της κυβέρνησης, αποδεικνύοντας πόσο απαραίτητο είναι ένα ισχυρό εθνικό σύστημα υγείας, αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την μέχρι πριν λίγες μέρες άρνηση των ιδιωτών γιατρών να συνεισφέρουν στις προσπάθειες του ΕΣΥ) κλπ.
Σε αυτό το πρωτόγνωρο και ασταθές περιβάλλον της πανδημίας, οι καταναλωτικές μας συνήθειες άλλαξαν ξανά και πάλι εξ’ ανάγκης και όχι λόγω επιλογής, κεντρικού σχεδιασμού ή ιδιαίτερης στροφής του καταναλωτικού κοινού προς νέες τεχνολογικές λύσεις. Ο Covid19 μας ανάγκασε να κλειστούμε στα σπίτια μας και να στραφούμε, ως μόνη διέξοδο κοινωνικοποίησης, στο διαδίκτυο. Πλέον, μέσα από τις οθόνες υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων δουλεύουμε, διασκεδάζουμε, μιλάμε με την οικογένεια και τους φίλους μας και φυσικά καταναλώνουμε (η κατανάλωση άλλωστε είναι και αυτή μια μορφή κοινωνικοποίησης).
Σύμφωνα με στοιχεία από το ΕΒΕΑ «Το 2020 το ηλεκτρονικό εμπόριο στη χώρα μας, εκτιμάται ότι ήταν κοντά στα 11 δισ. ευρώ, το οποίο σημαίνει μια αύξηση περίπου 35% σε σχέση με το 2019[3]» ενώ σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, η προοπτική για το ηλεκτρονικό εμπόριο στη χώρα μας είναι για να κινηθεί κοντά στα 15 δισ. ευρώ, κάτι που σε συνδυασμό με πλήθος άλλων στοιχείων, όπως για παράδειγμα ότι σήμερα σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ πάνω από το 80% των πολιτών έχει σχεδόν καθημερινή πρόσβαση στο internet (ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο του 2010) μας οδηγεί να θεωρήσουμε ότι κινούμαστε σταθερά προς ένα, νέο, ψηφιακό καταναλωτικό πρότυπο.
Το αποτέλεσμα
Αυτή η αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς που συντελέστηκε στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, αποτέλεσμα καταλυτικής και επιταχυντικής επίδρασης δύσκολων συγκυριών παρά συνειδητής επιλογής και εξέλιξης, μας φέρνει ως κοινωνία ένα ακόμα βήμα πιο κοντά στην νέα σύγχρονη καθημερινότητα που σταδιακά ανοίγεται μπροστά μας, αυτή της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Οι κοινωνίες σταδιακά, αλλά με γρήγορους ρυθμούς, μετεξελίσσονται και αλλάζουν προσανατολισμό. Η εν εξελίξει 4η Βιομηχανική Επανάσταση (και ο λεγόμενος «ψηφιακός καπιταλισμός») μετακινεί το ενδιαφέρον από μονάδες προσανατολισμένες σε παραγωγή εντάσεως εργασίας σε μονάδες ρομποτικής παραγωγής όπου ο ρόλος του ανθρώπου είναι περιορισμένος. Παράλληλα, η σταδιακή εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης στη ζωή μας, του machine learning, του Internet of Things (IoT) και του 5G, η ανάπτυξη των τεχνολογιών blockchain και των κρυπτονομισμάτων, αλλάζουν το προφίλ της κατανάλωσης, στην οποία εν πολλοίς βασίζεται σήμερα η λειτουργία της οικονομίας μας.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις (μικρές και πολύ μικρές στη συντριπτική τους πλειοψηφία), με αρωγό την Πολιτεία, πρέπει να συντονιστούν και να προσανατολιστούν σε νέα πεδία ενδιαφέροντος. Ο ρόλος του απλού πωλητή προϊόντων και υπηρεσιών αλλάζει μορφή, πλέον απαιτείται η γνώση νέων ικανοτήτων και σύντομα η γνώση του πώς η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα θα μεταβεί αν μη τι άλλο στην εποχή του e-shop, θα είναι μια εκ των ων ουκ άνευ δεξιότητα. Ταυτόχρονα και ο ρόλος του επιχειρηματία/επενδυτή πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση και η χώρα να περάσει από ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στις υπηρεσίες τουρισμού και εστίασης, σε ένα νέο μοντέλο βασισμένο (και) στις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία. Ακόμα και ο ίδιος ο καταναλωτής θα χρειάζεται να κατέχει ένα ελάχιστο επίπεδο ψηφιακών γνώσεων προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες του.
Δεδομένου όμως ότι ο μετασχηματισμός της κοινωνίας που έρχεται με την 4η Βιομηχανική Επανάσταση είναι μάλλον αναπόφευκτος (και πιθανόν φέρνει μαζί του νέους ανέργους), ποια πρέπει να είναι η θέση της Πολιτείας;
Το εκπαιδευτικό σύστημα, από τις πρώτες ακόμα τάξεις του δημοτικού, παίζει κομβικό ρόλο και δεν πρέπει να αφεθεί ανεξέλεγκτα στα χέρια των ιδιωτικών συμφερόντων ενώ η δημόσια εκπαίδευση οφείλει να εκσυγχρονιστεί και να στηρίξει τις νέες ανάγκες της κοινωνίας. Δεν αρκεί πλέον η γνώση της χρήσης των Η/Υ, αφού σε λίγα χρόνια η γνώση κώδικα, γλωσσών προγραμματισμού, δικτύων κλπ, θα είναι ουσιαστική. Η αλλαγή και η προσαρμογή πρέπει να ξεκινήσει σήμερα ώστε να είμαστε έτοιμοι όταν πρέπει.
Την ίδια στιγμή, είναι ηθικό χρέος αλλά και ευκαιρία για την Πολιτεία, να επενδύσει (μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης και των άλλων ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων) στην εκπαίδευση και την υποστήριξη όλων όσων με κόπους και κόστος τα προηγούμενα χρόνια, στήριξαν την ελληνική οικονομία αλλά σήμερα πασχίζουν να βρουν τη θέση τους στη νέα πραγματικότητα.
Περαιτέρω, ο ρόλος του κράτους πρέπει να είναι αυτός του στρατηγικού διαμορφωτή και συντονιστή των καταστάσεων και όχι του ακολούθου των εξελίξεων, ούτε πολύ περισσότερο του απλού χρηματοδότη αμφιβόλου ποιότητας business plans. Σκοπός πρέπει να είναι, αρχικά, η ανακάλυψη των νέων ευκαιριών, με το ρόλο του υπουργείου Ανάπτυξης να πρέπει να ενισχυθεί και ένα μέρος του να μετασχηματιστεί περισσότερο σε ένα think tank νέας σκέψης. Στη συνέχεια, η καθοδήγηση των διαθέσιμων πόρων σε προγράμματα με σαφή κοινωνικό προσανατολισμό και ενδιαφέρον για την καθημερινότητα των πολιτών και όχι με μοναδική στόχευση τη στήριξη των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων, θα είναι το κορυφαίο στοίχημα ώστε οι ανισότητες και οι αποκλεισμοί που ο ψηφιακός καπιταλισμός και η 4η Βιομηχανική Επανάσταση σχεδόν σίγουρα θα επιτείνουν, αν η κατάσταση αφεθεί στην «αυθόρμητη ρύθμιση των αγορών», να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά χωρίς να μείνει κανείς πίσω ή και μόνος του.