
Η πανδημία του ρατσισμού
Η βρετανική κυβέρνηση δημοσιεύει έκθεση με την οποία υπεραμύνεται της ισχύουσας ιστορικής αφήγησης των πεπραγμένων της βρετανικής αυτοκρατορίας και δαιμονοποιεί τους αντιρατσιστικούς αγώνες και τα κινήματα.
-
07.04.2021 Κώστας Μαρωνίτης
Το πρόβλημα των εθνοτικών και φυλετικών ανισοτήτων συνεχίζει να στοιχειώνει τα συντηρητικά κόμματα και κυβερνήσεις ανά την Ευρώπη. Η ραγδαία άνοδος του εθνικού λαϊκισμού έχει δημιουργήσει το εξής παράδοξο: την διαμόρφωση ενός σώματος ψηφοφόρων που πρέπει να αποσκοπεί σε εκλογικές πλειοψηφίες και παράλληλα να συντηρεί ένα κλίμα διχασμού και υποψίας ανάμεσα σε γηγενείς και μετανάστες, χριστιανούς και μουσουλμάνους, λευκούς και πολίτες των οποίων οι οικογένειες προέρχονται από τις πρώην αποικίες των Ευρωπαϊκών αποικιοκρατιών. Η συντηρητική κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον αποπειράθηκε να επιλύσει το συγκεκριμένο παράδοξο με την δημοσίευση μιας έκθεσης από την Επιτροπή Φυλετικών και Ενωτικών Ανισοτήτων.
Οι διαδηλώσεις το καλοκαίρι του 2020 ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και της αστυνομικής βίας στην Μινεσότα των Ηνωμένων Πολιτειών επανάφερε στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο το θέμα του θεσμικού ρατσισμού. Η λανθασμένη απέλαση πολιτών Αφρο-Καραϊβικής καταγωγής, η δυσανάλογη χρήση αστυνομικής βίας κατά των μαύρων Βρετανών πολιτών και φυσικά οι φυλετικές και εθνοτικές ανισότητες που η πανδημία αποκάλυψε με ένα βίαιο και θανατηφόρο τρόπο μπορούν να ερμηνευθούν μέσα από την ύπαρξη του θεσμικού ρατσισμού – ενός ρατσισμού που δεν περιορίζεται σε ατομικές συμπεριφορές και αντιλήψεις αλλά επεκτείνεται στον συλλογικό τρόπο σκέψης και διαχείρισης μεγάλων οργανισμών και θεσμών όπως η αστυνομία, η παιδεία και η αγορά εργασίας.
Η Επιτροπή για τις Φυλετικές και Εθνοτικές Ανισότητες δεν αρνείται μόνο τις αναλυτικές δυνατότητες της εφαρμογής της έννοιας θεσμικού ρατσισμού αλλά και την γενικότερη ύπαρξη του. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Βρετανία έχει κάνει τρομερά βήματα προόδου όσον αφορά την επίλυση φυλετικών διακρίσεων και ανισοτήτων και αποτελεί χώρα πρότυπο για κράτη, κοινωνίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς που επιθυμούν την σύσταση ενός νομικού και πολιτισμικού πλαισίου που υποστηρίζει την διαφορετικότητα, την συλλογική δράση και την αξιοκρατία.
Στο επίκεντρο της άρνησης ύπαρξης του θεσμικού ρατσισμού μπορούμε να βρούμε μια σειρά ιδεοληψιών που προσδιορίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της κυβέρνησης του Μπόρις Τζόνσον. Θα ήθελα να επικεντρωθώ σε πέντε διακριτές αλλά αλληλένδετες ενότητες που η Επιτροπή είτε τις χρησιμοποιεί ως θεσμικά κάστρα που η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να προστατέψει ή τις αντιλαμβάνεται σαν δούρειους ίππους της σύγχρονης πολιτισμικής ελίτ για την αποδόμηση της εθνικής κουλτούρας, παιδείας και ταυτότητας.
Με σαφή και επιθετικό τρόπο η έκθεση της Επιτροπής υπεραμύνεται της ισχύουσας ιστορικής αφήγησης των πεπραγμένων της βρετανικής αυτοκρατορίας. Όχι μόνο η αυτοκρατορία και κατ’ επέκταση η αποικιοκρατία είχαν θετική επίδραση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας αλλά η δουλεία και το δουλεμπόριο πρέπει να εξετασθούν ως μια ιστορική διαδικασία που συνέβαλε στην δημιουργία Βρετανών πολιτών από τις πρώην αποικίες της Αφρικής και της Καραϊβικής.
Ο συντηρητισμός και η αντιδραστικότητα της έκθεσης δεν περιορίζονται στην προστασία και κατανόηση της ιστορίας αλλά επεκτείνονται στον θεσμο της πυρηνικής οικογένειας. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των μειονοτήτων δεν οφείλεται απαραίτητα σε ιστορικές εκφάνσεις φυλετικών διακρίσεων και μίσους αλλά στην αποσύνθεση των δομών της πυρηνικής οικογένειας. Μονογονεϊκές οικογένειες και η έλλειψη ανδρικών προτύπων απομακρύνουν τους νέους από το σχολείο και τις ακαδημαϊκές γνώσεις και τους ωθούν στην παρανομία και το κοινωνικό περιθώριο. Ο απώτερος σκοπός της έκθεσης είναι να θέσει τους άμεσα θιγομένους προ των ευθυνών τους. Σύμφωνα με υπουργούς, κυβερνητικούς εκπροσώπους και συμβούλους η αντιρατσιστική δράση μειώνει το κύρος της χώρας και μεταθέτει όλες τις ευθύνες ατομικής, επαγγελματικής, και κοινωνικής αποτυχίας στην λεγόμενη «αφηρημένη» έννοια του θεσμικού ρατσισμού.
Η συσχέτιση της υπονόμευσης του εθνικού κύρους με την αντιρατσιστική δράση δεν θα μπορούσε να αγνοήσει την πανεπιστημιακή γνώση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρουσιάζοντας την κριτική θεωρία φυλών (Critical Race Theory) ως έναν θεωρητικό δευτερεύοντα κλάδο των κοινωνικών επιστημών που αποσκοπεί στην ηθική και νομική ενοχή των λευκών Βρετανών, η Επιτροπή επαναπροσδιορίζει παραδοσιακές ταξικές ανισότητες μέσω ενός φυλετικού πρίσματος. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή κεφαλαιοποιεί με τον πιο κυνικό τρόπο την χρόνια εγκατάλειψη των πρώην βιομηχανικών περιοχών της Βρετανίας και κάνει λόγο για τον κοινωνικό αποκλεισμό και την πολιτισμική περιθωριοποίηση της σύγχρονης λευκής εργατικής τάξης.
Εν κατακλείδι, με αυτή την έκθεση η Επιτροπή για τις Φυλετικές και Εθνοτικές Ανισότητες δεν στοχεύει στη δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο ιστορικές και σύγχρονες αδικίες και ανισότητες μπορούν και πρέπει να διορθωθούν αλλά στην δαιμονοποίηση των αντιρατσιστικών αγώνων και κινημάτων. Με άλλα λόγια, αυτή η έκθεση δεν απευθύνεται σε αυτούς που έχουν βιώσει και συνεχίζουν να βιώνουν τον ρατσισμό άλλα σε όσους λανθασμένα πιστεύουν ότι μεμονωμένα παραδείγματα επαγγελματικής επιτυχίας αποδεικνύουν την εξάλειψη φυλετικών διακρίσεων και ανισοτήτων από τις σύγχρονες κοινωνίες.