
Κάποια στιγμή θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ορισμένοι ότι δε μπορούν να μιλούν για «γερμανική Ευρώπη» και ταυτόχρονα να θρηνούν για τη στάση του Βερολίνου απέναντι στην Τουρκία.
Δεν περνάει μέρα, που να μην ακουστούν στα κανάλια κλαυθμοί για το γεγονός ότι η Γερμανία δεν θέλει να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία. Το να κλαίνε βεβαίως κάποιοι παρουσιαστές/στριες μεσημεριανών εκπομπών είναι ως ένα σημείο κατανοητό. Η ποιότητα αυτού του είδους της ενημέρωσης είναι δεδομένη, όπως και το κλάμα ως απαραίτητη γαρνιτούρα, είτε πρόκειται για το «έγκλημα πάθους» στη γειτονιά, είτε για τις υποτιθέμενες γεωπολιτικές αναλύσεις.
Το να τηρούν όμως την ίδια στάση κάποιοι επίδοξοι επεξηγητές της διεθνούς επικαιρότητας ξεπερνάει πλέον και τα όρια της γραφικότητας. Ειδικά όταν αυτοί οι ίδιοι… καταχρώνται σε κάθε ευκαιρία τον χαρακτηρισμό «γερμανική Ευρώπη».
Αν είχαν καταλάβει τι σημαίνει ο όρος, τότε θα έπρεπε να έχουν πάψει να προσδοκούν μια διαφορετική στάση από το Βερολίνο, ειδικά από τη στιγμή που όλοι, δεξιοί και αριστεροί, βολεύτηκαν με τη συμφωνία Μέρκελ-Ερντογάν το 2016 για το προσφυγικό.
Θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε σε αυτή τη χώρα ότι η διπλωματία δεν κερδίζεται ούτε με ευσεβείς πόθους, ούτε με «θετικές σκέψεις», ούτε με αναφορές στους αρχαίους μας προγόνους. Ούτε φυσικά με παρορμητικούς βερμπαλιστικούς τσαμπουκάδες, που καταλήγουν ακόμα πιο γελοίοι, όταν στο τέλος ο φωνακλάς βάζει την ουρά στα σκέλια. Το να πουλάς «αντιγερμανισμό» μπορεί να είναι τρέντυ και εύπεπτο, αλλά δε σε βοηθάει και να προχωρήσεις. Αντιθέτως το μόνο που επιτυγχάνει είναι να μη σε παίρνει κανείς στα σοβαρά.
Και η Γερμανία έχει κάθε λόγο να μην παίρνει σοβαρά τους λεονταρισμούς κάποιων ντόπιων πατριωτών, τη στιγμή μάλιστα που έχει δείξει ότι είναι αποφασισμένη να κοντράρει πολύ πιο ισχυρούς «παίκτες».
Αυτή τη στιγμή για παράδειγμα η Γερμανία έχει ανοικτό μέτωπο με τις ΗΠΑ σε δύο θέματα, που καίνε την Ουάσιγκτον. Το ένα αφορά τη σχέση ΕΕ-Κίνας, που «θεσμοθετήθηκε» στις 30 Δεκεμβρίου 2020 με μια εμπορική συμφωνία, που έφερε τους Αμερικανούς στα… κεραμίδια. Το δεύτερο αφορά τον αγωγό φυσικού αερίου Nordstream2 που έχει προκαλέσει την οργή των ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν ότι δένει την Γερμανία και κατ’ επέκταση και την Ευρώπη με γεωστρατηγικές επιδιώξεις της Ρωσίας.
Η πολύ σκληρή στην ρητορική της για την υπόθεση Ναβάλνυ γερμανική διπλωματία ούτε απέναντι στη Μόσχα θέλει να επιβάλει κυρώσεις. Αυτό δείχνει πολλά. Η κυρία Μέρκελ έχει κυνικά δηλώσει ότι άλλο τα πολιτικά και άλλο τα επιχειρηματικά συμφέροντα (αυτά δηλαδή που συνδέονται με τον αγωγό). Οπως κυνικά έχει δηλώσει ότι η Κίνα είναι η ανερχόμενη δύναμη του 21ου αιώνα και δε μπορεί να τα σπάσει κανείς μαζί της, παραδείγματος χάριν για θέματα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και στις δύο περιπτώσεις η ΕΕ ουσιαστικά ακολούθησε τις επιλογές του Βερολίνου, χωρίς να μπορέσει να τις αμφισβητήσει, πόσο μάλλον να τις εμποδίσει. Αυτή είναι η πολιτική του Βερολίνου και δεν πρόκεται να αλλάξει με το να την κατακεραυνώνουμε εμείς στα κανάλια.
Αυτά είναι δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα του τι ακριβώς σημαίνει «γερμανική Ευρώπη». Στην Ελλάδα μας αρέσει να μπαίνουμε στο ρόλο του θύματος, του αδικημένου, του παραγνωρισμένου. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο τώρα. Ισχύει μάλλον εδώ και αιώνες. Οταν κάποια στιγμή καταλάβουμε ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι φωτορομάντσο θα έχουμε κάνει ένα σοβαρό βήμα για να χτίσουμε και μια σοβαρή και αξιοπρόσεκτη διπλωματία.